ΜΙΑ ΜΑΣΚΑ, ένα μπουκαλάκι νερό, μια βεντάλια, ένα στιλό, αντισηπτικά, λίγες κουβέντες για τα έργα στο πρόγραμμα της βραδιάς. Ένα σακουλάκι με όλα τα απαραίτητα στα χέρια. Σε συναυλία με kit; Και όχι μόνο. Οι τσάντες και τα προσωπικά αντικείμενα τσουλούσαν στον μικρό διάδρομο και έμπαιναν στον μικρό σκοτεινό θάλαμο ανίχνευσης, τα σώματα περνούσαν από σκάνερ, τα ηλεκτρονικά εισιτήρια κλεισμένα στα κινητά. Αίσθηση τόσο παράξενη, σαν να οδηγείσαι σε ένα αρχαίο αεροδρόμιο...
Ο ήλιος έδυε, σκορπίζοντας σέπια αποχρώσεις στα μάρμαρα της Ρωμαϊκής Αγοράς, τα αστέρια άναβαν σιγά-σιγά, τα βλέμματα του κοινού άστραφταν από τις συναντήσεις με οικεία πρόσωπα και την πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας μετά από εβδομάδες lockdown.
Οι μουσικοί έπαιρναν θέση τηρώντας αποστάσεις, η σιωπή απλωνόταν, ο Λουκάς Καρυτινός, με τη γνώριμη βιρτουοζιτέ του, ανέβαινε στο πόντιουμ ντυμένος στα λευκά για να υποδεχτεί την κορυφαία μεσόφωνο Ανίτα Ρατσβελισβίλι, που με ένα μοναδικό ρεσιτάλ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εγκαινίαζε τον θεσμό του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού «Όλη η Ελλάδα, ένας Πολιτισμός» και τιμούσε το υγειονομικό προσωπικό της χώρας για την προσφορά του.
Πιστέψαμε πως η ανάκαμψη είναι δυνατή, νιώσαμε ξανά πως κανένα live streaming από την αφόρητη ασφάλεια του καναπέ δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συναυλιακή έξαψη, ελπίσαμε πως τα χειρότερα είχαν περάσει και τίποτα δεν μπορούσε να επισκιάσει την παντοδυναμία του ελληνικού καλοκαιριού.
Η καλύτερη μέτζο των ημερών μας (τουλάχιστον, σύμφωνα με τον Ρικάρντο Μούτι) είχε προβάρει τις άριες το προηγούμενο απόγευμα τραντάζοντας το Μοναστηράκι, αφήνοντας ενεούς τους ανυποψίαστους περαστικούς και ανεβάζοντας τις προσδοκίες των 350 ατόμων που είχαν εξασφαλίσει μια θέση στο ρεσιτάλ.
Στην πρώτη σειρά η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που το προηγούμενο βράδυ μάς έκανε παρέα στο κοντσέρτο του Λεωνίδα Καβάκου στην Επίδαυρο, και λίγο πιο δίπλα ο Σωτήρης Τσιόδρας, που δεν αποχωρίστηκε λεπτό τη μάσκα του.
Οι εκατοντάδες τουρίστες που τριγυρνούσαν στα στενά της Πλάκας ήταν κρεμασμένοι από τα κάγκελα που περιβάλλουν τον αρχαιολογικό χώρο και περισσότεροι από 1.000.000 άνθρωποι σε όλον τον κόσμο είχαν συντονιστεί με την καρδιά της Αθήνας για να ακούσουν τον παλμό που μετέδιδαν τα drones που πετούσαν πάνω από τη Ρωμαϊκή Αγορά.
Σύμμαχοι όλοι στη δοκιμασία, συνεπιβάτες σε ένα μουσικό ταξίδι που ξεκινούσε στους πρόποδες της Ακρόπολης με την εισαγωγή από τη Μήδεια του Κερουμπίνι, συνεχιζόταν με το τραγούδι «του βέλου» της πριγκίπισσας του Έμπολι από το Ντον Κάρλο και τον Πικρό πόθο, γλυκό βάσανο (άρια της πριγκίπισσας της Μπουιγιόν, Αδριανή Λεκουβρέρ) και έκλεινε με την άρια που όλοι θα θέλαμε εκείνη τη στιγμή να μπορούμε να τραγουδήσουμε: «Η καρδιά μου ανοίγει ακούγοντας τη φωνή σου» από την όπερα Σαμψών και Δαλιδά του Καμίγ Σαιν-Σανς.
Σάββατο 18 Ιουλίου έγραφε το ημερολόγιο. Αυτό ήταν το βράδυ που η ψευδαίσθηση της κανονικότητας νίκησε. Εντάξει, δεν αγκαλιαστήκαμε, δεν γείραμε ο ένας πάνω στον άλλο λιγωμένοι από την άρια της Σαπφώς. Όμως πιστέψαμε πως η ανάκαμψη είναι δυνατή, νιώσαμε ξανά πως κανένα live streaming από την αφόρητη ασφάλεια του καναπέ δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συναυλιακή έξαψη, ελπίσαμε πως τα χειρότερα είχαν περάσει και τίποτα δεν μπορούσε να επισκιάσει την παντοδυναμία του ελληνικού καλοκαιριού.
Μέχρι τότε, για μήνες, παίζαμε κρυφτό με τον κορωνοϊό. Κι εκείνη τη ζεστή βραδιά που η φλογερή Ανίτα αποθέωσε στο φινάλε τα «συνθήματα» της Κάρμεν και μας έπεισε πως «Η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί» με έναν μαγικό τρόπο, φτου και βγήκαμε!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια