Στη δημοπρασία του οίκου Βέργου η Εθνική Πινακοθήκη, μέσω δωρεάς που, σύμφωνα με πληροφορίες της LiFO, έκανε ένα μέλος της Ελληνικής Εφοπλιστικής Οικογένειας, αγοράστηκε τo έργo του Στήβεν Αντωνάκου «Λευκό εικονοστάσιο», με αρχική εκτίμηση 10.000-15.000 ευρώ, που τελικά πουλήθηκε στην υψηλότερη τιμή που έχει επιτευχθεί για τον καλλιτέχνη στην πορεία του μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα, αγγίζοντας τα 28.274 ευρώ, και το έργο του Παύλου Ροδοκανάκη «Πρωινή ομίχλη στο ρυάκι», με αρχική τιμή εκτίμησης 2.000-3.000 ευρώ, που πουλήθηκε για 3.000 ευρώ.
Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά τεχνοτροπίας των δύο έργων που απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη και ενδιαφέρουσες οι προσθήκες για τα εγκαίνια του νέου κτιρίου που έχουν προγραμματιστεί για τις 25 Μαρτίου.
Το έργο του Παύλου Ροδοκανάκη, του Έλληνα ζωγράφου και χαράκτη που γεννήθηκε και πέθανε στη Γένοβα (1891-1958), «Πρωινή ομίχλη στο ρυάκι» είναι πιθανώς ένα από αυτά που εξέθεσε στο Γκέρλιτζ της Γερμανίας, όπου ζούσε, το 1918, και ένα από τα τοπία του καλλιτέχνη στο γνωστό ιμπρεσιονιστικό του ύφος. Ο Ροδοκανάκης επηρεάστηκε αρχικά από τον συμβολισμό, που αποτυπώνεται και σε ένα από δύο έργα του που ήδη ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη, την «Αρμονία». Το άλλο είναι το «Τοπίο στην Ιταλία». Στην Ελλάδα δεν έζησε πολύ, αλλά πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, εκτελώντας, μαζί με τον Περικλή Βυζάντιο και τον Σπύρο Παπαλουκά, χρέη πολεμικού ζωγράφου. Τα έργα και των τριών χάθηκαν στην Καταστροφή της Σμύρνης και έναν χρόνο αργότερα, το 1923, ο Ροδοκανάκης επέστρεψε μόνιμα στη Γένοβα. Είναι σημαντικό το ότι εκπροσώπησε και την Ελλάδα και την Ιταλία στην Μπιενάλε της Βενετίας, παίρνοντας μέρος τρεις φορές, το 1934, το 1940 και το 1948.
Εντελώς διαφορετικό, απαστράπτον, στο λευκό χαρακτηριστικό χρώμα του Στήβεν Αντωνάκου (Άγιος Νικόλαος Γυθείου Λακωνίας, 1926 - Νέα Υόρκη, 2013), το «Λευκό Εικονοστάσι», ένα έργο από χρωματισμένο Versacel και νέον του 2003, έρχεται από τη μνήμη και την καταγωγή του καλλιτέχνη που γεννήθηκε στη Σπάρτη και μετανάστευσε στην Αμερική σε παιδική ηλικία. Το συγκεκριμένο εικονοστάσι είναι γωνιακό και αποτελεί αναφορά στα γωνιακά ξύλινα εικονοστάσια που έβλεπε στα σπίτια όταν ήταν παιδί, στη μετέπειτα βυζαντινή παράδοση και στις υποβλητικές συνθέσεις της που επηρέασαν όλο του το έργο, ενώ στη μέση κυριαρχεί το νέον, που, ως μέσο, καθόρισε όλη τη διαδρομή του. Εδώ η παράδοση και το σύγχρονο συνδέονται μέσα από το φως και την αντιπαράθεση που δημιουργείται μεταξύ τους, συνδέοντας τον παλιό και τον σύγχρονο κόσμο. Θα μπορούσε αυτή ακριβώς η σύζευξη των έργων της Εθνικής Πινακοθήκης και του νέου κτιρίου να εκφραστεί μέσα από αυτό το λευκό εικονοστάσι, εγκιβωτισμένο σε μια γωνία του κτιρίου.
ΩΣΤΟΣΟ, σταρ της δημοπρασίας αναμφισβήτητα αναδείχθηκε το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη, «H αποθέωση της Ομορφιάς», που, σύμφωνα με την ανακοίνωση του οίκου δημοπρασιών, πέτυχε την υψηλότερη τιμή για την ελληνική αγορά τέχνης και πουλήθηκε για 370.680 ευρώ, κατακτώντας παράλληλα μια θέση ανάμεσα στις πέντε υψηλότερες τιμές έργων Ελλήνων δημιουργών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έργο τη δεκαετίας του ’40 που αγοράστηκε από τον γιο του ζωγράφου, Νίκο Παρθένη, το 1970, σύμφωνα με όσα αναφέρει η Άννα Καφέτση στα «Σχέδια του Κωνσταντίνου Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα 1989», πραγματεύεται εκ νέου ένα θέμα που είχε περιλάβει το 1940 στην πρότασή του για τη διακόσμηση αίθουσας του δημαρχείου της Αθήνας. Η ιστορία της διακόσμησης της αίθουσας έμεινε στα χρονικά, αφού τα έργα που είχαν παραγγελθεί από τον τότε υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης Κωνσταντίνο Κοτζιά και τον δήμαρχο Αμβρόσιο Πλυτά φιλοτεχνήθηκαν, όμως δεν παραδόθηκαν λόγω της οικονομικής αδυναμίας του δήμου και του πολέμου που ξέσπασε στο μεταξύ. Μεταπολεμικά αποτέλεσαν αντικείμενο μεγάλης δικαστικής διαμάχης ανάμεσα στον δήμο και τον Παρθένη, με τον τελευταίο να μη θέλει να αποχωριστεί τα έργα, αρνούμενος ακόμα και την προσφορά περίπου 100.000.000 εκατομμυρίων δραχμών που έκανε ο δήμος με σκοπό να τα αποκτήσει.
Η σύνθεση που πουλήθηκε στη δημοπρασία διατηρεί τις μνημειακές διαστάσεις του έργου του δημαρχείου, χωρίζεται όμως σε τρεις ζώνες. Στην κατώτερη και πλατύτερη, η Ομορφιά παρίσταται ως ημίγυμνη νεαρή γυναίκα που κρατάει λουλούδι και κάθεται σε θρόνο που διαμορφώνουν αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Στην ανώτερη ζώνη εικονίζονται τρεις μορφές, η μεσαία από τις οποίες ραίνει την Ομορφιά με άνθη, ενώ οι άλλες κρατούν φρούτα και στάχυα, σύμβολα ευμάρειας. Στη μεσαία ζώνη σπορέας αντιπαρατίθεται σε αινιγματικό ορθογώνιο, κεκλιμένο και μερικά τετραγωνισμένο, στο οποίο προβάλλεται αστέρι εγγεγραμμένο σε κύκλο που ανατέλλει, ίσως υπαινιγμός στον κόσμο της γεωμετρίας που διέπει το σύμπαν και στον οποίο βασιλεύει η απόλυτη ομορφιά.
Η «Αποθέωση της Ομορφιάς» αποκτήθηκε από ιδιώτη.
σχόλια