To βασικό δίλημμα στις αγορίστικες παρέες των '80s και των '90s, που αποτελούσε μόνιμο θέμα συζητήσεων, οδηγούσε σε φλογισμένες ανταλλαγές ύβρεων και μπορούσε να αναγκάσει παλάμες φίλων να έρθουν σε στενή επαφή με τις καρωτίδες άλλων φίλων ήταν το εξής ένα: Σταλόνε ή Σβαρτσενέγκερ;
Οι διαφορές ανάμεσα στους δύο ήρωες πηγάζουν από την εποχή που τους γέννησε. Ο Σλάι αναδείχτηκε στα μέσα των '70s, σε μια περίοδο κοινωνικού αναβρασμού, όταν η ραγισμένη υπερδύναμη προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του Βιετνάμ. Το τραύμα και το φορτίο που συνεπάγεται αυτή η κατάσταση είναι κοινό χαρακτηριστικό των ηρώων του και είναι εκείνο που υπαγορεύει δραματικότερους τόνους στις ταινίες του.
Αντίθετα, το άστρο του Άρνι αρχίζει να ακτινοβολεί εντός της ριγκανικής περιόδου, όταν η υπερδύναμη βροντοφώναζε με μεγαλόστομες διακηρύξεις την επάνοδό της, επιστράτευε μια επιθετική προπαγανδιστική εκστρατεία απ' όλα τα μέσα που στόχευε στον εντυπωσιασμό και εφάρμοζε μια εξίσου επιθετική εξωτερική πολιτική απέναντι στη «σοβιετική απειλή» αλλά και σε κάθε πιθανό αντίπαλο.
Θεατές και κριτικοί ενθουσιάζονται, ενώ η ταινία φτάνει μέχρι τα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς, κατακτώντας τα βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και μοντάζ, ο βασικός υπεύθυνος της επιτυχίας της όμως θα φύγει από την απονομή με άδεια χέρια, παρά τη διπλή του υποψηφιότητα στις κατηγορίες του α' ανδρικού ρόλου και του πρωτότυπου σεναρίου.
Έτσι οι ήρωες του Άρνι είναι υπεράνθρωποι, εξολοθρεύουν τον αντίπαλο κι έπειτα τον εξευτελίζουν με μια φαρμακερή ατάκα.
Εκτιμώ αρκετές ταινίες του δεύτερου, για μένα όμως θέμα σύγκρισης δεν τίθεται, προτιμώ τον πρώτο. Ο Άρνι είναι action σταρ, ο Σλάι, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι και ηθοποιός, είναι και σταρ-auteur, είναι και σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός, είναι δηλαδή καλλιτέχνης με μια πιο αναγεννησιακή προσέγγιση του όρου – να και κάτι που σίγουρα δεν θα περίμενες ποτέ να διαβάσεις σε κείμενο για τον Σταλόνε.
Φέτος φορά ξανά το καπέλο του χαρακτηριστικότερου ήρωα του, του Ρόκι Μπαλμπόα, για τις ανάγκες του «Creed II» (2018), το οποίο μπορούμε να απολαύσουμε και στις ελληνικές αίθουσες. Η πρεμιέρα του «Creed II» συνιστά μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ανατρέξουμε στο σύνολο της καριέρας του.
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμαστε στις αρχές των '70s. Ο νεαρός Σταλόνε πασχίζει να καθιερωθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία, το περισσότερο που κατορθώνει όμως είναι περάσματα μερικών δευτερολέπτων στο γουντιαλενικό «Bananas» και στο «Klute» και ένας μικρός ρόλος στο ριμέικ του «Farewell, my lovely».
Και μετά έρχεται το «Rocky» (1976) ή «Ρόκι, Τα χρυσά γάντια», όπως κυκλοφόρησε στη χώρα μας. Ο Σταλόνε έγραψε το σενάριο μέσα σε τρεις μέρες, τα στούντιο έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον, αυτός όμως αρνήθηκε όποια πρόταση δεν τηρούσε τον όρο ότι θα υποδυόταν ο ίδιος τον κεντρικό χαρακτήρα, έναν ελαφρώς αργόστροφο, μα καλοσυνάτο μεροκαματιάρη και επίδοξο πυγμάχο, βασανισμένο από το γιατί της ευκαιρίας που δεν ήρθε ποτέ.
Rocky (1976)
Οι αναλογίες με τον προσωπικό του αγώνα να κατακτήσει το κινηματογραφικό όνειρο εμφανείς. Ο Σλάι ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει σε κανέναν άλλο να ενσαρκώσει στην οθόνη έναν ήρωα τόσο δικό του. Το πείσμα του απέδωσε καρπούς και το αποτέλεσμα ήταν ένα υπόδειγμα λαϊκού σινεμά που έμελλε να καταστεί το κατεξοχήν κινηματογραφικό underdog story.
Θεατές και κριτικοί ενθουσιάζονται, ενώ η ταινία φτάνει μέχρι τα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς, κατακτώντας τα βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και μοντάζ, ο βασικός υπεύθυνος της επιτυχίας της όμως θα φύγει από την απονομή με άδεια χέρια, παρά τη διπλή του υποψηφιότητα στις κατηγορίες του α' ανδρικού ρόλου και του πρωτότυπου σεναρίου.
Ο κόσμος είναι δικός του στη συνέχεια. Ο Ρότζερ Ίμπερτ θα τον χαρακτηρίσει σε κείμενό του «νέο Μπράντο». Ο χαρακτηρισμός αυτός θα τον κυνηγάει τα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας απαιτήσεις που ούτε του ταίριαζαν και μάλλον ούτε τις επιδίωξε. Οι επόμενες κινήσεις του, πάντως, τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Το 1978 θα πρωταγωνιστήσει στο «F.I.S.T.» του Νόρμαν Τζούισον, υποδυόμενος μια φιγούρα που παραπέμπει στον Τζίμι Χόφα, ενώ θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το «Paradise Alley». Αμφότερα αποτυγχάνουν στα ταμεία, με το δεύτερο να διανέμεται πετσοκομμένο στο μοντάζ από την παραγωγή, αφήνοντας τον Σταλόνε καταστενοχωρημένο που το στούντιο τού πήρε την ταινία από τα χέρια.
Δεν το βάζει κάτω, όμως, και επιστρέφει στον χαρακτήρα που τον ανέδειξε με το «Rocky II» (1979), περνώντας για δεύτερη φορά πίσω από την κάμερα.
Αυτήν τη φορά ο Ρόκι προσπαθεί να διαχειριστεί τη φήμη που απέκτησε μετά τον αγώνα του με τον Απόλο Κριντ και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κόσμου, καθιστώντας σαφές πόσο προσωπικός είναι αυτός ο ήρωας για τον Σταλόνε. Ο Ρόκι Μπαλμπόα μοιάζει να τον ακολουθεί μέσα στα χρόνια, αντανακλώντας το στάδιο που βρίσκεται η καριέρα και η ζωή του.
«Μεγάλη απόδραση των 11» (1981)
Στη συνέχεια, θα συνεργαστεί με τον Τζον Χιούστον στην πολυαγαπημένη στη χώρα μας «Μεγάλη απόδραση των 11» (1981). Εκεί θα εμφανιστεί για πρώτη φορά η δύστροπη πλευρά του χαρακτήρα του, καθώς θα απαιτήσει να είναι εκείνος ο πρωταγωνιστής της τελικής σκηνής και ο αγώνας των κρατουμένων με τους ναζί να τελειώσει με τον πορτιέρο να σώζει ένα πέναλτι, αντί με τον Πελέ να σκοράρει ένα γκολ, όπως προέβλεπε το σενάριο.
