Πέμπτη πρωί, Ασπρόπυργος. Έχουμε δώσει το ραντεβού μας στη διαδρομή για το γυμναστήριο, οι νταλίκες οργώνουν τους δρόμους. Η άσφαλτος βράζει από νωρίς και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της περιοχής για μία ακόμη μέρα έχουν πάρει μπροστά. Μερικοί δουλεύουν στα χωράφια και στις αλάνες που απλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις, άλλοι παρκάρουν στα βουλκανιζατέρ ή καθαρίζουν τα μπαλκόνια στα χαμηλά σπίτια τους.
Το «χρυσό παιδί» της ελληνικής πάλης, όπως τον φωνάζουν από μικρό, ο 21χρονος Γιώργος Πιλίδης, έχει μεγαλώσει στις γειτονιές αυτές. Μας περιμένει έξω από το μέρος που εδώ και χρόνια αποτελεί κυριολεκτικά το δεύτερο σπίτι του. Ανοίγει με τα κλειδιά του και μας δείχνει έναν-έναν τους άδειους χώρους, περιγράφοντάς μας πώς έχει αλλάξει το γυμναστήριο στο οποίο προπονείται. Ένα από τα δωμάτια, που με τον καιρό έγινε αποθηκευτικός χώρος, κάποτε, όπως μου εξηγεί, ήταν το μέρος όπου κοιμόταν τα βράδια. Μετατρέποντάς το σε δικό του δωμάτιο, εξοικονομούσε χρόνο για τις προπονήσεις.
Πλέον, μετά από μια σειρά μετάλλια σε ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις, και με την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς του Τόκιο εξασφαλισμένη, αφηγείται όσα έζησε και όσα θυσίασε στον δρόμο για το όνειρό του, που δεν είναι άλλο από το ψηλότερο σκαλί του ολυμπιακού βάθρου.
Είναι πολλά παιδιά που παλεύουν οκτώ, δέκα, δώδεκα χρόνια και δεν έχουν βγάλει ούτε ένα ευρώ από την πάλη. Οπότε, αν δεν υπάρχει ανταπόκριση, φτάνεις στα δεκαεπτά, δεκαοκτώ και λες ότι έχεις μια οικογένεια πίσω, πρέπει να βγάλεις χρήματα. Λόγω αυτού, έχουμε χάσει πάρα πολλά ταλέντα. Αυτήν τη στιγμή θα μπορούσε να μας εκπροσωπεί όχι ένας Πιλίδης αλλά επτά-οκτώ άτομα στους Ολυμπιακούς και όχι μόνο.
«Είχα φτιάξει ένα δωμάτιο και έμενα εδώ. Όλο το καλοκαίρι ήμασταν εδώ, στη ζέστη, δεν είχαμε ούτε air condition. Κοιμόμουν εκεί μέσα, ξυπνούσα, έκανα προπόνηση, πήγαινα σπίτι ‒η μάνα μου μού έφερνε έφερνε φαγητό εδώ, έπαιρνε τα ρούχα μου, τα έπλενε‒ κι ερχόμουν ξανά» λέει και κοιτάει γύρω του.
Μιλάει προσεκτικά και με ταπεινότητα. «Ο τρόπος που μεγαλώσαμε εμείς διαφέρει πολύ από τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά σήμερα. Ήμασταν όλη την ώρα έξω στις πλατείες, με σκισμένα γόνατα και αγκώνες, μέσα στη βρομιά, πίναμε νερό όπου βρίσκαμε. Πολλές φορές ανοίγαμε τα ποτιστήρια της πλατείας, που ποτίζουν το γκαζόν, και πίναμε σαν τα σκυλιά. Έτσι μεγάλωσα. Μέχρι τα δεκατέσσερα-δεκαπέντε ήμασταν όλη τη μέρα στην πλατεία και παίζαμε ποδόσφαιρο και κρυφτό» συνεχίζει. «Τώρα τα παιδιά το πολύ να βγουν καμιά ώρα στην πλατεία, και όταν βγουν, θα είναι με τα τάμπλετ και τα κινητά. Έχουν χάσει όλη αυτή την εμπειρία ζωής. Πιστεύω ότι αυτό ήταν που με έφερε στον αθλητισμό. Αν καθόμουν όλη μέρα στον υπολογιστή, ίσως να μην είχα τα αποτελέσματα που έχω.
Ο παππούς μου πάλευε, μετά έβαλε τα παιδιά του να παλεύουν και τα παιδιά του έβαλαν εμένα. Θυμάμαι σαν σήμερα τη μέρα που πριν από δεκαέξι χρόνια με πήραν και πήγαμε στην προπόνηση. Έπαιζα στη γειτονιά, ήμουν πέντε χρονών και μου λένε: “Γιώργο, πάμε προπόνηση”. Θυμάμαι ότι ήρθα και μου άρεσε πάρα πολύ. Από τότε η τιμωρία μου, αν δεν έκανα τα μαθήματά μου ή αν δεν ήμουν ήσυχος, ήταν να μην πάω προπόνηση. Τόσο πολύ το αγάπησα το άθλημα».
Τα παιδιά και ο αθλητισμός
«Η πάλη ξεκίνησε ως χόμπι. Βέβαια, ο συγχωρεμένος ο προπονητής μου μας έβαζε να παίζουμε πολλά παιχνίδια. Ερχόμασταν στην προπόνηση όχι για να κάνουμε προπόνηση αλλά για να παίξουμε, κι αυτό, πιστεύω, με έκανε να αγαπήσω την πάλη. Δεν μπορεί να έρθει ένα παιδί έξι, επτά, δέκα χρονών και να κάνει κανονικές, σκληρές προπονήσεις. Πρέπει στην αρχή να του αρέσει που έρχεται εδώ και μετά να του περάσουν σιγά-σιγά το μικρόβιο της προπόνησης, ώστε να θέλει να παλέψει και να γίνει καλύτερος. Βλέπω πολλά λάθη από προπονητές που βάζουν από πολύ μικρά τα παιδιά να κάνουν κανονικά προπόνηση: τους μαλώνουν πολύ και “καίγονται” από μικρή ηλικία. Και το παιδί σου λέει μετά: “Τι να πάω να κάνω εκεί μέσα, δεν θέλω καν να το βλέπω το μέρος”. Θυμάμαι ότι παρακαλούσα να έρθω προπόνηση. Πηγαίναμε πολλές φορές στο εξοχικό, αλλά έλεγα ότι δεν ήθελα να πάω για να έρθω προπόνηση. Τόσο ωραία περνούσα εδώ μέσα.
Για να πετύχεις τον στόχο σου, δυστυχώς, πρέπει να θυσιάσεις τα πάντα. Όλη την εφηβική ηλικία, όλες τις καλές στιγμές με τις παρέες, τις σχολικές εκδρομές και όλα τα υπόλοιπα. Θυμάμαι ότι πολλές φορές δεν πήγαινα εκδρομή. Π.χ. θα πηγαίναμε μονοήμερη στο Ναύπλιο και ο προπονητής μού είπε “ευκαιρία να κάνουμε τρεις προπονήσεις”. Ήμουν δώδεκα χρονών. Οι πρώτες μου διακοπές ήταν πέρσι κι αυτό κράτησε δύο μέρες. Ελπίζω, μετά τους Ολυμπιακούς, να τις απολαύσω μια-δυο εβδομάδες.
Είναι πάρα πολύ εύκολο να πάρουν τα μυαλά σου αέρα. Με την πρώτη επιτυχία, τα πρώτα χρήματα που θα πέσουν πάνω σου ή τα social media που κοινοποιούν διάφορα για σένα μπορεί να σε κάνουν να ξεφύγεις. Εγώ δεν ξέφυγα γιατί ακόμα δεν έχω πετύχει τον στόχο μου. Μετά δεν ξέρω τι θα γίνει».
Οι διακρίσεις
«Είναι πολύ καλό να έρθουν οι διακρίσεις νωρίς, γιατί αρχίζεις να πιστεύεις πιο πολύ στον εαυτό σου. Είναι κάποιοι αθλητές που πλησιάζουν, φτάνουν στα δεκαοκτώ-δεκαεννιά και μετά σου λένε “δεν το ’χω”. Εμένα, με τη βοήθεια του Θεού, μου ήρθαν από τα δεκαπέντε-δεκάξι δύο πολύ καλές διακρίσεις και προχώρησα. Άρχισα να πιστεύω στον εαυτό μου από πολύ μικρός, γι’ αυτό συνέχισα, αυτό μου έδινε κίνητρο.
Όταν γύρισα από το δεύτερο μετάλλιο που είχα πάρει στο Παγκόσμιο είδα στο αεροδρόμιο τόσο κόσμο, που κατάλαβα ότι δεν είναι απλώς ένα μετάλλιο για μένα, είναι χαρά για όλον αυτό τον κόσμο που με στηρίζει. Δεν είμαι μόνο εγώ, από πίσω μου έχω πολύ κόσμο, οπότε πρέπει να τους κάνω όλους περήφανους και χαρούμενους.
