— Αρχικά, τι θα λέγαμε ότι είναι οι Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις (ΕΔΕ);
ΕΔΕ διενεργείται όταν κάποια δημόσια υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις που αφορούν τη διάπραξη ενός πειθαρχικού παραπτώματος από έναν ή περισσότερους υπαλλήλους. Η διενέργειά της αποσκοπεί στη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης του παραπτώματος, τη διερεύνηση των συνθηκών της πράξης και, όπως είναι φυσικό, τον προσδιορισμό των προσώπων που ευθύνονται. Πρακτικά, εκείνος που διενεργεί την ΕΔΕ προβαίνει σε ανακριτικές πράξεις, δηλαδή έρευνες, αυτοψία, συλλογή εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων, εξετάσεις μαρτύρων και, ασφαλώς, την εξέταση των ίδιων των εμπλεκομένων ως υπόπτων τέλεσης της πράξης. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά από μόνη της έναρξη της πειθαρχικής δίωξης αλλά καλείται να κρίνει αιτιολογημένα εάν αυτή η δίωξη πρέπει να ασκηθεί με την παραπομπή της υπόθεσης στα μεταγενέστερα στάδια (ανάκριση ή πειθαρχικό συμβούλιο).
«Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των ΕΔΕ, που δρα ταυτόχρονα ως τροχοπέδη στην ουσιαστική εκπλήρωση των στόχων τους, είναι η διενέργειά τους αυστηρώς εντός των τειχών της ίδιας της υπηρεσίας, με τους αυτονόητους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται από την άποψη της μη αντικειμενικότητας, των πολλαπλών εξαρτήσεων και της κακώς νοούμενης "συναδελφικότητας"».
— Πότε διενεργείται ΕΔΕ και ποιος ο σκοπός της;
Η διαδικασία της ΕΔΕ κινείται όταν περιέλθουν σε γνώση της διοίκησης πληροφορίες σχετικά με την τέλεση παραπτώματος που εμπίπτει στο Πειθαρχικό Δίκαιο. Η αξία της ΕΔΕ είναι αδιαμφισβήτητη από πρακτικής απόψεως επειδή αποτελεί το πρώτο βήμα του πειθαρχικού ελέγχου και, συνεπώς, μέσω αυτής συλλέγεται για πρώτη φορά το αποδεικτικό υλικό, εξετάζονται οι μάρτυρες που εκ των πραγμάτων μπορούν να πληροφορήσουν τις αρχές σχετικά με την τέλεση ή μη μιας πειθαρχικά ελεγχόμενης πράξης και καταγράφεται μια συνολική εκτίμηση των περιστατικών της υπόθεσης. Σημαντικό είναι, επίσης, να διευκρινιστεί ότι η ΕΔΕ δεν αφορά αυτή καθαυτή την ποινική διερεύνηση μιας υπόθεσης. Η ποινική έρευνα κινείται παράλληλα και, καταρχήν, ανεξάρτητα από τον πειθαρχικό έλεγχο. Το πειθαρχικό σκέλος επαφίεται στα όργανα της διοίκησης, ενώ οι εισαγγελικές και προανακριτικές αρχές ενεργούν αυτόνομα από τη σκοπιά της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
δικηγόρος στον Άρειο Πάγο
Ωστόσο, αποτελεί κανόνα το ότι το υλικό της ΕΔΕ, μαζί με το πόρισμα αυτής, εντάσσεται και στην αντίστοιχη ποινική δικογραφία. Δεν είναι λίγες οι φορές, μάλιστα, που το περιεχόμενο του φακέλου μιας καλά δομημένης ΕΔΕ αποτελεί κρίσιμο στοιχείο και για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, εμπλουτίζοντας το υλικό της ποινικής δικογραφίας με αποδεικτικά μέσα που με διαφορετικό τρόπο ίσως και να ήταν δυσχερές να εντοπισθούν και αξιοποιηθούν. Όλα τα παραπάνω, βέβαια, επαφίενται στον υπηρεσιακό «πατριωτισμό» του προσώπου που διενεργεί την ΕΔΕ, η επιμέλεια, η συστηματικότητα και η γενικότερη συγκρότηση του οποίου συντελούν στην επίτευξη των στόχων. Βασικότερη, ωστόσο, προϋπόθεση, είναι η αμεροληψία του διενεργούντος την εξέταση. Ατυχώς, το νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει ότι την ΕΔΕ τη διενεργεί ανώτερος υπάλληλος του ίδιου υπουργείου ή του ίδιου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και πολλές φορές η κοινή υπηρεσιακή στέγη ελέγχοντος και ελεγχομένου δρα ως ανασταλτικός παράγοντας αναφορικά με το ουσιαστικό βάθος της έρευνας και την αξιοπιστία των πορισμάτων.
— Είναι αλήθεια ότι πολλές ΕΔΕ καταλήγουν στο αρχείο; Γίνονται για τα μάτια του κόσμου;
Η ΕΔΕ, σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο, ολοκληρώνεται με την υποβολή «αιτιολογημένης έκθεσης» από εκείνον που την ενεργεί, η οποία πρέπει να συνοδεύεται και από το αποδεικτικό υλικό. Πράγματι, είναι γεγονός ότι μεγάλος αριθμός των ΕΔΕ καταλήγει σε απαλλακτικά πορίσματα, με την έννοια ότι δεν προτείνεται ο περαιτέρω πειθαρχικός έλεγχος, καθώς δεν διαπιστώνεται η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από τους ελεγχόμενους υπαλλήλους. Εξίσου συχνές είναι οι περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται μεν κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, αλλά αυτό υποβαθμίζεται, αποδιδόμενο σε αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου. Η ισοπεδωτική αντίληψη, ωστόσο, ότι οι ΕΔΕ γίνονται αποκλειστικά και μόνο «για τα μάτια του κόσμου» δεν ευσταθεί. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις που οι διενεργηθείσες ΕΔΕ έχουν παραγάγει πλούσιους αποδεικτικούς καρπούς, που έχουν συντελέσει σημαντικά στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και στον εντοπισμό (και μετέπειτα τιμώρηση) υπαλληλικών παραβάσεων μεγάλης κλίμακας και ιδιαίτερης απαξίας.
— Τι θα λέγατε ότι μπορεί να αλλάξει; Το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν χρειάζεται εκσυγχρονισμό και περαιτέρω έλεγχο;
Είναι ένα ερώτημα που δεν αφορά μόνον το κανονιστικό, με τη στενή έννοια, πλαίσιο ή το ευρύτερο πειθαρχικό δίκαιο αλλά μάλλον μια γενικότερη κουλτούρα λειτουργίας, διοίκησης και αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των ΕΔΕ, που δρα ταυτόχρονα ως τροχοπέδη στην ουσιαστική εκπλήρωση των στόχων τους, είναι η διενέργειά τους αυστηρώς εντός των τειχών της ίδιας της υπηρεσίας, με τους αυτονόητους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται από την άποψη της μη αντικειμενικότητας, των πολλαπλών εξαρτήσεων και της κακώς νοούμενης «συναδελφικότητας».
Η κοινή εμπειρία καταδεικνύει ότι οι κίνδυνοι αυτοί συχνά μετουσιώνονται σε ελεγκτική αδράνεια και τυπική διεκπεραίωση ελέγχων, οι οποίοι θα όφειλαν να είναι διεισδυτικοί και τολμηροί. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι ΕΔΕ, με την πεπατημένη που έχει διαμορφωθεί μέσα από την κοινή πρακτική της δημόσιας διοίκησης, έχουν σταματήσει να προσφέρουν αποτελεσματικό έργο. Τα τολμηρά βήματα που οι καιροί απαιτούν θα έπρεπε να συμπεριλάβουν τις προσεγγίσεις και τις βέλτιστες πρακτικές της ελεγκτικής, προσαρμοσμένες μεν στις υπηρεσιακές ανάγκες, αλλά με αδιάβλητα ελεγκτικά όργανα και αυστηρή μεθοδολογία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.