ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ των ημερών: η άφιξη μεγάλων κρουαζιερόπλοιων στη Βενετία συνοδεύτηκε από διαμαρτυρίες εναντίον της προσέγγισης των γιγάντιων πλοίων στην ιστορική πόλη. Την ίδια στιγμή, άλλα πανό –προφανώς, από διαφορετική μερίδα κατοίκων– καλωσόριζαν τα πλοία με ανακούφιση, μετά τους σκληρούς μήνες των πανδημικών απαγορεύσεων και της οικονομικής επιβράδυνσης.
Έχουμε εδώ μια εικόνα από το παρόν που γνέφει προς το μέλλον. Μέσα στην πανδημία μιλήσαμε πολύ για τις αντικρουόμενες προτεραιότητες, το πώς η μία αξία υπονόμευε την άλλη, για τη διαρκή ένταση μεταξύ υγειονομικών και οικονομικών στόχων. Κυρίως για το πώς μια βίωση της ελευθερίας (ως ατομικής επιλογής) συγκρούστηκε έντονα με τον συλλογικό αυτοπεριορισμό.
Φαίνεται, όμως, ότι αυτές οι τριβές θα γίνουν ο κανόνας όχι μόνο σε εμβληματικά και εντυπωσιακά παραδείγματα, όπως αυτό που ανοίγει το άρθρο, αλλά και σε χαμηλότερες κλίμακες. Δύσκολα συμβιβάσιμοι στόχοι θα εμφανίζονται με αξιώσεις, απαιτώντας από την εξουσία να πάρει θέση και ζητώντας τη συμπαράσταση της υπόλοιπης κοινωνίας.
Μέσα στην αριστερά πιστεύουν, φυσικά, πως μπορεί να βρουν έρεισμα στους υπέρμαχους του παραδοσιακού τοπίου ή στους εχθρούς των κρουαζιερόπλοιων και άλλων υπερκαπιταλιστικών εκδοχών αναψυχής. Από την άλλη, όμως, χάνουν κάθε επαφή με εκείνον τον κόσμο που το εισόδημα αλλά και οι τρόποι ζωής του δεν θέλουν το ήπιο, το απόκεντρο και το εναλλακτικό.
Στις σύγχρονες κοινωνίες, βέβαια, πάντα μιλούσαμε για συγκρούσεις γύρω από συμφέροντα, εικόνες ζωής και ιδιοτέλειες. Όμως για ένα μεγάλο διάστημα μεσολάβησαν σημαντικές δυνάμεις που υποχρέωναν ετερόκλητες ομάδες σε κοινούς τόπους. Στη δημόσια ρητορική αυτόν τον ρόλο έπαιξε η τελετουργική αναφορά στους «εργαζόμενους», κατηγορία αρκούντως θολή που μέσα της χωρούν πλήθος επαγγελματικών κατηγοριών και ειδικά καθεστώτα. Ή, μια και γίνεται λόγος αυτόν τον καιρό και με αφορμή τη μελέτη του Παναγή Παναγιωτόπουλου, στη γεφύρωση και την εξημέρωση των διαφορών βοήθησαν το ιδεώδες της μεσαίας τάξης και η επιθυμία πολλών να ανήκουν σε αυτήν.
Για δεκαετίες, μαζί με τον κατακερματισμό και τις διαιρέσεις (που ποτέ δεν σταματούν φυσικά) επιδρούσαν ισχυρές αντίρροπες τάσεις «ενοποίησης» της κοινωνίας, είτε ήταν η αναφορά στις επιτυχίες κάποιου εθνικισμού είτε ένα υποσχόμενο κοινωνικό και μορφωτικό ιδεώδες. Κυρίως, όμως, ήταν η ακαταγώνιστη δημόσια αίσθηση ότι το επίπεδο γενικά ανέβαινε, ότι κάθε γενιά βελτίωνε τους όρους ζωής της και ότι οι νέες επιθυμίες μπορούσαν να βρουν άμεση ικανοποίηση ή, έστω, να εκπληρωθούν σε σύντομο χρόνο.
Αυτά, ωστόσο, αποτελούν ένα υλικό του παρελθόντος. Οι ομπρέλες όπου βρήκαν θαλπωρή περισσότερες ομάδες, αιτήματα και διεκδικήσεις έχουν δώσει τη θέση τους σε πιο γυμνές και σκληρές ταυτότητες. Και οι πολιτικές ελίτ πιστεύουν ακόμα πως, προσθέτοντας τη μία αξία πλάι στην άλλη, τοποθετώντας τα αιτήματα της μιας ομάδας πλάι στις απαιτήσεις της άλλης, ρυθμίζουν το πρόβλημα.
Στο παράδειγμα της Βενετίας λέγεται, ας πούμε, ότι υπάρχει τρόπος να συνυπάρξουν η ήπια διάσταση και ο υπερτουρισμός, η ησυχία και το εμπόριο, η πόλη-σύμβολο παγκόσμιο και το συμφέρον των κατοίκων της. Όμως μια τέτοια εξαγγελία, που τη γνωρίζουμε και από δικές μας εμπειρίες, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα χωρίς την οπισθοχώρηση του ενός μέρους. Κάποιος θα πρέπει να κάνει πίσω περισσότερο από τον άλλον, αυτό είναι το κοινό μυστικό όλων των αντιπαραθέσεων και των διαφωνιών στις σύνθετες κοινωνίες.
Από την άλλη, οι λεγόμενοι θετικοί στόχοι γίνονται μια σειρά από καλογραμμένες προτάσεις και bullet points σε κομματικές παρουσιάσεις. Υποτιμούν τα ρήγματα, ιδίως όταν αυτά είναι μικρά, τοπικά και δεν μπορούν να παρασύρουν τη συνολική ζωή μιας χώρας. Στην Ιταλία, πριν από δεκαετίες, γίνονταν φόνοι στο όνομα της πολιτικής αντίθεσης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τώρα (και εδώ και καιρό άλλωστε) διαπιστώνεται απλώς ότι δεν μπορούν να συνεννοηθούν αυτοί που θέλουν να βοηθήσουν τους μετανάστες με εκείνους που δεν θέλουν άλλους μετανάστες, αυτοί που ζητούν την εγκατάλειψη του υπερτουρισμού κι εκείνοι που συντηρούνται προσκολλημένοι στο συγκεκριμένο μοντέλο. Όπως δεν μπορούν στα δικά μας μέτωπα να συνεννοηθούν οι εχθροί των ανεμογεννητριών με όσους τις αποδέχονται.
Σε αυτόν τον τύπο διαφωνίας οι μεν φτάνουν να απεχθάνονται τρόπους ζωής και μορφές δραστηριότητας συμπολιτών τους. Η δυσφορία έτσι παίρνει μια μορφή που δεν μπορεί να την επεξεργαστεί κανείς πολιτικά και να την κάνει κάτι προωθητικό για το σύνολο: αντιθέσεις «κουφές» και συγχρόνως άνθρωποι που δεν ακούνε ή που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν καν τι μπορεί να λέει ο άλλος.
Αυτή η ασυνεννόητη διαίρεση είναι κάτι που δεν μπορούν να αντέξουν οι βαριές μηχανές της πολιτικής. Μέσα στην αριστερά πιστεύουν, φυσικά, πως μπορεί να βρουν έρεισμα στους υπέρμαχους του παραδοσιακού τοπίου ή στους εχθρούς των κρουαζιερόπλοιων και άλλων υπερκαπιταλιστικών εκδοχών αναψυχής (για να έλθω στο αρχικό, ιταλικό μου παράδειγμα). Από την άλλη, όμως, χάνουν κάθε επαφή με εκείνον τον κόσμο που το εισόδημα αλλά και οι τρόποι ζωής του δεν θέλουν το ήπιο, το απόκεντρο και το εναλλακτικό. Η πολιτική τάξη γενικά επιχειρεί παντού να ισορροπήσει με λεκτικές κατασκευές ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, στις παλαιότερες μορφές ζωής και στις καινούργιες ευαισθησίες.
Αυτό σημαίνει πως η ικανότητα σύνθεσης γίνεται σπάνιος πόρος. Ρητορικά παραμένει περιζήτητος, όταν όμως πάει κανείς να τον δοκιμάσει στη ζωντανή και ρευστή κοινωνία, κινδυνεύει να πνιγεί. Γιατί, εν τέλει, μπορεί το κρουαζιερόπλοιο να μην πρέπει να δέσει και να προσπεράσει. Ή, αντιθέτως, οι πόλεις και οι τόποι να συμφιλιωθούν πια με τον εαυτό τους ως αξιοθέατα για τις μάζες, αποχαιρετώντας διά παντός την ηρεμία τους. Σε ορισμένα από τα σύγχρονα ρήγματα ενδέχεται να μην έχουμε στη διάθεσή μας τον αγαπημένο μας τρίτο δρόμο ή μια εναλλακτική αμοιβαίας ικανοποίησης.
Όπως όμως και αν συμβεί στην πανδημική φάση, έχουν σημασία οι παραδοχές και μια ορισμένη διάθεση ειλικρίνειας. Φυσικά, όση ειλικρίνεια μπορεί να περάσει από τα πολλά φίλτρα και τις έντεχνες αποσιωπήσεις της πολιτικής γλώσσας. Ως γνωστόν, σε αυτήν τη ζωή κανένας δεν θέλει να απογοητεύει τον άλλον, λέγοντας πως αυτό «δεν γίνεται». Και πιο πολύ ακόμα στην πολιτική, όπου όλοι είμαστε παιδιά της ιδέας πως αρκεί η πολιτική βούληση. Αρκεί;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.