Η ΧΩΡΑ ΖΕΙ, σύμφωνα με τους επιστήμονες, την κορύφωση του επιδημικού κύματος, οι διασωληνωμένοι ξεπέρασαν τους 800 αυτή την εβδομάδα, οι ημερήσιες απώλειες λόγω Covid-19 πλησίασαν τις εκατό, αλλά τα περισσότερα μίντια, με το σιγοντάρισμα των πολιτικών, που θέλουν να αναδείξουν «θετικές ειδήσεις», ανεβάζουν καθημερινά την παράσταση «Πάσχα στο χωριό», σαν να πηγαίνουν όλα καλά.
Η μόνη χαραμάδα φωτός σε όλο αυτό το ζοφερό τοπίο της πανδημίας που μπορεί να δει κανείς είναι στην κορύφωση, που συνήθως ακολουθείται από την κάμψη, εάν δεν γίνει κάτι πιο τραγικό και η κατάσταση δεν ξεφύγει, φυσικά.
Η κυβέρνηση, που δεν θέλει άλλες «κακές ειδήσεις», οι οποίες όμως προκύπτουν από τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας μας, προσβλέπει ακριβώς σε αυτή την πτώση που, θεωρητικά τουλάχιστον, αναμένεται να ακολουθήσει τις επόμενες μέρες, εάν δεν υπάρξουν νέες εστίες ανάφλεξης. Πόσο δεδομένο, όμως, μπορεί να είναι αυτό, όταν είναι προφανές σε όλους ότι η συμμόρφωση των πολιτών στα μέτρα έχει μειωθεί αισθητά;
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση προωθεί ή επιτρέπει στην πράξη τη χαλάρωση των μέτρων για να μη δυσαρεστηθεί το κομμάτι της κοινωνίας που ενοχλείται από αυτά, όπως διαπιστώνει στις δημοσκοπήσεις. Βέβαια, το άλλο μισό κομμάτι της κοινωνίας, όπως καταδεικνύουν οι ίδιες δημοσκοπήσεις, ενοχλείται από τη μη επιτήρηση των μέτρων, καθώς και από τη χαλάρωσή τους.
Αυτή είναι και η βασική αιτία των αντιφατικών μηνυμάτων που εκπέμπει κάθε τόσο η κυβέρνηση. Βέβαια, όταν προσπαθείς να τους ικανοποιήσεις όλους, υπάρχει ο κίνδυνος να μην ικανοποιήσεις κανέναν και να τους στρέψεις όλους εναντίον σου.
Εντός των νοσοκομείων η ατμόσφαιρα θυμίζει πόλεμο, αλλά, εκτός, πολύς κόσμος ερμηνεύει τα ανοίγματα ως σύνθημα για προσωπική χαλάρωση και ένα μέρος του νεότερου πληθυσμού έχει αρχίσει τα πάρτι, εκμεταλλευόμενο τη «λευκή απεργία» που κάνουν πολλοί αστυνομικοί.
Σε τι άλλο ελπίζει η κυβέρνηση;
Αυτοί που έχουν κολλήσει τον ιό, έχοντας αποκτήσει φυσική ανοσία, σε λίγο θα πλησιάζουν το ένα εκατομμύριο. Αυτό, μαζί με την επιτάχυνση του ρυθμού των εμβολιασμών, τη βελτίωση του καιρού και τα self-tests, ελπίζει ότι θα συμβάλει στην υποχώρηση του επιδημικού κύματος, με προοπτική τον Ιούνιο να έχει σβήσει και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού να έχει επιτευχθεί η συλλογική ανοσία του πληθυσμού.
Η χαλάρωση των μέτρων, ωστόσο, μπορεί να υπονομεύσει τους στόχους, ακόμα και το άνοιγμα του τουρισμού, που είναι η πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα, λόγω του ρόλου της στην ελληνική οικονομία. Ένα από τα προβληματικά σημεία της αντιμετώπισης της πανδημίας στη χώρα μας, όμως, είναι ότι ούτε η λήψη των μέτρων ούτε η χαλάρωσή τους συνοδεύτηκε από τεκμηριωμένες αναλύσεις για την επίδρασή τους στην εξέλιξη της πανδημίας.
Εντός των νοσοκομείων η ατμόσφαιρα θυμίζει πόλεμο, αλλά, εκτός, πολύς κόσμος ερμηνεύει τα ανοίγματα ως σύνθημα για προσωπική χαλάρωση και ένα μέρος του νεότερου πληθυσμού έχει αρχίσει τα πάρτι, εκμεταλλευόμενο τη «λευκή απεργία» που κάνουν πολλοί αστυνομικοί, καθώς είναι δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση, που θεωρεί ότι τους άφησε ακάλυπτους μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να μη βρίσκεται σε κακή θέση στην κατάταξη των κρατών-μελών της Ε.Ε., σε μεγάλο βαθμό λόγω της επιτυχούς διαχείρισης του πρώτου κύματος, που είχε λιγότερους νεκρούς από τις περισσότερες χώρες, και αυτό κρατάει ακόμα τον μέσο όρο, χάριν συμψηφισμού, σε όχι μεγάλα ύψη και της χαρίζει μια σχετικά καλή εικόνα προς τα έξω. Σύμφωνα με τα στοιχεία, όμως, τον περασμένο μήνα η Ελλάδα κατέγραψε περισσότερους θανάτους (ανά 100.000) από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία.
ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, όπως επισημαίνεται και στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, η χώρα παραμένει υποβαθμισμένη, με πολύ χαμηλή ανάπτυξη μεταξύ των υπολοίπων κρατών-μελών, και η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα την κατάσταση. «Σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2007 η Ελλάδα υπολειπόταν των μέσων όρων της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης κατά 11,8% και 23,4% αντίστοιχα, ενώ το 2019 οι αποκλίσεις αυτές ανήλθαν σε 36,6% και 43,2%. Η θέση της χώρας επιδεινώθηκε, από τη 14η θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. που κατείχε το 2007, στη 18η το 2019».
Οι στόχοι του οικονομικού επιτελείου, όπως αυτοί παρουσιάζονται, είναι να αυξηθούν η παραγωγή και οι επενδύσεις και να μειωθεί το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων. Το ευρωπαϊκό πακέτο στήριξης της οικονομίας λόγω πανδημίας, πάντως, είναι αμφίβολο αν θα γίνει αντιληπτό από την κοινωνία όταν «πέσει στην αγορά». Αυτό που μετά βεβαιότητας παρατηρείται όμως, ήδη, εδώ και καιρό, είναι ο τεράστιος συνωστισμός στις αυλές όσων θα το διαχειριστούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που παλεύει, χωρίς επιτυχία, να εισπράξει κάτι από την κυβερνητική φθορά, παρουσίασε το δικό του οικονομικό πρόγραμμα, το οποίο ούτε ενθουσίασε ούτε έκανε τη διαφορά, παρότι η ηγεσία του κόμματος επέμενε ότι αυτήν τη φορά είναι κοστολογημένο (και την προηγούμενη φορά, βέβαια, το ίδιο έλεγαν). Έτσι, περισσότεροι ασχολήθηκαν με την απουσία του Ευκλείδη Τσακαλώτου από την παρουσίαση του οικονομικού προγράμματος παρά με το πρόγραμμα καθαυτό, που θεωρήθηκε από πολλούς, ακόμα και μέσα στο κόμμα, αδιάφορο.