Λίγη σημασία έχει, τελικά, η ταινία αποτελεί guilty pleasure από τα λίγα, η στιβαρότητα του Σλάι ζευγαρώνει άψογα με το φλέγμα του Μάικλ Κέιν και η εμφανής αμηχανία του κάτω από τα γκολπόστ συμβάλλει στη γενική ευφορία − μνημειώδης η ατάκα του θρυλικού Αργεντινού μέσου Οσβάλντο Αρντίλες ότι ο Σταλόνε ως τερματοφύλακας δεν μπορούσε να αποκρούσει όχι μπάλα ποδοσφαίρου αλλά ούτε διερχόμενο λεωφορείο.
Μια χρονιά μετά θα κάνει την εμφάνισή του στις αίθουσες ο έτερος χαρακτήρας-icon του Σταλόνε, ο Τζον Ράμπο. Στο «Rambo: First Blood» (1982) ένας βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ επιστρέφει στην πατρίδα, όπου η βία τον ακολουθεί. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες ταινίες εκείνης της χρονιάς, τίποτα όμως δεν προοικονομεί την εξέλιξη του χαρακτήρα αλλά και της καριέρας του Σταλόνε.
Στα δύο επόμενα σίκουελ της ταινίας, το «Rambo First Blood Part II» (1985) και το «Rambo III» (1988), ο μιλιταρισμός ενισχύεται και ο ήρωας αρχίζει να παραπέμπει στην περσόνα του αντίζηλού του. Χρειάζονται όμως και τα δύο για να φτάσουμε στο «John Rambo» (2008) κι εκείνο το συγκλονιστικό «δεν σκότωσες για την πατρίδα σου, σκότωσες για τον εαυτό σου» − σκέψου πού απευθύνεται και θα καταλάβεις πόσο αρμονικά κλείνει το φιλμ τον κύκλο που άνοιξε με το «Πρώτο Αίμα». Είναι, επίσης, οι ταινίες που εδραίωσαν τον Σταλόνε στη συνείδηση του κοινού ως action hero.
John Rambo (2008)
Είπαμε όμως, η action περσόνα του Σταλόνε διαφέρει από εκείνη του Σβαρτσενέγκερ. Οι ήρωές του κουβαλούν, συνήθως, ένα τραύμα από το παρελθόν. Προσωπικά, με την εξαίρεση του «Cobra» (1986) –από τις ελάχιστες παραγωγές της Cannon Films που αντέχονται σήμερα−, δεν θυμάμαι τον Σταλόνε να υποδύεται άλλη φορά έναν ατόφια κινηματογραφικό και δίχως την παραμικρή αδυναμία (υπερ)ήρωα.
Με το τέλος των '80s ο Σταλόνε έχει γίνει πια μεγάλος σταρ, αφίσες του κοσμούν τα αγορίστικα εφηβικά δωμάτια, οι εισπράξεις είναι σταθερά καλές εντός Αμερικής και, περιέργως, ακόμα καλύτερες στον υπόλοιπο κόσμο, η κριτική όμως είναι εχθρική απέναντί του σε βαθμό εμμονής.
Στο μεσοδιάστημα δεν θα ξεχάσει τον Ρόκι Μπαλμπόα, καταφεύγοντας άλλες δύο φορές σε αυτόν για να μιλήσει (και) για τον εαυτό του. Στο «Rocky IIΙ» (1982) ο ήρωας δεν θυμίζει σε τίποτα τον καλοσυνάτο, συνεσταλμένο Ρόκι. Υπάρχει διάχυτος mach-ισμός στο παίξιμο του Σταλόνε κι ένας ναρκισσισμός στην κινηματογράφηση του εαυτού του που μαρτυρά τις αρνητικές συνέπειες της δόξας στον χαρακτήρα του την εποχή εκείνη – ενδόμυχα το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος και το αξιοποιεί δραματουργικά.
Στο «Rocky IV» (1985) ο ήρωας μοιάζει να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τον εαυτό του. Παρεμπιπτόντως, αν θες να δεις πώς έμοιαζαν τα (εμπορικά) '80s από την άποψη της κινηματογραφικής, μουσικής και ενδυματολογικής αισθητικής, το «Rocky IV» είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα.
Όχι τυχαία ο Σλάι θα ανοίξει με Ρόκι τα κινηματογραφικά του '90s και θα επιστρατεύσει και τον σκηνοθέτη του πρώτου φιλμ Τζον Άβιλντσεν. Υπό τις οδηγίες του τελευταίου όμως το «Rocky V» (1990) καταλήγει η λιγότερο επιτυχημένη εισπρακτικά ταινία της σειράς.
Η ταινία αδικείται κατάφωρα από τη φήμη της, αδικεί και η ίδια τον εαυτό της όμως, με μια τελική μονομαχία στους δρόμους ολότελα έξω από τη φύση του χαρακτήρα.
Στη συνέχεια ο Σταλόνε θα ξεκινήσει μια σειρά πειραματισμών αμιγώς εμπορικού προσανατολισμού. Θα δοκιμαστεί στο μπουλβάρ(!) με το χαριτωμένο «Oscar» (1991) του Τζον Λάντις, στη φαρσοκωμωδία με το αχαρακτήριστο «Stop or my mom will shoot» (1992) και στην επιστημονική φαντασία με το απολαυστικά politically incorrect «Demolition Man» (1993), θα ερωτοτροπήσει στην ντουζιέρα με τη Σάρον Στόουν υπό τις αισθησιακές μελωδίες του Τζον Μπάρι στο «Specialist» (1994) και θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να ξεκινήσει ένα νέο κινηματογραφικό franchise με το «Judge Dredd» (1995).
Οι εισπράξεις των ταινιών του, όμως, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του «Cliffhanger» (1993), ακολουθούν φθίνουσα πορεία, ενώ έχει να αντιμετωπίσει και τη χλεύη των media. Τα Χρυσά Βατόμουρα, ένας κανιβαλικός θεσμός(;), δεκαπέντε φορές πιο άτολμος από την οσκαρική Ακαδημία, για λόγους που δεν θα αναλυθούν εδώ, τον πυροβολούν σταθερά και αδικαιολόγητα με υποψηφιότητες και βραβεία όλο αυτό το διάστημα. Και κάπου εκεί έρχεται το «Copland» (1997).
Στο εξαιρετικό αστικό γουέστερν του Τζέιμς Μάνγκολντ ο Σταλόνε θα πάρει κιλά, θα χαμηλώσει τους τόνους και θα θυμίσει σε κοινό και κριτικούς εκείνο τον πολλά υποσχόμενο ηθοποιό που ξεπεταγόταν με τον «Ρόκι» το 1976. Το μοτίβο του τραύματος είναι και πάλι στο προσκήνιο.
Ο ήρωας, ο σερίφης μιας κωμόπολης στα προάστια της Νέας Υόρκης που κατοικείται αποκλειστικά από τους αστυνόμους της μεγαλούπολης, είναι κουφός από το ένα αυτί, ενθύμιο μιας καλής του πράξης από το παρελθόν.
Το καλό του αυτί, όμως, είναι εκείνο που τον προδίδει, καθώς ακούει, δίχως να αντιδρά στη διαφθορά που «φωνάζει» γύρω του. Στην εξαιρετική σεκάνς της τελικής μονομαχίας, υπόδειγμα εύστοχης, λειτουργικής χρήσης του slow motion, o ήρωας παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, έχοντας και το καλό του αυτί αδρανές, και ακούει μόνο τη φωνή της συνείδησής του.
Κλειστά, όμως, θα μείνουν και τα αυτιά των μελών της Ακαδημίας των Όσκαρ απέναντι στην ηχηρή μεταμόρφωση του Σλάι. Θέλεις η απογοήτευση, θέλεις οι συγκυρίες, αυτό που θα ακολουθήσει είναι η χειρότερη ποιοτικά περίοδος της φιλμογραφίας του, από την οποία θα κρατήσουμε μόνο μια φωνητική ερμηνεία στο «Antz» (1998), άντε και το «D-Tox» (2002), ένα συμβατικό, μα ενδιαφέρον whodunit, όπου θα υποδυθεί και πάλι έναν τραυματισμένο ήρωα.
Το κοινό αδιαφορεί παντελώς και όλα δείχνουν να έχουν τελειώσει για τον Ιταλοαμερικανό σταρ. Δεν το βάζει κάτω όμως. Παλεύει να ανασυγκροτηθεί και επιστρέφει στις ρίζες του, σε αυτό που είναι περισσότερο δικό του, στον Ρόκι του.
Όσοι περίμεναν ένα αφόρητα camp θέαμα από το «Rocky Balboa» (2006), ακονίζοντας τα μαχαίρια τους, θα εκπλαγούν, ευρισκόμενοι μπροστά σε ένα χαμηλότονο, νοσταλγικό δράμα, στοιχειωμένο από εκείνον το σπαρακτικό μονόλογο του ήρωα, που ξεσπά, φωνάζει πως έχει ακόμα «stuff in the basement», έχει κι άλλα πράγματα να δώσει, διάολε, δεν θα τα παρατήσει ακόμα! Κοινό και κριτική ανταποκρίνονται θετικά στην κραυγή του Σταλόνε και δίνουν το φιλί της ζωής στην καριέρα του.
Αφού κλείσει και το κεφάλαιο «Rambo» (βλέπε παραπάνω), με τo «Expendables» (2010) θα κάνει πραγματικότητα το όνειρο χιλιάδων φαν του σινεμά δράσης, παντρεύοντας επί της οθόνης τους πιο δημοφιλείς action heroes σε μια περιπέτεια που αναπαράγει επιτυχώς την αισθητική των '80s και σαρώνει τα ταμεία.
Τα επόμενα χρόνια θα γυρίσει δύο συνέχειες του «Expendables», θα συνεργαστεί με τον Γουόλτερ Χιλ στο «Bullet to the head» (2012), θα βρεθεί και πάλι απέναντι στον άλλοτε αντίζηλό του, τον Σβαρτσενέγκερ, στο «Escape Plan» (2013) και θα παίξει μποξ με τον Ντε Νίρο στο μάλλον ατυχούς σύλληψης «Grudge Match» (2013).
Τίποτα προσβλητικό δηλαδή, τίποτα όμως που να εμπεριέχει την παραμικρή δόση καλλιτεχνικού ρίσκου. Μέχρι που χτυπά την πόρτα του ο Ράιαν Κούγκλερ με το σενάριο του «Creed» (2015).
O Σλάι είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός, αρνείται αρχικά − πώς θα μπορούσε να εμπιστευτεί το πνευματικό του παιδί στα χέρια κάποιου άλλου; Σκέψου πόσο δύσκολη απόφαση είναι, άλλωστε, για έναν σταρ, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα συγκεντρωτικός στο σύνολο της καριέρας του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και αρνήθηκε πεισματικά να πρωταγωνιστήσει σε παραγωγή, όπου το όνομα του σκηνοθέτη θα ήταν βαρύτερο ή, έστω, εξίσου βαρύ με το δικό του.
Και γιατί να εμφανιστεί ως δεύτερο βιολί σε μια ιστορία που έχει για ήρωα τον γιο του μεγάλου αντιπάλου του Ρόκι; Έχει μαλακώσει όμως ο Σλάι εδώ και χρόνια, το βλέπεις και στις συνεντεύξεις του, όπου εμφανίζεται πάντα ευγενής και ταπεινός. Με τα πολλά θα πει το «ναι». Και δεν θα χάσει.
