ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ, μαζί με την κατάσταση της οικονομίας, είναι αυτά που προβληματίζουν πολύ έντονα την ελληνική πολιτική ηγεσία αυτή την περίοδο, κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Και αν για το θέμα της οικονομίας υπάρχουν αρκετές διαφωνίες, στα ελληνοτουρκικά δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Η βασική κατεύθυνση είναι κοινή, τουλάχιστον για τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν, αλλά αυτές τέμνουν κυρίως οριζόντια τα κόμματα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και πρώην αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Χρήστου Ροζάκη, ο οποίος τις προηγούμενες μέρες δέχτηκε σφοδρή κριτική ότι εκφράζει ηττοπαθείς θέσεις στα ελληνοτουρκικά θέματα, ειδικά όσον αφορά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και το Καστελόριζο.
Ο κ. Ροζάκης, πολιτικά κεντροαριστερός, έγινε υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Τότε είχε θεωρηθεί τολμηρή επιλογή, η οποία είχε ενοχλήσει το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ και από την πορεία φάνηκε ότι δεν τον άντεξε για πολύ. Από τότε χάθηκε για καιρό από το πολιτικό προσκήνιο, για να τον καλέσει ξανά ο Νίκος Κοτζιάς επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και να του αναθέσει την προεδρία του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό ήταν μια έκπληξη πολιτικά, καθώς ο Κοτζιάς το προηγούμενο διάστημα επιχειρούσε να αναδείξει ένα προφίλ σκληρού απέναντι στην Τουρκία και η επιλογή αυτή ήταν αρκετά κόντρα. Οπωσδήποτε, όμως, σηματοδοτούσε την αποδοχή των θέσεων του καθηγητή Διεθνούς Δικαίου σε μεγάλο βαθμό από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα της χώρας όπως ορίζει το Σύνταγμα, πράγμα που σημαίνει μέχρι και σύγκρουση εάν η Τουρκία δεν κάνει πίσω, αλλά φυσικά κανένας δεν το επιθυμεί.
Όταν ήρθε στην εξουσία η ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνο δεν αγνόησε τον επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου που είχαν τοποθετήσει εκεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο Νίκος Κοτζιάς αλλά ενδιαφέρθηκε να ακούσει τη γνώμη του και να τον συμβουλευτεί από την πρώτη στιγμή που χρειάστηκε να ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά, καθώς είναι γνωστή η εκτίμηση και ο σεβασμός που έχει προς το πρόσωπό του. Κάτι που δεν θα μπορούσε π.χ. να ισχυριστεί κανείς ότι ισχύει για τον πρώην πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνη Σαμαρά.
Ο κ. Ροζάκης, δηλαδή, που δέχεται κριτική για υποχωρητικότητα, παρότι πολιτικά ανήκει στην κεντροαριστερά και ήταν υπουργός του ΠΑΣΟΚ, χαίρει σεβασμού όχι μόνο από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από την ηγεσία της ΝΔ και του ΚΙΝ.ΑΛ. Όσο γι' αυτούς που τον κατηγορούν για ενδοτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, προέρχονται επίσης απ' όλα τα κόμματα και πρόκειται βασικά για τις πατριωτικές τάσεις όλων των κομμάτων.
Αυτό αποτυπώνει και την κατάσταση, καθώς οι ηγεσίες των κομμάτων χαρακτηρίζονται γενικότερα από έναν «ρεαλισμό» στην εξωτερική πολιτική, ο οποίος όμως δεν βρίσκει τόσο σύμφωνη την κοινωνία. Δημοσκοπήσεις που μετράνε τη γνώμη της κοινωνίας στα εθνικά ζητήματα έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία ζητά σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της σχετικά πρόσφατης κρίσης στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Η θητεία του κ. Ροζάκη στο Επιστημονικό Συμβούλιο του υπουργείου Εξωτερικών, πάντως, έληξε, όπως ενημέρωσε και η κυβέρνηση, καθώς ήταν τριετής και είχε διάρκεια μέχρι τις 7 Ιουνίου 2020. Αυτό δεν σημαίνει πως ο πρωθυπουργός δεν θα ακούει πια την άποψή του, άλλωστε υπάρχουν κι άλλοι μεταξύ των συμβούλων του με παρόμοιες θέσεις, όπως υπάρχουν κι άλλοι συνομιλητές του με πιο «πατριωτικές» θέσεις, όπως ο βουλευτής της ΝΔ και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Άγγελος Συρίγος, του οποίου τη γνώμη επίσης ακούει.
Παρόμοια είναι η κατάσταση και στα άλλα κόμματα, μόνο που η βάση της ΝΔ είναι πιο μεγάλη, πιο ομοιογενής και πιο έντονα εθνικιστική στην πλειοψηφία της σε σχέση με τα άλλα κόμματα. Πράγμα που σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να την αγνοήσει, τουλάχιστον όχι χωρίς πολιτικό κόστος. Είναι πρόσφατες, εξάλλου, οι συνέπειες που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη Συμφωνία των Πρεσπών, παρότι το Μακεδονικό είναι λιγότερο καυτό από τα ελληνοτουρκικά.
Τώρα το θέμα είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν έχει προειδοποιήσει πως το φθινόπωρο θα προχωρήσει σε έρευνες στις περιοχές που έχει ορίσει ως τουρκικές μέσω του παράνομου Τουρκολυβικού Συμφώνου. Δηλαδή, πιθανότατα εντός της ελληνικής ΑΟΖ ή και στην περιοχή του Καστελόριζου –καθώς δεν του αναγνωρίζει ΑΟΖ–, παραβιάζοντας ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Το πρόβλημα που καίει την ηγεσία της χώρας είναι πώς θα αντιδράσει εάν η Τουρκία πραγματοποιήσει τις απειλές της.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα της χώρας όπως ορίζει το Σύνταγμα, πράγμα που σημαίνει μέχρι και σύγκρουση εάν η Τουρκία δεν κάνει πίσω, αλλά φυσικά κανένας δεν το επιθυμεί.
Το βέβαιο είναι ότι τα θέματα αυτά απαιτούν συναίνεση και η συναίνεση προϋποθέτει ομαλό κλίμα, χαμηλούς τόνους και συνεργασία. Για την ώρα, το βάρος έχει δοθεί στην αντιμετώπιση του ελληνοτουρκικού ζητήματος ως ευρωπαϊκού προβλήματος, με πιέσεις στην Ε.Ε. και ειδικά στη Γερμανία και την καγκελάριο Μέρκελ να συνετίσουν τον Ερντογάν. Η Μέρκελ και οι λοιποί Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν τα πράγματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να φτάσουν στα όρια και προσπαθούν να κάμψουν τον Ερντογάν, ο οποίος όμως ζητά ανταλλάγματα από την Ελλάδα για να μην προχωρήσει, έτσι η πίεση ξαναγυρνά στη χώρα. Εκεί είμαστε για την ώρα και η κατάσταση προβλέπεται ότι θα παραμείνει στο κόκκινο όλο το καλοκαίρι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.