Δεν με επηρέασε η πίεση, γιατί τα μετάλλια στα ευρωπαϊκά και στα παγκόσμια δεν ήταν ο στόχος μου. Στόχος μου ήταν πάντα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και ακόμα δεν τον έχω πετύχει, για να μπορεί να με επηρεάσει. Από τότε που ξεκίνησα να καταλαβαίνω, στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε, είχα βάλει στόχο τους Ολυμπιακούς του Τόκιο».
Ο δρόμος προς την κορυφή για τον Γιώργο Πιλίδη ξεκίνησε από μικρή ηλικία. Έχοντας έξι μετάλλια σε ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις παίδων, το «χρυσό παιδί» μπήκε από τα δεκαπέντε του στην κατηγορία under 23 στο αγώνισμα της πάλης. Το πρώτο μετάλλιο ήρθε το 2015, στη Σερβία και στο ευρωπαϊκό. Τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν κατέκτησε τη δεύτερη θέση στο παγκόσμιο, η υποδοχή στο αεροδρόμιο την ώρα της επιστροφής ολοκλήρωσε μια εμπειρία που για τον ίδιο ήταν πρωτοφανής. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Τα επόμενα χρόνια θα τον έβρισκαν ξανά και ξανά στο βάθρο, ακόμη κι αν τα πράγματα δεν ήταν πάντα ρόδινα.
«Ο προπονητής μου, που έφυγε από τη ζωή πέρσι τον Αύγουστο, ήταν ο άνθρωπος που με μεγάλωσε. Δεν ήταν απλώς ένας προπονητής, ήταν φίλος, πατέρας, τα πάντα. Μια μεγάλη απώλεια όσον αφορά την αθλητική μου απόδοση αλλά γενικότερα τη ζωή μου. Ήταν ένας άνθρωπος που πάντα με συμβούλευε να κάνω το σωστό, ένας άνθρωπος που, όταν είχα κάποια μεγάλη δυσκολία, πάντα τον ρωτούσα τι έπρεπε να κάνω».
Οι δυσκολίες και οι τραυματισμοί
«Δυσκολίες υπήρχαν πολλές. Χθες πήγα κι έτρεξα ακριβώς τη διαδρομή που έκανα παλιά, δίπλα στις νταλίκες. Το έκανα από μόνος μου, ήθελα να δω πώς είναι και είπα “δεν το ξανακάνω”. Εκεί που έτρεχα στον δρόμο έπρεπε να κάνω στην άκρη για περάσει η νταλίκα, να αφήσει όλο το καυσαέριο και μετά να τρέχω πίσω του. Έβγαινα από το σπίτι και όπου με βγάλει ο δρόμος.
Υπήρχε ένα συγκεκριμένο σημείο στο οποίο δεν υπήρχαν ούτε φώτα, δεξιά και αριστερά ήταν χωράφια. Ήταν νωρίς, 5-6 το πρωί, επειδή μετά πήγαινα σχολείο. Θυμάμαι ότι μικρός, που έτρεχα εκεί και φορούσα ακουστικά, πάντα έβγαζα το ένα, για να ακούω τι γίνεται πίσω μου. Φοβόμουν μη με αρπάξει κάποιος και δεν το καταλάβει κανείς.
Από το 2019 μέχρι σήμερα δεν έχω μπορέσει να κάνω προπόνηση όπως θέλω, λόγω των τραυματισμών. Έχω χτυπήσει δύο φορές τα γόνατα, το σβέρκο, τον ώμο, τη μέση, τα πλευρά μου. Ακόμα και τώρα, στο τελευταίο προολυμπιακό έπαθα διάσειση, είχα χτυπημένη τη μέση, αλλά έσφιξα τα δόντια. Μπορούσα να διεκδικήσω εξαρχής την πρόκριση στους Ολυμπιακούς, από το ’19, αλλά ήμουν τρεις μήνες σε προετοιμασία και δεκατέσσερεις μέρες πριν από την αναχώρηση για τους αγώνες έσπασα τα πλευρά μου. Αυτά χτύπησαν τη σπλήνα κι έτσι άρχισα να παθαίνω εσωτερική αιμορραγία. Θυμάμαι πολύ καλά τη στιγμή, το κρακ που έκαναν τα πλευρά. Συνέχισα την προπόνηση με δυσκολία. Έκανα σιγά-σιγά ό,τι προπόνηση μπορούσα, είπα “δεν θα χάσω τους αγώνες”. Άρχισα, όμως, να πονάω όλο και περισσότερο και αποφάσισα να πάω στον γιατρό».