Ο Τσακαλώτος, που θεωρείται περίπου άτυπος αρχηγός της «Ομπρέλας» ή, τουλάχιστον, ηγετική φυσιογνωμία του εσωτερικού συνασπισμού των μη προεδρικών τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, κατά πολλούς ήταν αυτός που κράτησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, καθώς ήταν ο «μόνος που ήξερε οικονομικά» και τον έπαιρναν στα σοβαρά η Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Κατ’ άλλους (όπως ο Πολάκης), η οικονομική πολιτική του ήταν αυτή που οδήγησε τον κόσμο στη Νέα Δημοκρατία και αποτέλεσε την αιτία για να χάσουν τις εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, ισχυριζόταν ότι από το 2018 η χώρα είχε βγει από τα μνημόνια και μπορούσε να αποφασίζει ελεύθερη, όπως επίσης διαφήμιζε το «μαξιλάρι» των δισεκατομμυρίων που έλεγε (ειδικά απ’ όταν αποχώρησε από την εξουσία) ότι μπορούσαν να διατεθούν υπέρ της βελτίωσης των συνθηκών του λαού και της ανόρθωσης της οικονομίας. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς γιατί μέσα σε αυτόν τον χρόνο (2018-19) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν χρησιμοποίησε τίποτε από όλα αυτά, αλλά η συνήθης απάντηση είναι ότι δεν πρόλαβαν.
ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ, αυτό που συγκλόνισε (και) την πολιτική ζωή της χώρας την περασμένη εβδομάδα, μετά το σοκ Φουρθιώτη, ήταν η δολοφονία του αστυνομικού συντάκτη του Star, Γιώργου Καραϊβάζ. Έκθεση της ΕΥΠ που συντάχθηκε επί Γιάννη Ρουμπάτη μετά από παρακολουθήσεις την περίοδο 2015-2016, σύμφωνα με το αστυνομικό ρεπορτάζ και όσα γράφτηκαν, ρίχνει φως στις σχέσεις του δημοσιογράφου με κάποιους παράνομους, που στη συνέχεια δολοφονήθηκαν.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, εν ενεργεία αστυνομικοί και απόστρατοι, μαζί με δικηγόρους και επιχειρηματίες της νύχτας, κάλυπταν σωματέμπορους και παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες. Το κύκλωμα αυτό, όπως αναφέρει το αστυνομικό ρεπορτάζ επικαλούμενο την έκθεση της ΕΥΠ, είχε και ευρύτερες προεκτάσεις. Σε αυτό εμπλεκόταν, επίσης, ένας βουλευτής των ΑΝ.ΕΛ. και ένας δημοσιογράφος.
Όσον αφορά τις αποκαλύψεις σχετικά με την υπόθεση Φουρθιώτη, μαζί με την παραδοχή του πρώην υπουργού Εργασίας ότι τελικά αυτός εισέπραξε αρκετές χιλιάδες ευρώ πριν τον πιάσουν (κάτι που απέκρυπτε για καιρό ο κ. Βρούτσης), αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ίδιο κόλπο μπορεί να έχει κάνει μεγάλος αριθμός πολιτών.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Εργασίας, υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου είχαν επισημάνει εγκαίρως στον κ. Βρούτση ότι η διάταξή του για τις αποζημιώσεις μισθού λόγω πανδημίας είχε παράθυρα, τα οποία μπορούσε να εκμεταλλευτεί κάθε επιτήδειος, αλλά εκείνος τους αγνόησε. Έτσι, άφησε τη δυνατότητα σε κάποιους να εισπράττουν τεράστια ποσά, χωρίς να τα δικαιούνται και χωρίς να ελέγχονται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τους άφηνε τη δυνατότητα να τροποποιούν τον μισθό τους, όπως έκαναν κάποιοι, αυξάνοντάς τον.
Ο διάδοχος του κ. Βρούτση, ο κ. Χατζηδάκης, έχει δεσμευτεί ότι θα γίνει έλεγχος και θα επιστραφούν τα ποσά, αλλά, αφενός, αν δεν συμβεί στην πράξη, τα λόγια των πολιτικών από μόνα τους δεν αποτελούν εγγύηση, αφετέρου η κυβέρνηση πρέπει να αναζητήσει όλα τα χρήματα που έχουν δοθεί με αυτόν τον τρόπο και να δώσει τα στοιχεία στη δημοσιότητα. Οι εργαζόμενοι, ωστόσο, λένε ότι δεν υπάρχει προσωπικό για να γίνει κάτι τέτοιο άμεσα (εξού και τα προβλήματα με τις συντάξεις), αλλά αυτό, σε κάθε περίπτωση, είναι πρόβλημα της κυβέρνησης, που οφείλει να λύσει.