ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ σήμερα στην εισαγωγική τοποθέτηση του στο υπουργικό συμβούλιο, αναφερόμενος στη διαχείριση της πανδημίας και την άρση των περιορισμών που συζητάνε κάποιοι, είπε τα αυτονόητα: ότι δεν πρέπει να μιλάμε με ημερομηνίες, αλλά με δεδομένα.
Απευθυνόμενος προς τους υπουργούς είπε ότι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί στις αποφάσεις που θα πάρουν, λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις των ειδικών, και ότι ο δρόμος αυτός μπορεί να φανεί πιο αργός, αλλά θα είναι πιο σίγουρος και ασφαλής. Δήλωσε, τέλος, ότι αυτός θα πρέπει να είναι ένας δρόμος χωρίς πισωγυρίσματα. Το τελευταίο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως αυτοκριτική για την κυβέρνηση, καθώς τα πισωγυρίσματα ήταν αυτά που χαρακτήρισαν την πορεία της διαχείρισης της πανδημίας μετά την επιτυχία της πρώτης φάσης.
Δυστυχώς, παρά τη θετική προβολή που έδωσε στη χώρα η ορθή διαχείριση της περασμένης άνοιξης, η οποία συνέβαλε και στο να διασωθεί ένα κομμάτι του τουρισμού και να μην καταστραφεί εντελώς, όπως σε άλλες χώρες, η κυβέρνηση, πιεζόμενη προφανώς από την αγορά και θεωρώντας ότι έχει τα περιθώρια, άλλαξε την επιτυχημένη συνταγή της, με την πεπατημένη των υπόλοιπων Ευρωπαίων.
Είναι γεγονός ότι ένα μέρος των Ελλήνων γκρίνιαζαν με τα αυστηρά μέτρα και δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για το ενδεχόμενο ενός νέου lockdown. Άλλοι επειδή το θεωρούσαν «χούντα» ή «περιστολή ελευθεριών» και άλλοι επειδή «πλήττει την οικονομία και θα φέρει φτώχεια, ανεργία» κ.λπ.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην προστασία της οικονομίας και της δημόσιας υγείας, μην επιβάλλοντας εξίσου αυστηρά μέτρα κι επιλέγοντας ηπιότερα, τα οποία όμως δεν έφεραν αποτέλεσμα, ενώ το δεύτερο κύμα ήταν σφοδρότερο από το πρώτο.
Τι από όλα αυτά έγιναν για την αντιμετώπιση του δεύτερου και σφοδρότερου κύματος; Σχεδόν τίποτα. Αυτήν τη φορά η Ελλάδα δεν έσπευσε να εφαρμόσει πρώτη αυστηρά μέτρα, αλλά καθυστέρησε. Δεν υπήρξαν καμπάνιες για να ενημερώσουν για τον μεγαλύτερο κίνδυνο που ερχόταν. Πολύ περισσότερο δεν έγιναν στοχευμένες καμπάνιες για τους νέους, ώστε να τους ευαισθητοποιήσουν.
Στην κυβέρνηση μιλούν συχνά για κόπωση της κοινωνίας αλλά η κόπωση των αρμοδίων ήταν πιο αισθητή. Τίποτα δεν δούλεψε μετά το καλοκαίρι, όπως δούλευε πριν. Στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων κάποιοι, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, ήταν δυσαρεστημένοι και αυτό φάνηκε από τις διαρροές που υπήρχαν σε διάφορα ΜΜΕ. Οι υπουργοί έλεγαν ότι συμβουλεύονται τους ειδικούς, αλλά οι ειδικοί έλεγαν ότι αυτοί απλώς εισηγούνται και οι υπουργοί αποφασίζουν με βάση και άλλους παράγοντες όπως τους οικονομικούς κ.λπ.
Ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, εμφανώς δυσαρεστημένος, ίσως και πικραμένος (πάλι δεν ξέρουμε τους λόγους, πλην των επιθέσεων που δέχθηκε, αλλά δεν μοιάζει να είναι επαρκής αυτός ο λόγος) δεν θέλησε να έχει τον ρόλο που είχε στην αρχή και ο οποίος συντέλεσε ουσιαστικά στην τότε αποτελεσματική αντιμετώπιση.
Η κυβέρνηση το φθινόπωρο πήρε μέτρα τα οποία αφενός ήταν ηπιότερα, αφετέρου αδυνατούσε να τα επιβάλλει. Στη Θεσσαλονίκη η τοπική αυτοδιοίκηση τον Οκτώβριο αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις συστάσεις της για περιορισμούς και η κεντρική διοίκηση υποχώρησε. Ήταν η ίδια η κυβέρνηση σε πολλές περιπτώσεις που δεν ακολούθησε όσα έλεγε, δίνοντας το λάθος παράδειγμα.
Ο πρωθυπουργός είναι αλήθεια ότι έκανε αυτοκριτική στη Βουλή κατά τη συζήτηση των αρχηγών για την πανδημία και παραδέχτηκε κάποια λάθη. Μένουν, ωστόσο, αναπάντητα πολλά ερωτήματα και κυρίως το γιατί εγκατέλειψε τη συνταγή της επιτυχίας, όταν ο ίδιος έλεγε ότι χωρίς επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας δεν θα δουλέψει ούτε η οικονομία.
Ιδού τι έλεγε μόλις τον περασμένο Μάιο, όταν όλοι τον ρωτούσαν πώς τα κατάφερε η Ελλάδα: «... Όσο καλύτερα τα πας στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, τόσο ταχύτερα θα έρθει και η ανάκαμψη της οικονομίας». «... Λάβαμε τις πρώτες αποφάσεις πριν καν καταγραφεί το πρώτο κρούσμα. Ανακοινώσαμε την ακύρωση των μεγάλων καρναβαλικών εκδηλώσεων στην πόλη της Πάτρας», αγνοώντας τις έντονες επικρίσεις (σ.σ. κάτι που δεν έγινε με τη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο).
«...Υποθέτω ότι ήμασταν περίπου δύο εβδομάδες μπροστά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στη λήψη αποφάσεων, τις οποίες ήταν εμφανές ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να λάβουμε. Επομένως, η δική μου επιλογή από τα πολύ αρχικά στάδια ήταν πως αν κάτι πρέπει να γίνει, είναι καλύτερο να γίνει νωρίς, αντί να γίνει καθυστερημένα. Ενημερώσαμε τους πολίτες με πολύ ξεκάθαρα μηνύματα και δώσαμε το λόγο στους ειδικούς. Δεν κάνω εγώ τις καθημερινές ενημερώσεις, τις κάνει ο επικεφαλής της επιτροπής των ειδικών επιστημόνων υγείας μαζί με τον επικεφαλής της πολιτικής προστασίας. Απευθύνθηκα στους πολίτες επτά φορές με τηλεοπτικά μηνύματα εξηγώντας τι ακριβώς είναι αυτό που κάνουμε από τα πρώτα κιόλας βήματα...».
Τι από όλα αυτά έγιναν για την αντιμετώπιση του δεύτερου και σφοδρότερου κύματος; Σχεδόν τίποτα. Αυτήν τη φορά η Ελλάδα δεν έσπευσε να εφαρμόσει πρώτη αυστηρά μέτρα, αλλά καθυστέρησε. Δεν υπήρξαν καμπάνιες για να ενημερώσουν για τον μεγαλύτερο κίνδυνο που ερχόταν. Πολύ περισσότερο δεν έγιναν στοχευμένες καμπάνιες για τους νέους, ώστε να τους ευαισθητοποιήσουν π.χ. με καλλιτέχνες ή αθλητές που μιλάνε στη γλώσσα τους και τους θαυμάζουν. Δεν υπήρξαν καθημερινές ενημερώσεις με τον επικεφαλής της επιτροπής και όλοι οι υπόλοιποι δεν μπόρεσαν να τον αντικαταστήσουν εξίσου αποτελεσματικά, τουλάχιστον στο επικοινωνιακό μέρος.
Με δυο λόγια, η κυβέρνηση είχε την πετυχημένη συνταγή και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να την επαναλάβει βελτιωμένη (καθώς είχε και τον χρόνο για καλύτερη προετοιμασία). Αντί γι' αυτό, όμως, επέλεξε να την αλλάξει με μια στρατηγική της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν έχουμε κατανοήσει ακριβώς, αλλά κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αυτή δεν δούλεψε.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάποιοι αρνούνται ακόμα και τώρα να καταλάβουν ότι το να βάζεις την οικονομία μπροστά από τη δημόσια υγεία δεν θα φέρει το αποτέλεσμα που θέλουν σε κανέναν τομέα. Ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δημοσιεύματα στα ξένα ΜΜΕ περί αποτυχημένης διαχείρισης του δεύτερου κύματος στην Ελλάδα. Κέρδισε κάτι η οικονομία που να το αξίζει αυτό; Θα κερδίσει έτσι ο τουρισμός μήπως; Ποιος τομέας ακριβώς κερδίζει όταν αποφασίζεις να θυσιάσεις τη ζωή εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων για να μη χάσει η οικονομία;
Αυτά είναι μάλλον απλά πράγματα και τα έλεγε η ίδια η κυβέρνηση. Το ερώτημα που παραμένει είναι γιατί άλλαξε. Αυτό δεν έχει εξηγηθεί. Οι επιστήμονες της επιτροπής έλεγαν ότι ελέγχουν τον δείκτη μεταδοτικότητας, τον περίφημο R, και μόλις θα ξεπερνούσε το 1, θα μπορούσαμε να το μαζέψουμε αμέσως. Ξαφνικά, προς το τέλος του καλοκαιριού, σταματήσαμε να ακούμε για αυτόν, ενώ είχε περάσει το 1. Τα νοσοκομεία γέμιζαν, οι ΜΕΘ γέμιζαν, τα μαζικά τεστ στον πληθυσμό που θα γίνονταν στη δεύτερη φάση δεν έγιναν, μέχρι που φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα. Στο όριο. Με μεγάλη αγωνία να μην το περάσουμε και με συντριβή για τους ανθρώπους που χάνονται άδικα, καθημερινά σαν να είμαστε σε πόλεμο.
Αυτές τις μέρες είδαμε να αρχίζει δειλά κι ένα είδος blame game. Καλό σημάδι δεν το λες. Ας ελπίσουμε τώρα, που ο πρωθυπουργός επανέλαβε τα αυτονόητα, να σαλπίσει την αλλαγή ρότας και να πάμε ξανά όπως στην αρχή. Για να μην έχει ο θάνατος την τελευταία λέξη, που έλεγε και ο Σωτήρης Τσιόδρας.