Ένας παπάς στο Αγρίνιο, ο Κωνσταντίνος Βαλής, γνωστός ως Παπαβαλής, πρέπει να ξεπέρασε, με την τόλμη και τις επινοήσεις του, κάθε άλλον.
Προκειμένου να βγάλει από το γερμανοκρατούμενο Αγρίνιο τον οπλισμό των παραδοθέντων Ιταλών, οργάνωσε περισσότερες από 35 κηδείες και κάθε φορά, μέσα στο φέρετρο αντί σορού, ήταν ιταλικά όπλα.
Η νεκρική πομπή ξεκινούσε συνήθως από το Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου ήταν η μυστική αποθήκη του ΕΛΑΣ. Πέρναγε μέσα από την πόλη με τις ανάλογες ψαλμωδίες και οι Γερμανοί στρατιώτες των μπλόκων στέκονταν προσοχή και χαιρέταγαν στρατιωτικά.
Στο νεκροταφείο η πομπή κατέληγε πάντα στον μεγάλο οικογενειακό τάφο της οικογένειας Σπ. Τζωρτζόπουλου, όπου κρύβονταν τα όπλα, και τη νύχτα κατέβαιναν οι ελασίτες από το Βουνό να τα παραλάβουν.
Τη μία και μόνη φορά που κάποιος υποψιασμένος Γερμανός αξιωματικός, διέταξε να ανοίξουν το φέρετρο ο Παπαβαλής είχε τον Θεό μαζί του: Μέσα ήταν η σορός της γιαγιάς του Χρ. Μπανιά.
Αλησμόνητο έχει μείνει και το τελευταίο «διάβασμα» που έκανε ο Παπαβαλής σε έναν μελλοθάνατο κρατούμενο.
Είχαν συλληφθεί ως όμηροι για κάποιο σαμποτάζ 30 κάτοικοι της Ηπείρου, οι οποίοι επρόκειτο να εκτελεστούν. O Παπαβαλής ζήτησε απλώς ένα όνομα κρατουμένου, πήρε τη σύνοψη, τον σταυρό, έναν κεσέ γιαούρτι και ξεκίνησε για τις φυλακές.
Παρουσιάστηκε στον Γερμανό διοικητή και ζήτησε την άδεια να εξομολογήσει τον «ανιψιό» του Σπ. Κοντοπάνο, αυτό το όνομα του είχαν δώσει.
Εκείνος το επέτρεψε και σε μια αίθουσα συγκεντρώθηκαν και όσοι από τους άλλους μελλοθάνατους ήθελαν να εξομολογηθούν.
Ο Παπαβαλής άρχισε να ψέλνει παρόντος και του Γερμανού διοικητή:
Κύριε ελέησον, μέσα στο γιαούρτι ένα πριόνι,
Του Κυρίου δεηθώμεν, να κόψετε τα σίδερα,
Συγχωρούνται οι αμαρτήσαντες, να έχετε σινιάλο,
Τέκνα μου, τέκνα μου, τη νύχτα,
Κύριε ελέησον, ανάψτε τρία τσιγάρα,
Του Κυρίου δεηθώμεν, τα παιδιά θα περιμένουν,
Κύριε ελέησον, απέξω να σας ελευθερώσουν,
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον,
Συγχωρούνται οι αμαρτήσαντες, τέκνα μου,
Τέκνα μου, κινηθείτε αποφασιστικά.
Δακρυσμένοι οι μελλοθάνατοι από τον ανέλπιστο «ψαλμό», του φιλούσαν το χέρι. Συγκινήθηκε και ο Γερμανός και επέτρεψε στον ιερωμένο να προσφέρει τον κεσέ με το γιαούρτι στον «ανιψιό» του.
Την ίδια νύχτα οι 30 μελλοθάνατοι φτερούγισαν για το Βουνό μαζί με άλλους τόσους κρατουμένους που τους ακολούθησαν.
Μεταπολεμικά η Εκκλησία φρόντισε να απαλλάξει τον Παπαβαλή των καθηκόντων του γιατί η διαγωγή του «σκανδάλιζε το ποίμνιον».
σχόλια