ΤΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ από την έναρξη του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους δεν θα γιορταστούν με τη λαμπρότητα που προσδοκούσαν πολλοί μετά από μια δεκαετή κρίση που ταλαιπώρησε τη χώρα και τον λαό της. Η πανδημία δεν επιτρέπει πολλά και η μάλλον ατυχής επιλογή της Γιάννας Αγγελοπούλου δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ενώνει τους Έλληνες ή εκπροσωπεί τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Αντιθέτως, υπενθυμίζει στον ελληνικό λαό όλα εκείνα που χαρακτηρίζουν την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, η οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για όσα ακολούθησαν.
Ίσως αυτή η επέτειος, που σχεδόν όλοι λένε ότι θα έπρεπε να είναι μια επέτειος αναστοχασμού, χρειαζόταν περισσότερη σεμνότητα και πνευματικό χαρακτήρα. Μια εορταστική επέτειο με αυτά τα χαρακτηριστικά, άλλωστε, ελάχιστα θα κατάφερνε να πλήξει η πανδημία. Η χώρα δεν είχε γιορτάσει ούτε τα 100 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, γιατί το 1921 έπεφτε μέσα στον Μικρασιατικό Πόλεμο. Αλλά ίσως οι γιορτές και οι επέτειοι δεν είναι τόσο σημαντικές όσο η γνώση της Ιστορίας, που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε καλύτερα τη θέση της Ελλάδας σήμερα.
Περίπου οι ίδιες ξένες δυνάμεις που έπαιξαν ρόλο τότε επηρεάζουν και σήμερα τη μοίρα της, η Τουρκία ονειρεύεται ξανά την οθωμανική αυτοκρατορία, οι «προεστοί» κι αυτοί σχεδόν στον ίδιο ρόλο, διχασμός, πτωχεύσεις και η αιώνια προσπάθεια σύγκλισης με τη Δύση. Και κάπου-κάπου οι Έλληνες να κάνουν ένα «θαύμα», να ξεπερνούν τον εαυτό τους για λίγο και μετά επιστροφή στα ίδια.
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν το πρώτο «θαύμα». Θαύμα ήταν και αυτό που πέτυχε η χώρα στα χρόνια του Ελευθέριου Βενιζέλου, η αντίσταση στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό, το ηρωικό έπος του ’40. Πολλοί ιστορικοί και πολιτικοί επισημαίνουν ως σημαντικό και ότι η Ελλάδα ήταν, για διάφορους λόγους, στη σωστή πλευρά της Ιστορίας στους παγκόσμιους πολέμους, κρίνοντας όχι μόνο από το αποτέλεσμα πάντα.
Αυτό που διεκδικεί η σημερινή ελληνική κυβέρνηση είναι ένας ρόλος «ήρεμης δύναμης» στην ανατολική Μεσόγειο, όπως αναφέρει η πολιτική της ηγεσία, η οποία φιλοδοξεί να χτίσει ένα πλέγμα συμμαχιών με άλλες χώρες στην ευρύτερη περιοχή για να προστατεύσει με αυτόν τον τρόπο τα εθνικά της συμφέροντα.
Σήμερα, το παιχνίδι των γεωπολιτικών συμμαχιών μοιάζει πιο σύνθετο και πιο θολό σε σχέση με το παρελθόν, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι η ιστορική έρευνα έχει ξεκαθαρίσει πολλά πράγματα από αυτά που γνωρίζουμε χάρη σε αυτήν. Μια ειρωνεία της σημερινής πολιτικής συγκυρίας είναι η ισχυρή επιρροή της Γερμανίας στη χώρα μας μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς είναι το πιο ισχυρό κράτος μέσα σε αυτήν, ενώ ιστορικά ήταν σχεδόν πάντα απέναντι στην Ελλάδα και τα συμφέροντά τους συγκρούονταν. Η Γερμανία, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, διατηρεί στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο φανερή, και αυτό είναι κάτι που βλέπουμε σήμερα.
