«ΚΑΘΙΣΤΕ ΦΡΟΝΙΜΑ», «Να μιλήσει η δικαιοσύνη», «Όλη η γενιά μας να πει ένα μεγάλο συγγνώμη στους νεότερους για λάθη που κι εμείς παραλάβαμε ή συνεχίσαμε, και οι νεότεροι να δώσουν αυτήν τη συγγνώμη και να προχωρήσουμε ξανά όλοι μαζί», «Δεν μπορώ να συμμετέχω σε τέτοιου είδους λαϊκά δικαστήρια», «Πέσαμε στην ανθρωποφαγία».
Διαβάζοντας αυτά τα αποσπάσματα, που μας προτρέπουν να ενώσουμε τα χεράκια μας όλοι μαζί σαν αγαπημένα παιδάκια σε εξώφυλλο τετραδίου της UNICEF, το μόνο που σκεφτόμουν είναι «ok, boomer», αυτή την απαξιωτική φράση που χρησιμοποιούν οι νεότεροι για να πουν στη γενιά των προνομιούχων baby boomers (δηλαδή όσους γεννήθηκαν από το 1945 ως το 1964) να σταματήσουν επιτέλους να μιλάνε. Η ελληνική μετάφραση θα ήταν κάτι σαν «ok, μπάρμπα, τώρα όμως κάνε πέρα».
Στην πραγματικότητα, το «πρώτο» κύμα του #ΜeΤoo βρήκε το ελληνικό κατεστημένο απροετοίμαστο. Στο δεύτερο, που μοιάζει να συνεχίζεται ακόμα, τα αντανακλαστικά είναι πια οξυμμένα. Έφτασαν οι φωνές της καθησυχαστικής ψυχραιμίας, έτοιμες να ζητήσουν ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Να είμαστε προσηνείς, να είμαστε φρόνιμοι, όχι υπερβολές, όχι κουτσομπολιά, να προσφεύγουμε στη Δικαιοσύνη πριν μιλήσουμε. Προφανώς και όποιος μπορεί (και κυρίως αντέχει) πρέπει να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Αλλά ποιον, αλήθεια, ενοχλεί το να μιλούν επιτέλους ανοιχτά τα θύματα κακοποίησης, βιασμού και βίας σε μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να καταχωνιάζει τα σκουπίδια της κάτω από το χαλί;
Σε άλλες χώρες οι δημοσιογράφοι έκαναν ρεπορτάζ μηνών προκειμένου να βγουν τα θύματα μπροστά, ενωμένα, με καταγγελίες. Στην Ελλάδα τα μέσα, μοιάζουν να παρακολουθούν μουδιασμένα και από δεύτερο χέρι καταγγελίες και ειδήσεις που σκάνε ή μία μετά την άλλη, συχνά από τα social media. Γιατί;
Καλό είναι να θυμόμαστε πως η πραγματική κοινωνική αλλαγή δεν έρχεται με φροντισμένα, υπολογισμένα βηματάκια. Δεν είναι κομψή ή ευχάριστη. Είναι ορμητική, χοντροκομμένη, ξεβολεύει τους πάντες. Ναι, σίγουρα οι «κίτρινοι» τίτλοι με γαργαλιστικές, pulp περιγραφές για όργια και εξώγαμα («Οντισιόν με αυνάνα σκηνοθέτη», «Σόδομα με Covid» δύο μόνο από τους τίτλους των τελευταίων εβδομάδων) ευτελίζουν τη σοβαρότητα των καταγγελιών και αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση. Στ' αλήθεια, όμως, ας μην επικαλούμαστε την κιτς ηδονοβλεψία των μέσων για να ακυρώσουμε το πόσο σημαντικές είναι αυτές οι καταγγελίες για την κοινωνία μας.
Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί γιατί δεν έχει επεκταθεί ακόμα το κίνημα του #ΜeΤoo και σε άλλους τομείς στην Ελλάδα, πέρα από τον αθλητισμό και τις τέχνες. Στους χώρους της δημοσιογραφίας, της πολιτικής ή ακόμα και της Εκκλησίας δεν υπάρχει παρενόχληση ή βία;
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ μερίδιο ευθύνης γι' αυτή την έλλειψη φέρουν τα εξαιρετικά αμήχανα ελληνικά ΜΜΕ. Σε άλλες χώρες οι δημοσιογράφοι έκαναν ρεπορτάζ μηνών προκειμένου να βγουν τα θύματα μπροστά, ενωμένα, με καταγγελίες. (Ας θυμηθούμε πώς ακριβώς βγήκε προς τα έξω το σκάνδαλο Weinstein και τόσα άλλα). Στην Ελλάδα τα μέσα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μοιάζουν να παρακολουθούν μουδιασμένα και από δεύτερο χέρι καταγγελίες και ειδήσεις που σκάνε ή μία μετά την άλλη, συχνά από τα social media. Γιατί;
Είναι ίσως η έλλειψη πόρων και χρημάτων (ποιο μέσο στην Ελλάδα θα στήριζε ένα εγχείρημα που θα απαιτούσε να πληρώνει δημοσιογράφο/δημοσιογράφους για δύο ή και τρεις μήνες για να κυνηγήσει αποκλειστικά ένα και μόνο θέμα;). Είναι, επίσης, ο φόβος των αγωγών και των μηνύσεων που παιδεύει ανέκαθεν τα ελληνικά μέσα και συχνά κόβει κάθε διάθεση στους δημοσιογράφους για ερευνητικό ρεπορτάζ (και είναι εντυπωσιακά πολλοί αυτοί που έχουν όρεξη για μηνύσεις και αγωγές σε δημοσιογράφους, συχνά με τις πιο ευφάνταστες αφορμές).
Κυρίως, όμως ‒και όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν απλώς δικαιολογίες‒ είναι θέμα κουλτούρας των κέντρων αποφάσεων, τα οποία συνήθως ελέγχονται από ανθρώπους μιας άλλης γενιάς και, ειδικότερα, νοοτροπίας. Οι ιστορίες σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας θεωρούνται από αυτούς τους ανθρώπους περίπου πιπεράτα ανέκδοτα κλειδαρότρυπας, μικρές φρικαλέες ιστοριούλες που ανασύρονται για διασκέδαση σε κάποιο εστιατόριο όπου τρώνε με άλλα φιλικά ζευγάρια ‒ εξού και τα «κίτρινα» ρεπορτάζ που παρακολουθούμε τόσες ημέρες. Στην πραγματικότητα, κανείς τους δεν θα έβαζε ποτέ σε προτεραιότητα σοβαρό ρεπορτάζ για τη σεξουαλική παρενόχληση.
Βέβαια, η (ψηφιακή) ζωή έχει αρχίσει να τους ξεπερνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα ‒ αυτό που έχει ξεκινήσει δεν γυρίζει πίσω.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια