ΤO ΠΟΛΥΣΥΖΗΤΗΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ δεν ήταν άλλο από την επανέναρξη των λεγόμενων διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πέντε χρόνια μετά τη διακοπή τους. Επαφές που όλοι ανέμεναν σχεδόν ανυπόμονα εδώ και καιρό, ενώ κανείς δεν περίμενε να βγει κάτι ουσιαστικό από αυτές. Πράγματι, τη Δευτέρα πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Τουλάχιστον όχι απ' όσα μάθαμε, γιατί οι συναντήσεις αυτές, αν και αφορούν εθνικά θέματα, γίνονται υπό το καθεστώς απόλυτης εμπιστευτικότητας, χωρίς να ανακοινώνεται τίποτα, όπως είχε συμφωνηθεί τον Μάρτιο του 2002, όταν ξεκίνησαν.
Τι (συ)ζητάει κάθε πλευρά
Οι εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι δεν συζητάνε τίποτε άλλο εκτός από την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Οι εκπρόσωποι της τουρκικής κυβέρνησης, ωστόσο, θέλουν μια πιο ευρεία ατζέντα, στην οποία βάζουν κάθε λογής διεκδικήσεις, πολλές από τις οποίες είναι παράνομες και άλλες αφορούν θέματα εθνικής κυριαρχίας. Η κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρη η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, που πάνω-κάτω κινείται σε παρόμοια γραμμή, έχει ξεκαθαρίσει ότι ζητήματα κυριαρχίας της χώρας, όπως η επέκταση των χωρικών της υδάτων, δεν μπαίνουν σε κανένα τραπέζι συζητήσεων. Η Ελλάδα, τονίζουν όλοι, έχει το δικαίωμα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο να τα επεκτείνει, χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Έτσι, από την ελληνική πλευρά η συζήτηση περιορίζεται στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ. Οι Τούρκοι, όμως, ισχυρίζονται, συχνά και με υπονοούμενα, ότι κατά καιρούς στο παρελθόν έχουν συζητηθεί και άλλα θέματα.
Με τις θέσεις των δύο πλευρών δεδομένες, δηλαδή την Ελλάδα να θέλει συζήτηση μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και την Τουρκία για τα πάντα, σε αυτήν τη φάση η ελληνική πλευρά ενδιαφέρεται μόνο για τη διερεύνηση προθέσεων για ενδεχόμενες μελλοντικές διαπραγματεύσεις όσον αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Κοντά σε λύση έχουν υποστηρίξει κατά το παρελθόν ότι βρεθήκαμε μόνο ο Κώστας Σημίτης και ο Γ. Παπανδρέου, καθώς και ο καθηγητής και συνεργάτης τους, Χ. Ροζάκης. Ποτέ, όμως, δεν έγινε γνωστό ποια ήταν η λύση αυτή.
Όσο κυνικοί και να είναι οι πολιτικοί, οι ηγεσίες των κρατών-μελών που προμηθεύουν με όπλα την Τουρκία δεν μπορούν να παραβλέψουν ότι το γεγονός αυτό τους εκθέτει στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, όσο οι Τούρκοι απειλούν να τα στρέψουν εναντίον μιας χώρας της Ε.Ε.
Η σκληρή, η μετριοπαθής και η συμβιβαστική γραμμή
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν αυτοί που δεν θέλουν καθόλου διάλογο με την Τουρκία, όσο αυτή εκφράζει επεκτατικές διαθέσεις σε βάρος της Ελλάδας (πρόκειται για τη σκληρή εθνική γραμμή), αυτοί που θέλουν διάλογο για να κατευνάζεται η Τουρκία και να μην επιτίθεται (οι μετριοπαθείς) και αυτοί που θέλουν διάλογο, θεωρώντας αποδεκτό να υποχωρήσει η Ελλάδα από τις κόκκινες γραμμές της (συμβιβαστική γραμμή). Ενδιάμεσα υπάρχουν κι άλλες αποχρώσεις, αλλά αυτές είναι οι βασικές γραμμές στα ελληνοτουρκικά. Τη σκληρή εθνική γραμμή εκφράζει κυρίως ο πρώην πρωθυπουργός Α. Σαμαράς και αυτή έχει απήχηση σε σημαντικό τμήμα της ΝΔ και όχι μόνο. Υπάρχουν και κάποιοι του παλιού παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και κεντρώοι που έχουν παρόμοιες θέσεις στα ελληνοτουρκικά, καθώς και ένας κόσμος της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς. Η κυβέρνηση κινείται στη μετριοπαθή γραμμή, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ., ενώ τη συμβιβαστική γραμμή υπερασπίζονται think tanks, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ (ο πρόεδρός του, Λουκάς Τσούκαλης, εκφράζει ανοιχτά τέτοιες απόψεις), ένα τμήμα της διεθνιστικής αριστεράς (π.χ. οι «53» του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και της φιλελεύθερης δεξιάς (Ντόρα Μπακογιάννη κ.ά.).
Υπό νέες συνθήκες η επανεκκίνηση
Η επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, γίνεται κάτω από δυσμενέστερες συνθήκες συγκριτικά με τις άλλες, άκαρπες, εξήντα που έχουν προηγηθεί. Η εκτίμησή τους αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι, πέρα από τις παραβιάσεις και τις ασυνήθιστα επιθετικών τόνων απειλές της Τουρκίας το προηγούμενο διάστημα, τις σχέσεις των δύο χωρών επιβαρύνει πλέον και η επίσημη διατύπωση του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας, που αμφισβητεί ανοιχτά τα διεθνώς αναγνωρισμένα και νόμιμα σύνορα, κάτι που δεν επιτρέπει καμία αισιοδοξία. Η κυβέρνηση, ωστόσο, δίνει διαφορετική ερμηνεία και έχει άλλη γραμμή για τις νέες συνθήκες. «Κοιτάξτε πού ήμασταν πέρσι και πού είμαστε φέτος» λένε τα κυβερνητικά στελέχη. «Έχουμε επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα και έχουμε καθορίσει ΑΟΖ με δύο συμφωνίες, έχουμε αναβαθμίσει την άμυνά μας, ενώ έχουμε βάλει τα ζητήματα της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό τραπέζι».
Γιατί δέχτηκαν
Ο κύριος λόγος που η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών είναι γιατί θεωρεί ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει η Τουρκία τις παραβιάσεις, όπως αυτές με το Ορούτς Ρέις. Ο λόγος που η τουρκική κυβέρνηση δέχτηκε είναι ότι αφενός στον Λευκό Οίκο δεν υπάρχει πια ο Τραμπ, με τον οποίον ο Ερντογάν μπορούσε να έχει άμεση επαφή ώστε να του παρέχει κάλυψη, αφετέρου χρειαζόταν ένα πρόσχημα για να αποφύγει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις εν όψει της επόμενης ευρωπαϊκής συνόδου του Μαρτίου.
Το πρόσχημα, όμως, δεν το χρειαζόταν μόνο η Τουρκία αλλά και η Γερμανία και οι χώρες που δεν θέλουν να βάλουν κυρώσεις στην Τουρκία, ώστε να συνεχίσουν μαζί της τις business as usual. Όσο κυνικοί και να είναι οι πολιτικοί, οι ηγεσίες των κρατών-μελών που προμηθεύουν με όπλα την Τουρκία δεν μπορούν να παραβλέψουν ότι το γεγονός αυτό τους εκθέτει στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, όσο οι Τούρκοι απειλούν να τα στρέψουν εναντίον μιας χώρας της Ε.Ε. Προκειμένου, λοιπόν, να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις συναλλαγές τους με την Τουρκία, έπρεπε να την παρουσιάσουν ως «μεταμελημένη» και πρόθυμη για διάλογο. Αυτό χρειαζόταν, βεβαίως, και για να συνεχίσουν τη χρηματοδότησή της από την Ε.Ε. Όλο το προηγούμενο διάστημα η Γερμανία έκανε ό,τι μπορούσε για να συγκρατήσει την κατάσταση, ιδίως την Ελλάδα και την Κύπρο ώστε να μη θέσουν βέτο, αλλά αν η Τουρκία συνέχιζε όπως πριν, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί στο εσωτερικό αν δεν αντιδρούσε.
Που το πάει η Τουρκία
Η Τουρκία κάνει ό,τι θέλει τον διάλογο, ώστε να μη φέρει σε δύσκολη θέση τους συμμάχους της εντός Ε.Ε., κυρίως τη Γερμανία, με σκοπό να επιρρίπτει κάθε φορά στην Ελλάδα την ευθύνη για το (μη) αποτέλεσμα. Για την ώρα, ο Ερντογάν θέλει απλώς τις συναλλαγές με την Ε.Ε., τα όπλα και τα κονδύλια που ζητά για το προσφυγικό, χωρίς να έχει κρύψει τα σχέδιά του να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες ως «ζώνη ασφαλείας» στα πλαίσιο της στρατηγικής του εναντίον των Κούρδων.
Η παρουσία του Ιμπραχίμ Καλίν
Οι πολιτικοί και τα ελληνικά ΜΜΕ έδωσαν μεγάλη σημασία στην παρουσία του εκπροσώπου του Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, στη συνάντηση (δεν ήταν γνωστή από πριν), καθώς και στην αλλαγή του τόπου, που, αντί να γίνει στο ξενοδοχείο όπου είχε συμφωνηθεί, έγινε στην έδρα της προεδρίας. Η ερμηνεία της ελληνικής πολιτικής και διπλωματικής γραφειοκρατίας ήταν ότι έτσι ο Ερντογάν πρόβαλε τη βούλησή του να αναβαθμίσει τις άτυπες συζητήσεις και να επιδείξει ιδιαίτερο προσωπικό ενδιαφέρον.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν από την κυβέρνηση επίσημη και αναλυτική ενημέρωση για όσα συζητήθηκαν στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία. Από το Μέγαρο Μαξίμου, ωστόσο, αρνήθηκαν, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει. Η δικαιολογία είναι ότι αυτές οι συζητήσεις ήταν πάντα μυστικές και ούτε οι άλλες κυβερνήσεις ενημέρωναν τα προηγούμενα χρόνια για τις συζητήσεις που γίνονταν με όρους εμπιστευτικότητας. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι η ελληνική πλευρά κινήθηκε στη γνωστή γραμμή και ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο. Ο επικεφαλής των διερευνητικών, πάντως, ο 79χρονος πρώην διπλωμάτης Π. Αποστολίδης, που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ήταν επικεφαλής της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του, όπως και του Γιώργου Παπανδρέου. Η σημερινή ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. αναγνωρίζει ως μοναδική διαφορά και αντικείμενο διαλόγου την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, με ελαφρώς πιο «πατριωτική» γραμμή από εκείνη των Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου. Ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, δήλωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει ανεπιφύλακτα την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, αλλά δεν δέχεται τη διεύρυνση της ατζέντας με θέματα εθνικής κυριαρχίας». Παρ' όλα αυτά, υποστηρίζει ότι «δεν πρέπει να προεξοφλήσουμε ναυάγιο στις διερευνητικές και να επιδιώξουμε απλώς να κερδίσουμε τη συζήτηση για το blame game που θα ακολουθήσει». Το ΚΚΕ μιλά για «βαθιά εμπλοκή της Ελλάδας στα σχέδια των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.» και το ΜέΡΑ 25 υποστηρίζει πως «η κυβέρνηση του Μητσοτάκη σέρνεται σε διμερείς διαπραγματεύσεις με επιδιαιτησία του Βερολίνου και της Ουάσινγκτον».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια