ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ από την πρώτη καραντίνα.
Ήμουν, βλέπετε, η μόνη γιατρός της παρέας κι έπρεπε να εξηγώ στις παλιές μου συμμαθήτριες τους όρους «πανδημία», «φορτίο», «μετάδοση», «αυτοάνοσο». Αντίθετα, έπαιζαν στα δάχτυλα έννοιες όπως «μοναξιά», «απομόνωση», «χήρες» και «ζωντοχήρες» με παιδιά ξενιτεμένα στα πέρατα του κόσμου.
Αυτή η χαλαρή και άτυπη ομάδα είχε σχηματιστεί γύρω από την παλιά μας καθηγήτρια των Γαλλικών, τη μαντάμ Ιρέν. Μας ένωσε μαθαίνοντάς μας τους καταραμένους και απαγορευμένους Γάλλους ποιητές σε ένα συντηρητικό μεγαλοαστικό σχολείο της Αθήνας, πίσω από τις πλάτες του συλλόγου καθηγητών ‒ είμαστε ίσως τα μόνα δεκαοκτάχρονα που αποφοίτησαν, σε εποχή μεγάλης καταστολής βέβαια, γνωρίζοντας την ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν και τα αμφίθυμα ως προς το φύλο κείμενα της Ντε Μποβουάρ ή του Προυστ ή και τα εμφανώς queer τραγούδια της Μπαρμπαρά.
Μετά το σχολείο μαζευόμαστε στο σπίτι της για τσάι και τις μικρές μαντλέν που έφτιαχνε μόνη της ‒ ήταν, βλέπετε, τα μπισκότα που έδινε η γιαγιά του στον Προυστ στον 1ο τόμο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Το σπίτι ήταν στον Λυκαβηττό, ένα δυάρι στον ακάλυπτο του υπογείου: τίποτε δεν εμπόδιζε τη θέα σε όλη την Αθήνα, ως τη θάλασσα. Δεν ξέρω τι μας κράτησε ενωμένες, αλλά τα τελευταία χρόνια πριν από το γηροκομείο, πότε η μία, πότε η άλλη, τη φροντίζαμε και η χαρά της ήταν να μας χαρίζει βιβλία, κατάλοιπα της πατρικής κληρονομιάς.
Τόσοι θάνατοι μέσα στη ζωή και τόσες ζωές μέσα στον θάνατο, γιατί όταν η ζωή εκφυλίζεται σε μια ψευτοζωή επανάληψης του ίδιου, μόνο η γνώση του βέβαιου θανάτου σε κάνει να ξαναρχίζεις κάθε φορά να ζεις μόνο για το τώρα.
Όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα, φροντίσαμε να μπει εκεί, μια και κανείς συγγενής δεν της είχε απομείνει. Είπαν ότι ήταν ένας νοσοκόμος που της κόλλησε τον ιό μετά από ένα ξεσάλωμα σε γλέντι γαμήλιο στην Ελασσόνα. Ο θεός της γαλλικής ποίησης τής χάρισε ένα σχετικά γρήγορο τέλος, μια και ήταν πολλαπλώς σε ομάδα υψηλού κινδύνου: η ηλικία, τα γλυκά, η πίεση.
Την ημέρα της εκφοράς τα πράγματα είχαν βαρύνει πολύ στην Αθήνα, όλοι πια μιλούσαν για μάσκες, αποστάσεις και σταγονίδια, καθώς την αποχαιρετούσαμε στο Πρώτο Νεκροταφείο ‒ είχε βλέπετε οικογενειακό τάφο, τελευταία κατιούσα της παλιάς και ξεπεσμένης οικογένειάς της από την Τεργέστη.
Γύρισα σπίτι με τόσο ανακατεμένα αισθήματα ‒ τι ήταν αυτή η αίσθηση του επείγοντος πίσω από τη θλίψη και τις αναμνήσεις; Η ανιψιά μου είχε υψηλές διασυνδέσεις και μου το είχε δηλώσει μερικές μέρες πριν: «Αν θέλεις να πας στο Πήλιο, φύγε αμέσως, θα κλείσουν όλα, ακόμα και η μετακίνηση από νομό σε νομό».
Ήταν Δευτέρα πριν από το πρώτο lockdown και το ξέραμε και οι δύο ότι δεν επρόκειτο να πάω να ζήσω εκεί, όπως ισχυριζόμουν συνεχώς, μπλοκαρισμένη σε ανειλημμένες υποχρεώσεις και σε καθεστώτα συνήθειας και επανάληψης. Αυτά που ήθελα να γράψω, να σκεφτώ, να επινοήσω, ο τρόπος που ήθελα να αναπνέω, όλες οι δυνατότητες, καθετί εικονικό να παραμερίζεται προς χάριν των τετελεσμένων και προδιαγεγραμμένων. Τόσοι θάνατοι μέσα στη ζωή και τόσες ζωές μέσα στον θάνατο, γιατί όταν η ζωή εκφυλίζεται σε μια ψευτοζωή επανάληψης του ίδιου, μόνο η γνώση του βέβαιου θανάτου σε κάνει να ξαναρχίζεις κάθε φορά να ζεις μόνο για το τώρα.
Ανάμεσα σε ένα ξόδι και μια καραντίνα μάζεψα όπως-όπως δίσκους και βιβλία, κείμενα ημιτελή, προσχέδια για μελέτες, μεταφράσεις – ανάμεσά τους και ο Βιγιόν της εκλιπούσης, παμπάλαια έκδοση των Éditions Seuil.
Ακόμη ρούχα ζεστά, είχε παλιόκαιρο στο Πήλιο μήνα Μάρτη, την επομένη άρχιζε η καραντίνα, που με κρατάει αποκλεισμένη εδώ μέχρι σήμερα.
Πήλιο, 16 Δεκεμβρίου 2020
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια