ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ, πάνε σχεδόν έξι χρόνια από τότε που έστειλα για τελευταία φορά αυτό εδώ το newsletter. Υποθέτω πως έχουν συμβεί αρκετά από τότε. Όσο περνούσε ο καιρός, μπορεί να αναρωτηθήκατε τι μου συνέβη ή, τουλάχιστον, μέχρι πρόσφατα, που εξαφανιστήκαμε όλοι από προσώπου γης. Η αλήθεια είναι ότι βρίσκομαι πλέον στο Καράκας… μπλα μπλα μπλα (link για άρθρο), μπλα μπλα μπλα… (link στο τελευταίο του βιβλίο), μπλα μπλα μπλα (…). Σας γράφω από την καμπίνα μου στο βουνό Χ, εκεί όπου το λευκό του ορίζοντα συναντά τα χιόνια στις βουνοκορφές. Σύντομα, όμως, θα έρθει ένα ρόδινο, ζεστό καλοκαίρι. Αν νιώσετε την ανάγκη, γράψτε μου».
Έλαβα αυτό το newsletter ξημερώματα, από τον Χ, γνωστό Αμερικανό δημοσιογράφο. Το 2015 ένας Άγγλος φίλος μου μού είχε ζητήσει να τον συναντήσω. «Δεν ψάχνει για fixer ακριβώς, πιο πολύ θέλει να μάθει για την Αθήνα» μου είπε.
Συναντηθήκαμε σε ένα ουζερί στη Φειδίου. Ήταν Απρίλιος και οι νεραντζιές είχαν μόλις ανθίσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετρούσε τρεις μήνες στην κυβέρνηση. Έξω γινόταν χαμός. Πίνοντας τσίπουρα, μου είπε ότι ήταν μία εβδομάδα στην Αθήνα, αλλά δεν είχε φύγει καθόλου από τα Εξάρχεια, γιατί προσπαθούσε να δει αν «μπορεί να γίνει μια σοσιαλιστική επανάσταση». Μου είπε πως συνέχεια έβλεπε τα καφέ γεμάτα, οπότε, μήπως δεν είχαμε περάσει και τόσο μεγάλη κρίση; Μιλήσαμε λίγο για τις νεραντζιές, του εξήγησα ότι τα νεράντζια είναι πικρά και δεν τρώγονται. Δεν τον ξαναείδα. Δεν νομίζω πως έγραψε για την Αθήνα. Σίγουρα δεν έγραψε ποτέ για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Τα χρόνια της κρίσης η Αθήνα έγινε ξαφνικά το κέντρο δημοσιογράφων από τα διεθνή μέσα. Μαζί τους ήρθαν καλλιτέχνες και τυχοδιώκτες.
Λίγο καιρό μετά άρχισα να λαμβάνω το τακτικό newsletter του, γεμάτο ιστορίες ανδρείας, όπως αυτή: «Κανένας ξένος δημοσιογράφος δεν τα κατάφερε να σπάσει το εμπάργκο της Λιβερίας, μέχρι την ημέρα που επιβιβάστηκα στο πλοίο ενός λαθρεμπόρου στη Σιέρα Λεόνε. Ταξίδεψα στο αμπάρι μαζί με 100 κιλά παστό ψάρι. Όταν πια έφτασα στο Robertstown, έγινα η φωνή των αδυνάτων, όλων όσοι ήθελαν να μιλήσουν και δεν μπορούσαν. Μπορείτε να διαβάσετε τις συναρπαστικές μου περιπέτειες στο “London Review of Books”».
Τα χρόνια της κρίσης η Αθήνα έγινε ξαφνικά το κέντρο δημοσιογράφων από τα διεθνή μέσα. Μαζί τους ήρθαν καλλιτέχνες και τυχοδιώκτες. Κάθε κεφάλαιο της ελληνικής κρίσης είχε και τα αντίστοιχα δημοσιεύματα.
Στην αρχή ήταν η κρίση που έγινε ευκαιρία. Μετά οι τεμπέληδες Έλληνες που δεν πληρώνουν φόρους, το σύστημα υγείας που καταρρέει, οι φωτογραφίες από ράντζα στους διαδρόμους των νοσοκομείων και μια Αθήνα που καιγόταν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όλα αυτά, βέβαια, πριν από το γκραν-γκινιόλ θρίλερ με το δημοψήφισμα και τις ουρές στα ΑΤΜ επί capital controls. Και, φυσικά, ας μην ξεχνάμε την Αθήνα που είναι η νέα Λισαβόνα, που πριν ήταν το νέο Βερολίνο.
Την τελευταία δεκαετία, λόγω δουλειάς, γνώρισα αμέτρητους ξένους στην Αθήνα. Ο Χ ανήκε σε μια ιδιότυπη κατηγορία ανθρώπων, σε αυτούς που είχαν έρθει να ζήσουν το πορνό της κρίσης. Η Αθήνα ήταν εξωτική, επικίνδυνη και γεμάτη γκραφίτι (Κάδοι που φλέγονται! ΜΑΤ! Καταλήψεις! Φτηνά νεοκλασικά στην Κυψέλη! Πορείες γεμάτες πάθος!), έτσι μπορούσαν να στέλνουν e-mails στους φίλους τους από το Αirbnb διαμέρισμά τους και να γράφουν: «Φίλε, δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται εδώ πέρα!».
Βέβαια, η Αθήνα ήταν κυρίως δίπλα στα νησιά, οπότε, μέχρι να ανατραπεί ο καπιταλισμός, μπορούσαν να πεταχτούν για μια βουτιά στην Ύδρα.
Σκέφτηκα πως θα ήθελα να απαντήσω στον Χ: «Αγαπητέ Χ, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως τα έξι τελευταία χρόνια δεν αναρωτήθηκα στιγμή τι έχεις απογίνει. Μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις το πόδι σου στην Αθήνα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.