Τουλάχιστον δεν χρεώθηκε ο θάνατός του στον κορωνοϊό, μετατρέποντάς τον σε σύμπτωμα και σε στατιστική μιας αρρωστημένης χρονιάς – κάτι είναι κι αυτό. Όχι ότι βοηθάει και πολύ στην αργή και επίπονη διαδικασία συνειδητοποίησης αυτής της είδησης που τόσο βαριά έπεσε απόψε σ’ ένα ήδη βεβαρημένο παγκόσμιο κλίμα. Ο κόσμος χωρίς τον Ντιέγκο; Πού ακούστηκε;
Ο Μαραντόνα πέθανε έναν μήνα αφότου έκλεισε τα εξήντα, κάνοντας μας τότε να πιστέψουμε ότι παρά την ευάλωτη εδώ και τόσα χρόνια κατάσταση της υγείας του, αφού έφτασε ως εδώ, μπορεί να ζήσει για πάντα, μπορεί και να μας θάψει όλους. Εμάς ειδικά, που τον θυμόμαστε από πάντα σχεδόν, που ήμασταν εκεί ως περιδεείς θεατές, σε ολόκληρη την ποδοσφαιρική του πορεία αλλά και στην άγρια εξωγηπεδική σαπουνόπερα της ζωής του, θα μας πάρει λίγο καιρό μέχρι να κρυώσει το τραύμα.
Δεν υπήρξε για μας ποτέ το «αιώνιο» δίλημμα Πελέ ή Μαραντόνα. Τον Πελέ ουσιαστικά μόνο ως «μπάρμπα Θωμά» της FIFA τον προλάβαμε και τα κατορθώματά του ήταν μια ασπρόμαυρη αφήγηση των προηγούμενων γενεών.
Με την «μπάλα κάτω» τουλάχιστον (εκεί όπου ανήκει), ο Ντιέγκο ήταν ο υπέρτατος όλων, τελεία και παύλα. Όχι ότι δεν το είχε και με πάσης φύσεως αεροπλανικά κόλπα. Ήταν το τέλειο, υβριδικό δεκάρι καθώς εφορμούσε με το παράταιρο «κοντόχοντρο» σουλούπι και το χαμηλό κέντρο βάρους που του επέτρεπε να ελίσσεται με την μπάλα κολλημένη στα πόδια του (σα να μην μπορεί να αποχωριστεί τον ιδιοφυή γητευτή που της έτυχε), και να μην τον προλαβαίνει το ανθρώπινο βλέμμα παρότι ήταν διαρκώς συγκεντρωμένο πάνω του σε όλους τους αγώνες, ακόμα και σε εκείνους που δεν ήταν στη μέρα του. Δεν είχε σημασία, όλο και κάτι ενδιαφέρον, προβοκατόρικο και ξεσηκωτικό θα σκαρφιζόταν να κάνει. Τέτοιο ήταν το εκτόπισμα της σαγηνευτικά «αμφιλεγόμενης» προσωπικότητας του μέσα και έξω από τα γήπεδα.
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα Φράνκο (το τελευταίο είναι το μητρικό του) γεννήθηκε το 1960 στις λαϊκές φτωχογειτονιές του Λανούς στο νότιο τμήμα του Μπουένος Άιρες και πέθανε στην άλλη άκρη της πόλης –σε έναν άλλο εντελώς κόσμο– στο πλούσιο, παραθαλάσσιο, τουριστικό Τίγκρε που βρίσκεται στα βόρεια της πρωτεύουσας της Αργεντινής. Και μόνο αυτή η απόσταση που διένυσε μοιάζει δυσθεώρητη (κοινωνικά, ταξικά κ.λπ.), ενδιάμεσα όμως είχε κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο (κυριολεκτικά στην περίπτωση της κατάκτησης του Παγκοσμίου Κυπέλου του 1986) και είχε περιπλανηθεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ειδικά μετά την άδοξη (και μακρά) λήξη της καριέρας τους ως ποδοσφαιριστή και την έναρξη της προπονητικής του σταδιοδρομίας, που αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, ένα περίεργο ταξίδι που τον έφερε από το τιμόνι της εθνικής της χώρας του στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κι από την Λευκορωσία στην χώρα των Narcos, στο Κουλαχάν της επαρχίας Σιναλόα στο βορειοδυτικό Μεξικό.
Ήταν από τον λαό και για τον λαό. Από την άλλη, απήλαυσε όσο πιο έντονα και ανεύθυνα γινόταν την μεγάλη ζωή, τις σπατάλες, τις κραιπάλες και τις «παράπλευρες απώλειες» της τρελής φήμης (όπως το παιδί που είχε κάνει στη Νάπολη και δεν το αναγνώρισε παρά αρκετά χρόνια αργότερα). Εν ολίγοις, δεν είχε τίποτα από την αύρα αγιοσύνης που περιβάλλει συνήθως τους λαϊκούς αγωνιστές.
Πέρα από κορυφαία φυσιογνωμία του ποδοσφαιρικού σύμπαντος, ο Μαραντόνα ήταν ένα τεράστιο λαϊκό είδωλο κι ένα σύμβολο του αιώνιου θριάμβου της ανθρώπινης αδυναμίας, των εξαρτήσεων, των εθισμών. Όσο για την ανάδειξή του σε πολιτικό σύμβολο εξαιτίας της προβεβλημένης σχέσης του με τον Φιντέλ Κάστρο ή με τον Ούγκο Τσάβεζ, λυπάμαι, αυτό δεν το κατάπια ποτέ. Ο Μαραντόνα προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα που στήριξαν τον «περονισμό», γεγονός που εξηγεί ίσως τα πιο «φανφαρόνικα» στοιχεία του χαρακτήρα του.
