ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΠΙΜΕΛΗΜΕΝΑ προβαρισμένο viral «ξέσπασμα» της πολιτεύτριας της Ν.Δ. (δεν χρειάζεται και δεν θέλω να αναφέρω το όνομά της) στο Instagram, με τις μελετημένες παύσεις και τα γελάκια (η προετοιμασία για να απαγγείλει κανείς αυτό το λογύδριο φαντάζομαι πως θα μπορούσε να γίνει ένα φανταστικό σουρεαλιστικό μονόπρακτο), σημείωσα το απόσπασμα που μου έκανε περισσότερη εντύπωση.
«Απειλείται η κοινωνία μας, η κοσμοθεωρία μας και όλα όσα έχουμε μάθει! Πρόκειται για τις περιβόητες φωτογραφίες γυναικών οι οποίες αναδεικνύουν τα τριχωτά σημεία του σώματός τους. Αφήνουν τρίχες στα πόδια και το φωτογραφίζουν, τρίχες στη μασχάλη, τρίχες στο μουστάκι, ραγάδες, πανάδες, κυτταρίτιδα και οτιδήποτε άλλο αντιαισθητικό υπάρχει πάνω τους. Και αναρωτιέμαι, στους άντρες μπορεί να αρέσουν ή να μην αρέσουν, αλλά ας το αφήσουμε στην άκρη αυτό. Εγώ που είμαι γυναίκα αισθάνομαι άβολα, αισθάνομαι ντροπή και απεχθάνομαι να βλέπω τέτοιου είδους φωτογραφίες. Και είμαι γυναίκα. Δεν μου αρέσει όλο αυτό που βλέπω. Και δεν καταλαβαίνω, αφού το αγαπάς τόσο πολύ το αξύριστο πόδι σου, εγώ γιατί πρέπει να το δω; Το βλέπεις εσύ και το χαίρεσαι. Εγώ γιατί να το βλέπω; Γιατί προσπαθείς να μου περάσεις ότι όλο αυτό είναι πάρα πολύ όμορφο και πάρα πολύ ωραίο και πάρα πολύ φυσιολογικό; Δεν είναι. Είναι άσχημο».
Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση. Το πρώτο ήταν η πεποίθηση πως ένα μη τέλειο γυναικείο σώμα είναι πάντα περιστασιακό, στον δρόμο της βελτίωσης για να γίνει καλύτερο, πιο νεανικό, πιο όμορφο, πιο αδύνατο, χωρίς «ατέλειες». Το σώμα μοιάζει με ένα άθροισμα σάρκας, όσο πιο καλή αφαίρεση κάνεις τόσο πιο κερδισμένη βγαίνεις, μέχρι να εξαϋλωθείς ως την ανυπαρξία.
Στην Ελλάδα όλες λίγο ή πολύ μεγαλώσαμε σε μια πατριαρχική κοινωνία που δίνει μεγάλη βαρύτητα στη γυναικεία εξωτερική εμφάνιση, στον γυναικείο ανταγωνισμό, και κυρίως μας μαθαίνει πως ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε είναι η διαρκής και ανελέητη κριτική των άλλων γυναικών κυρίως στο ρινγκ της εξωτερικής εμφάνισης.
Οι φεμινίστριες του ‘70 έλεγαν ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό. Ο αγώνας για την αυτοδιάθεση στο σώμα μας, το ζήτημα των εκτρώσεων που επανέρχεται ξανά και ξανά (ακόμα και στην ελληνική επικαιρότητα από παρα-εκκλησιαστικούς κύκλους), αποδεικνύουν ακόμα και στους πιο δύσπιστους πως το γυναικείο σώμα παραμένει πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Σε συναισθηματικό επίπεδο το γυναικείο σώμα είναι ένα ναρκοπέδιο, μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Μια μάχη με τον χρόνο, τη βαρύτητα και τα κιλά, ένας διαγωνισμός με κριτήριο τον έλεγχο. Πόσο πετυχημένα μπορείς να ελέγξεις το σώμα σου - ένα σώμα που αρνείται να σε υπακούσει, που φουσκώνει και αδυνατίζει, που έχει περίοδο, που χάνει μωρά, που πονάει, που αρνείται να σου δώσει παιδιά όταν τα ζητάς. Πόσο αδύνατη μπορείς να είσαι; Πόσα αντέχεις να στερηθείς; Πόσο πόνο, χρόνο και χρήμα σκοπεύεις να διαθέσεις σε αυτό το σώμα;
Το δεύτερο που μου φάνηκε ενδιαφέρον είναι η επιχειρηματολογία αυτού που αποκαλούμε «pick me girl»· με δυο λόγια τη γυναίκα που δεν είναι «σαν τις άλλες γυναίκες», μια γυναίκα που έχει εσωτερικεύσει τον μισογυνισμό και αποζητά την επιβεβαίωση των ανδρών.
Στην Ελλάδα όλες λίγο ή πολύ έχουμε υπάρξει αυτό το κορίτσι. Μεγαλώσαμε σε μια πατριαρχική κοινωνία που δίνει μεγάλη βαρύτητα στη γυναικεία εξωτερική εμφάνιση, στον γυναικείο ανταγωνισμό, και κυρίως μας μαθαίνει πως ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε είναι η διαρκής και ανελέητη κριτική των άλλων γυναικών κυρίως στο ρινγκ της εξωτερικής εμφάνισης.
Συνήθως οι γυναίκες που «δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες» λένε φράσεις όπως «δεν έχω φίλες γυναίκες γιατί δεν με συμπαθούν και δεν ξέρω γιατί. Έκανα πάντα παρέα με άντρες, που είναι πιο ευθείς και απλοί. Νιώθω πως οι γυναίκες με ζηλεύουν». Στον εργασιακό χώρο είναι οι γυναίκες που στην καλύτερη των περιπτώσεων αγνοούν τις άλλες γυναίκες αλλά ανθίζουν σαν λουλούδια κάθε φορά που μπαίνει ένας άντρας στο δωμάτιο, τον οποίον και συνήθως θεωρούν πολύ πιο αξιόπιστο από τις συναδέλφους τους.
Το χειρότερο είναι πως, ενώ περιμένουν την ανταμοιβή τους από την πατριαρχία που είναι τόσο καλά, υπάκουα κορίτσια, αυτή δεν έρχεται σχεδόν ποτέ να τους χαϊδέψει τρυφερά τα μαλλάκια. Τι κρίμα!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.