Παρά το γεγονός ότι πλασάρεται ως spin-off με ήρωα τον γιο του Απόλο Κριντ, το «Creed» είναι μια ταινία της σειράς «Ρόκι». Γιατί ο Ρόκι είναι η φιγούρα που δεσπόζει στο φιλμ. Στην πρώτη συνάντηση του Ρόκι με τον Άντονις, τον βλέπουμε διαφορετικό. Μοιάζει παραιτημένος, εξαντλημένος βιολογικά και ψυχολογικά από τα χρόνια, με αγαπημένους και φίλους να φεύγουν από τη ζωή – αξίζει να σημειωθεί εδώ πως ο Σταλόνε έχασε τον γιο του τον Αύγουστο του 2012 από καρδιακή νόσο.
Creed II
Εν ολίγοις, μοιάζει να έχει ξεχάσει πως είναι ο Ρόκι. Ο ερχομός του Άντονις στη ζωή του τον αφυπνίζει, θα ξυπνήσει το πνεύμα του μαχητή μέσα του. Κι αυτός με τη σειρά του θα λειτουργήσει ως πατρική φιγούρα απέναντι στον Άντονις – αν θυμάσαι την προβληματική σχέση του Ρόκι με τον γιο του από την προηγούμενη ταινία της σειράς, στην οποία γίνεται μια φευγαλέα μνεία εδώ, θα βρεις και επιρροές από το ιστγουντικό «Million dollar baby».
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το «Creed», που ζει και αναπνέει με το πνεύμα του Ρόκι Μπαλμπόα, να καταστεί εμμέσως η φιλμική κληρονομιά του Σταλόνε προς τις επόμενες γενιές.
Ενθουσιώδεις οι κριτικές, ενθουσιώδης και η υποδοχή του κοινού στο «Creed», ο ενθουσιασμός όμως μεταφράστηκε μόλις σε μία οσκαρική υποψηφιότητα. Ευτυχώς, στη σωστή. Ο Σταλόνε, η καρδιά και η ψυχή του έργου, βρέθηκε μετά από πολλά χρόνια υποψήφιος για Όσκαρ, αυτήν τη φορά στην κατηγορία του β' ανδρικού ρόλου.
Το βράδυ της 29ης Φεβρουαρίου του 2016 οι οπαδοί του Σλάι περιμέναμε να ζητωκραυγάσουμε, η οσκαρική Ακαδημία όμως μας επιφύλασσε μεγάλο χουνέρι. Έδωσε το Όσκαρ στον καρατερίστα Μάρκ Ράιλανς για την εξαιρετική, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, εμφάνισή του στο σπιλμπεργκικό «Bridge of Spies». Κατήφεια!
Ακολούθησε ένα ολιγόλεπτο πέρασμα από το δεύτερο «Guardians of the Galaxy», φωνητικές ερμηνείες σε animation που δεν είδε κανείς και, φυσικά, το «Creed II», με αφορμή ο οποίο γράφτηκαν ετούτες οι γραμμές.
Αυτήν τη φορά συνυπογράφει και το σενάριο, οι πρώτες κριτικές είναι θετικές, στις αίθουσες των ΗΠΑ είχαμε ήδη λαϊκό προσκύνημα με άνοιγμα περίπου 56 εκατομμυρίων δολαρίων κατά το πενθήμερο του Thanksgiving. Η συνέχεια για το φιλμ προμηνύεται λαμπρή.
Αυτή την περίοδο ο Σταλόνε έχει ξεκινήσει τα γυρίσματα του πέμπτου «Ράμπο». Τι του επιφυλάσσει το μέλλον δεν ξέρουμε, αλλά όποτε δυσκολεύει η κατάσταση, πάντα θα μπορεί να επιστρέψει στον Ρόκι του.
Όπως κι εμείς.
σχόλια