«Προστάτης των αδυνάτων» υπήρξε πάντως με τον τρόπο του, επειδή πάντα τον διέκρινε μια αυθεντική ενσυναίσθηση των καημών της φτωχολογιάς. Ήταν από τον λαό και για τον λαό. Από την άλλη, απήλαυσε όσο πιο έντονα και ανεύθυνα γινόταν την μεγάλη ζωή, τις σπατάλες, τις κραιπάλες και τις «παράπλευρες απώλειες» της τρελής φήμης (όπως το παιδί που είχε κάνει στη Νάπολη και δεν το αναγνώρισε παρά αρκετά χρόνια αργότερα). Εν ολίγοις, δεν είχε τίποτα από την αύρα αγιοσύνης που περιβάλλει συνήθως τους λαϊκούς αγωνιστές.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πιο σημαντική του προσφορά είναι ίσως ότι λειτούργησε ως υγιές αντίβαρο στην προτεσταντική υποκρισία της κυρίαρχης κουλτούρας του (βορειο)αμερικανισμού. Σημαντική του επίσης προσφορά στην κουλτούρα είναι ο ειλικρινής τρόπος με τον οποίο έχει μιλήσει για τον εθισμό του στην κόκα, τονίζοντας πάντα στις σχετικές συνεντεύξεις του ότι το χειρότερο από όλα ήταν αυτή η βαθιά θλίψη, η παραλυτική πικρία («la amargura», όπως έλεγε) που σε καθηλώνει και σε στέλνει στα τάρταρα όταν φύγει η διέγερση και η σεροτονίνη πέσει στο μηδέν.
Έγινε μεγάλο θέμα μετά την είδηση του θανάτου του, το γεγονός ότι πέθανε την ίδια μέρα (25 Νοεμβρίου) με τον Φιντέλ. Πολύ πιο σημαδιακή όμως (και «σατανική») είναι η σύμπτωση της ημερομηνίας θανάτου του με αυτή του Τζορτζ Μπεστ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την ίδια μέρα πριν από δεκαπέντε χρόνια, μερικούς μήνες πριν κλείσει κι αυτός τα εξήντα. Ο Τζορτζ Μπεστ όμως ήταν σα να είχε χαθεί δεκαετίες πριν, ενώ ο Ντιέγκο Μαραντόνα, με κάποιον τρόπο, βρισκόταν πάντα δυο βήματα από την δημοσιότητα (καλή ή κακή), για να μας θυμίζει ότι με τίποτα δεν είναι άγιος, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι θεός – αυτός ο αμαρτωλός Θεός που σκιαγραφεί ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στους «Καθρέφτες»:
Τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα τον λάτρευαν όχι μόνο για τα υπέροχα ακροβατικά του, αλλά και γιατί ήταν ένας τρωτός θεός, αμαρτωλός, ο πιο ανθρώπινος των θεών. Μπορούσες εύκολα να αναγνωρίσεις στο πρόσωπό του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες συρρικνωμένες, ή τουλάχιστον τις αρσενικές αδυναμίες: ήταν γυναικάς, κοιλιόδουλος, πότης, απατεώνας, ψεύτης, φανφαρόνος, ανεύθυνος. Όμως οι θεοί, όσο ανθρώπινοι κι αν είναι, δεν βγαίνουν ποτέ στη σύνταξη. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο ανώνυμο πλήθος απ’ όπου είχε βγει. Η δόξα, που τον είχε βγάλει από τη φτώχεια, τον κρατούσε φυλακισμένο. Ο Μαραντόνα ήταν καταδικασμένος να παριστάνει τον Μαραντόνα, ήταν υποχρεωμένος να είναι το αστέρι σε κάθε γιορτή, το μωρό σε κάθε βάφτιση και ο νεκρός σε κάθε κηδεία. Η δόξα είναι ένα ναρκωτικό που προκαλεί μεγαλύτερη καταστροφή απ’ ό,τι η κοκαΐνη. Στις αναλύσεις αίματος και ούρων δεν ανιχνεύεται.
Έχω την εντύπωση ότι μόνο με γλαφυρούς, λυρικούς και αφηρημένους όρους μπορείς να πιάσεις κάτι από την ουσία και την επίδραση του Μαραντόνα. Στο δικό μου μυαλό πάντως έχουν κολλήσει για πάντα οι ύμνοι που είχε εμπνεύσει στους οπαδούς της Νάπολι, όπως μας τα μετέδιδαν από κασέτες διάφορα παιδιά από εκεί με τα οποία κάναμε παρέα τα καλοκαίρια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’80 στην Κεφαλονιά: «Oh mamma mamma mamma (τρις), sai perché mi batte el corazon, ho visto Maradona (δις), eh mamma! innamorato son». Mαμά, καρδιά, Μαραντόνα και αιώνια αγάπη από την πόλη που όταν ο θεός Ντιέγκο της χάρισε το πρώτο της πρωτάθλημα, έξω από τα νεκροταφεία κρεμάστηκαν πανό που έγραφαν, οικτίροντας τους νεκρούς: «Δεν ξέρετε τι χάσατε».