Η αναγκαία στήριξη
«Είχα πάρα πολλά ταλέντα μπροστά και δίπλα μου, πολλούς συναθλητές με τους οποίους ήμασταν μια πολύ καλή αγωνιστική ομάδα, δέκα άτομα όλα στο ίδιο επίπεδο. Απλώς αυτά τα παιδιά χρειάζονταν λίγο περισσότερη στήριξη. Δεν την είχαν, τη χρειάζονταν όμως. Έφτασαν σε μια ηλικία δεκαοκτώ, δεκαεννιά, είκοσι χρονών και είπαν “είμαι οκτώ χρόνια πρωταθλητής Ελλάδας, εκπροσωπώ τη χώρα μου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και δεν υπάρχει ανταπόκριση”. Οπότε όλοι σταμάτησαν έτσι, σχεδόν μαζί, την ίδια χρονική περίοδο. Εγώ ήμουν τυχερός επειδή πήρα πιο νωρίς κάποια μετάλλια και μου ήρθαν κάποια χρήματα, έτσι μπόρεσα να συνεχίσω, αλλιώς πιστεύω ότι θα είχα την ίδια μοίρα.
Είναι πολλά παιδιά που παλεύουν οκτώ, δέκα, δώδεκα χρόνια και δεν έχουν βγάλει ούτε ένα ευρώ από την πάλη. Οπότε, αν δεν υπάρχει ανταπόκριση, φτάνεις στα δεκαεπτά, δεκαοκτώ και λες ότι έχεις μια οικογένεια πίσω, πρέπει να βγάλεις χρήματα. Λόγω αυτού, έχουμε χάσει πάρα πολλά ταλέντα. Αυτήν τη στιγμή θα μπορούσε να μας εκπροσωπεί όχι ένας Πιλίδης αλλά επτά-οκτώ άτομα στους Ολυμπιακούς και όχι μόνο.
Η μάνα μου δούλευε σε σούπερ-μάρκετ και δεν ήθελα να συνεχιστεί αυτό. Με το που πήρα τις πρώτες διακρίσεις και ήρθε ο πρώτος μισθός τής είπα να σταματήσει τη δουλειά. Το είχα πολλή ανάγκη, ήθελα πολύ να μπορέσω να είμαι εγώ αυτός που θα κρατήσει οικονομικά την οικογένεια».
Οι Ολυμπιακοί
«Στόχος μου δεν είναι μόνο η πρόκριση στους Ολυμπιακούς αλλά και το χρυσό μετάλλιο, ακόμα έχουμε δουλειά γι’ αυτό. Όταν προκρίνεσαι, βλέπεις το όνειρό σου να γίνεται πραγματικότητα και όλοι αυτοί οι στόχοι εκπληρώνονται, όλη αυτή η σκληρή δουλειά που κάναμε όλον αυτό τον καιρό σιγά-σιγά πιάνει τόπο. Στον τελευταίο αγώνα, με τον Χαμπάτ, επικράτησα με 7-1 στο πρώτο λεπτό. Αν δεν είχα χτυπήσει, θα τον είχα τελειώσει, όπως και τους προηγούμενους, με τεχνική πτώση. Αλλά με όποιο σκορ και να κέρδιζα το ίδιο είναι, το θέμα είναι η νίκη.
Δεν είμαι κανένας ήρωας. Μεγάλωσα μαζί με τα παιδιά του Ασπρόπυργου, τα έβλεπα κάθε μέρα και πριν από την πρόκριση, οπότε δεν άλλαξε τίποτα. Με βλέπουν σαν έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, απλώς μπορεί να μου δώσουν λίγο περισσότερη σημασία. Τα παιδιά εδώ προσπαθούσαν να κάνουν πράγματα που κάνω κι εγώ. Τελείωνε η προπόνηση, όλοι έφευγαν, εγώ συνέχιζα να κάνω κάποια δικά μου πράγματα και τα έβλεπα κι εκείνα να συνεχίζουν, κάνοντας τα ίδια μ’ εμένα. Ένιωθα πολύ όμορφα που μπορούσα να δώσω ένα καλό παράδειγμα.
Εγώ δεν είχα κάποιον μέσα στον σύλλογο που να τον βλέπω να δουλεύει τόσο σκληρά, να είναι τόσο αφοσιωμένος, να φέρνει μετάλλια. Τώρα πιστεύω ότι είναι μεγάλο κίνητρο γι’ αυτούς να βλέπουν ότι αποδώ, από τον Ασπρόπυργο, από αυτό το γυμναστήριο, “έχουμε έναν που μπόρεσε, άρα θα μπορέσουμε κι εμείς”».