ΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ως ανάμνηση αυτής της χρονιάς μια σκηνή από τη δική μου ζωή, θα διάλεγα ένα απόγευμα που σε κάποια στιγμή του έκλεισα τα μάτια και ένιωσα τον ήλιο, τη θάλασσα, τη χαρά του αιώνιου καλοκαιριού, το ίδιο μου το σώμα. Ένα απόγευμα του περασμένου Αυγούστου στο νησί, εκεί όπου κανονικά δεν θα έπρεπε να ήμασταν, αν είχαμε πάρει πολύ σοβαρά την πανδημία, πήραμε όμως την ευκαιρία που μας δόθηκε από τη χαλάρωση των μέτρων, πήραμε και το ρίσκο και μπήκαμε από το παράθυρο στον μαγικό χρόνο των, σύντομων έστω, θερινών διακοπών.
Μουδιασμένοι και σε κατάσταση ήπιου μετατραυματικού σοκ από τη διαρκώς απειλητική επικαιρότητα και από τις πρωτόγνωρες συνθήκες του lockdown, βρήκαμε ιδανικό καταφύγιο σε ένα σύστημα προσωρινής λήθης και λυτρωτικών ψευδαισθήσεων και αφεθήκαμε στις καλοκαιρινές χαρές ενός οικείου μικρόκοσμου που έμοιαζε φέτος συγχρόνως με αποικία λεπρών (ασυμπτωματικών) και με exclusive θέρετρο.
Ήταν αυτό που λέμε αξέχαστες διακοπές και ίσως οι πρώτες που ένιωσα πραγματικά ότι «γέμισα μπαταρίες» και η φόρτιση κράτησε για καιρό, παρότι τώρα, μερικούς μήνες μετά, μοιάζει με μακρινή ανάμνηση, σαν από άλλη ζωή ή σαν από έργο μυθοπλασίας.
Αντίθετα με άλλους δημοφιλείς προορισμούς που έμπαιναν σε καθεστώς έκτακτου lockdown ο ένας μετά τον άλλον, εκεί δεν υπήρχε περιορισμός ωραρίου και η νύχτα γέμιζε ως το πρωί με κόσμο που, αν δεν έβλεπε τις μάσκες στα πρόσωπα των σερβιτόρων, μπορεί και να λησμονούσε τελείως τις επείγουσες υγειονομικές συνθήκες. Η μόνη υποχρέωση ήταν η μάσκα στο μίνι μάρκετ ή στο λεωφορείο. Αυτό ήταν όλο. Η κοινωνική απόσταση ήταν ένα μέτρο λογικό μεν, πρακτικώς όμως ανεφάρμοστο σε τέτοιο περιβάλλον.
Ένα βράδυ είδα μια γνωστή να περιεργάζεται με ύφος έντονης σύγχυσης το εσωτερικό της τσάντας της. Μετά από λίγο, μας εξομολογήθηκε ότι, αναζητώντας το κινητό της, είδε μέσα ένα αδιευκρίνιστης προέλευσης μαύρο αξεσουάρ και προς στιγμήν νόμισε ότι ήταν εσώρουχο. «Ωχ, Θεέ μου, τι έκανα πάλι χθες το βράδυ» μας είπε ότι σκέφτηκε έντρομη. Τελικά, ήταν μόνο η μάσκα.
Δεν επρόκειτο ακριβώς για άγνοια κινδύνου –στατιστικά, άλλωστε, μόνο οι (πιο) ηλικιωμένοι, που κινδυνεύουν περισσότερο, μπορούν να επιδείξουν τέτοια γενναιότητα– ούτε για συνειδητή επιπολαιότητα. Κάθε τόσο μάλιστα η ανησυχία και η ενοχή («μα τι παριστάνουμε εδώ πέρα, τους άτρωτους;») έβρισκαν τρόπο να τρυπώσουν μέσα στη φούσκα μας, μαζί με τη νηφάλια συνειδητοποίηση ότι όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα, μια άδεια φυλακισμένου που σύντομα θα επέστρεφε για να συνεχίσει να εκτίει την ποινή του, καθώς αναγκαστικά θα έκλειναν όλα και πάλι εν όψει του «δεύτερου κύματος».
Ήταν μια στιγμιαία παραφροσύνη διαρκείας («Μια ζωή την έχουμε», όπως έλεγε κι ο Χορν στην ομώνυμη ταινία, «αυτό το τραγουδάκι με έφαγε»), μια επίδειξη ανέμελης μοιρολατρίας, μια άρνηση των ζοφερών προοπτικών της «επόμενης μέρας» (δεν γαμιέται, αυτές οι μέρες είναι τελικά ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε σ' αυτή τη ζωή, ας μην έχω λεφτά αύριο, αφού κατάφερα να είμαι εδώ τώρα, χαλάλι όλα).
Ήταν αυτό που λέμε αξέχαστες διακοπές και ίσως οι πρώτες που ένιωσα πραγματικά ότι «γέμισα μπαταρίες» και η φόρτιση κράτησε για καιρό, παρότι τώρα, μερικούς μήνες μετά, μοιάζει με μακρινή ανάμνηση, σαν από άλλη ζωή ή σαν από έργο μυθοπλασίας.
Για κάποιους, μάλιστα, ίσως αυτές ήταν οι τελευταίες τους διακοπές, για καιρό. Όχι, φυσικά, επειδή θα έχουν στο μεταξύ υποκύψει στον ιό αλλά επειδή του χρόνου το καλοκαίρι δεν θα έχουν και επίσημα ούτε ένα φράγκο στην άκρη, πόσο μάλλον το χιλιάρικο που μίνιμουμ απαιτείται για στοιχειώδεις διακοπές.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.