Η Τουρκία έχει σταματήσει τις έμπρακτες προκλήσεις αυτή την περίοδο, μετά και την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από τη διοίκηση των ΗΠΑ, αλλά εξακολουθεί να προκαλεί, μιλώντας για «γαλάζια πατρίδα», σχέδιο με το οποίο διεκδικεί το ελληνικό Αιγαίο και ονειρεύεται τις οθωμανικές κατακτήσεις. Η Γερμανία, που συνήθως είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη όταν πρόκειται για άλλες χώρες, στην περίπτωση της Τουρκίας παραβλέπει τις περισσότερες από τις προκλήσεις της και όχι απλώς την καλύπτει αλλά την εξοπλίζει και στρατιωτικά, προκαλώντας την οργή ακόμα και Γερμανών πολιτικών. Μεταξύ των δύο χωρών υπάρχει και ένα παιχνίδι με το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο χρησιμοποιεί η Τουρκία για να εκβιάζει την Ε.Ε. και να παίρνει χρήματα, ενώ ταυτόχρονα πιέζει και την Ελλάδα.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ, ωστόσο, είναι μια χώρα που δεν έχει βλέψεις εναντίον άλλων χωρών, ούτε μιλά πια κανείς σήμερα όπως παλιά για αλύτρωτες πατρίδες ή τα για «σύνορα της καρδιάς του», όπως μιλά ο Ερντογάν. Ούτε τη «Βόρεια Ήπειρο» διεκδικεί κανείς ούτε την «Πόλη» ή τη Μικρά Ασία, την Ίμβρο και την Τένεδο. Ούτε καν για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, που χάθηκε, δεν μιλούν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Αυτό που διεκδικεί η σημερινή ελληνική κυβέρνηση είναι ένας ρόλος «ήρεμης δύναμης» στην ανατολική Μεσόγειο, όπως αναφέρει η πολιτική της ηγεσία, η οποία φιλοδοξεί να χτίσει ένα πλέγμα συμμαχιών με άλλες χώρες στην ευρύτερη περιοχή για να προστατεύσει με αυτόν τον τρόπο τα εθνικά της συμφέροντα. Όσο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η σημερινή κυβέρνηση είχε από την αρχή ξεκάθαρο στόχο αυτές να περνούν μέσα από το πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων, κάτι που λίγο-πολύ αποτελούσε πολιτική και προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι ήταν η Ελλάδα (και η κυβέρνησή του εννοεί) που επέτρεψε στην Ευρώπη «να διαπραγματεύεται με την Τουρκία από θέση ισχύος», επειδή κατάφερε να φυλάξει τα ελληνικά, άρα και ευρωπαϊκά σύνορα. Αυτό μπορεί να του το αναγνωρίζουν σε έναν βαθμό κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν μοιάζει να το συμμερίζεται καθόλου η Γερμανία.
Άλλωστε, υπάρχει μια μερίδα πολιτικών που όχι απλώς δεν αναγνωρίζει ως θετικό το ότι η Ελλάδα φυλάει τα εξωτερικά ευρωπαϊκά σύνορα αλλά, αντιθέτως, την καταγγέλλουν γι’ αυτό, καθώς και για το ότι δεν επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση όσων θέλουν να εισέλθουν σε αυτήν. Βέβαια, δεν καταγγέλλουν για τον ίδιο λόγο καμία άλλη χώρα, π.χ. τη Γερμανία, που στέλνει αστυνομικούς είτε να φυλάνε τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, για να μη βγει κανένας μετανάστης που θέλει να πάει στη βόρεια Ευρώπη, είτε στα ελληνικά αεροδρόμια, για τον ίδιο λόγο.
Για την ώρα, πάντως, το μεγαλύτερο «εθνικό» πρόβλημα της χώρας είναι η πανδημία, όπως και κάθε άλλου λαού στη γη. Και μπορεί να μην καταφέραμε να απελευθερωθούμε από τον κορωνοϊό στην εθνική μας επέτειο της 25ης Μαρτίου, αλλά οι Γάλλοι κοινοτικοί υπόσχονται ότι αυτό θα επιτευχθεί τη 14η Ιουλίου, στην επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.