ΕΙΝΑΙ ΑΠΡΙΛΙΟΣ, ηλιόλουστο πρωί στην καραντίνα. Μπροστά στην οθόνη «κάνω μάθημα» στη Γ΄ Λυκείου (να βάζετε πολλά εισαγωγικά όταν ακούτε για ηλεκτρονικό μάθημα). Την ίδια στιγμή κοιτάζω στην άλλη άκρη του τραπεζιού τον μικρό μου γιο μπροστά στην ταμπλέτα του. Θα έπρεπε να είναι στο δωμάτιό του, να μη με ακούει, να μην ακούω τον δάσκαλό του, που παλεύει κι αυτός. Όμως δεν φτάνει η σύνδεση σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού και είμαστε απέναντι, ο καθένας με τα ακουστικά του.
Τον κοιτάζω κλεφτά, ώρα με την ώρα χύνεται στην καρέκλα, σαν μικρό ζελαδάκι που περισσεύει από παντού. Μετά την τρίτη ώρα κάθε τόσο γέρνει πάνω στο τραπέζι, κοιτάζει την ταμπλέτα από χαμηλά και σηκώνει το χέρι να μιλήσει χωρίς να φαίνεται στην οθόνη.
Ξέρω, είναι πολύ καλύτερο αυτό το «μάθημα» από το τίποτα. Διατηρείται, έστω με αβαρίες και εκπτώσεις, κάποιο πλαίσιο, ένα εκπαιδευτικό περίγραμμα, μια «κανονικότητα». Όμως είναι υποκατάστατο, μια τεχνητή συνθήκη εκτός αντιληπτικού κάδρου. Μακρές σιωπές, συνδέσεις που πετάνε έξω μια τον έναν μια τον άλλον, «θαμπά» μικρόφωνα, διαφορά φάσης ανάμεσα στις φράσεις, ερωτήσεις που μετεωρίζονται στο κενό.
Όλα αυτά δεν αποτελούν μεταβίβαση μορφωτικού αγαθού. Ειδικά στις μικρές ηλικίες, στα πρώτα χρόνια του δημοτικού, το κενό που ανοίγεται είναι τεράστιο, η απώλεια δυσαναπλήρωτη. Τα πρωτάκια και τα δευτεράκια έχασαν την πρώτη επαφή πέρυσι, χάνουν την πρώτη αφομοίωση φέτος.
Θυμήθηκα πάλι εκείνη τη στιγμή του Απριλίου όταν ανακοινώθηκε ότι θα τηρηθούν, λέει, οι ισχύουσες διατάξεις για τη σχολική αξιολόγηση. Θα μπουν κανονικά βαθμοί. Όποιος έχει στοιχειώδη εικόνα της πραγματικότητας κλαίει από τα γέλια ή κλαίει κανονικά.
Μια στιγμή μοιάζει να έχει περάσει από τον Απρίλιο. Κλεισμένοι στο σπίτι, μετά στα σχολεία με μάσκα, μετά πίσω στην οθόνη. Στην αρχή δεν κρυβόταν η χαρά των πιτσιρικάδων για το δώρο των ξαφνικών διακοπών, η ζαβολιά που κρύβει το αναπάντεχο, η τομή στον χρόνο. Τώρα έχουν βαρύνει.
Τα φιλαράκια λείπουν πολύ, ασήκωτη πια η καθημερινή υπερφόρτωση. Ας μετρήσει κάποιος τις ατέλειωτες ώρες του εφήβου στον υπολογιστή, σχολείο το πρωί, φροντιστήριο και μελέτη το απόγευμα. Μια εξοντωτική έγκλειστη καθημερινότητα.
Μένει κάτι από τις χιλιάδες στιγμές στη «σχολική» οθόνη; Πολύ αμφιβάλλω. Δεν τις ακυρώνω. Αλλά να ξέρουμε για τι μιλάμε: δεν είναι μάθημα. Το μάθημα είναι διαρκές παιχνίδι, αέναη συνωμοσία. Δεν είναι καθηγητικός μονόλογος, δεν είναι σπικάζ που συνοδεύει PowerPoint. Είναι κουβέντα, παιχνίδι ρόλων, υπονόμευση, διαθλάσεις του φωτός στην αίθουσα, οπτικές γωνίες, είναι σωστά και λάθη, πολλά λάθη, πείραγμα, χιούμορ, αυτοσαρκασμός, αμφισβήτηση, ματιές, γλώσσα του σώματος, ενίσχυση του παιδιού που κρύβεται σκυφτό, να το κάνεις να αναλάβει κάποιον ρόλο.
Τώρα η εξατομίκευση της διδασκαλίας έχει χάσει τη μάχη. Τα πιο πολλά παιδιά δεν μιλάνε ή δεν ακούγονται. Πρόκειται εν τέλει για μια διακεκομμένη ακροβατική διαδικασία, ένα αγχωτικό κυνήγι να καλυφθούν βουβά κενά. Και δεν ξέρουν οι καθηγητές τους μισούς μαθητές φέτος, δεν πρόλαβαν να τους μάθουν.
Θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή του Απριλίου προχτές που διάβασα κάποιον που όψιμα ανακάλυψε τα αγαθά του αντικρατισμού –κρατικοδίαιτος μια ζωή ο ίδιος– και αρθρογραφεί με πάθος για την τεμπελιά των εκπαιδευτικών, αφού «αποδείχθηκε ότι η τηλεκπαίδευση λειτουργεί πιο άνετα από το αναμενόμενο».
Θυμήθηκα πάλι εκείνη τη στιγμή του Απριλίου όταν ανακοινώθηκε ότι θα τηρηθούν, λέει, οι ισχύουσες διατάξεις για τη σχολική αξιολόγηση. Θα μπουν κανονικά βαθμοί. Όποιος έχει στοιχειώδη εικόνα της πραγματικότητας κλαίει από τα γέλια ή κλαίει κανονικά.
Το υπουργείο συνιστά μια διαδικασία σαν συμπλήρωση Lotto. Ή, όπως θα προφήτευε κι ο γέροντας Παΐσιος, «τα σχολεία θα είναι κλειστά, αλλά για το υπουργείο θα είναι σαν ανοιχτά και θα μπαίνουν βαθμοί».
Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια