Η αμερικανική κυβέρνηση έκλεισε την έρευνα για την περιβόητη άγρια δολοφονία ενός μαύρου εφήβου στο Μισισιπή του 1955, καθώς κατέστη ανέφικτη η επιβεβαίωση ισχυρισμού συγγραφέα περί αναίρεσης της κατάθεσης πρωταγωνίστριας της υπόθεσης.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έκανε τη σχετική ανακοίνωση μετά τη συνάντηση με τους συγγενείς του Έμετ Τιλ στο Ιλινόϊ χθες, Δευτέρα.
Ο 14χρονος από το Σικάγο απήχθη, βασανίστηκε, δολοφονήθηκε, με τους δράστες να πετούν το πτώμα του στο ποτάμι, μετά από καταγγελία λευκής γυναίκας πως την είχε παρενοχλήσει μέσα σε κατάστημα.
Η άγρια δολοφονία του και η επιμονή της μητέρας του να παραμείνει ανοιχτό το φέρετρο στην κηδεία του ώστε να κάνει το γύρο της Αμερικής το φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπο τού παιδιου της, σόκαρε, συντάραξε και κινητοποίησε περαιτέρω το «άγουρο» ακόμη κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων.
Γιατί άνοιξε εκ νέου ο φάκελος
Το υπουργείο Δικαιοσύνης άνοιξε ξανά την υπόθεση το 1018 όταν ένα βιβλίο έθεσε εν αμφιβόλω την κατάθεση της λευκής γυναίκας που ήταν κομβική.
Η Καρολάιν Μπράιαν Ντόναμ είχε καταθέσει πως, το απόγευμα της 24ης Αυγούστου του 1955 στο Μάνι του Μισισιπή, ο Έμετ μπήκε στο οικογενειακό παντοπωλείο όπου βρισκόταν μόνη, την άρπαξε από τη μέση, ξεστόμισε μια βωμολοχία και τη ζήτησε σε ραντεβού.
Ωστόσο, σε ένα βιβλίο τού 2017 («The Blood of Emmett Till») από τον ιστορικό Τίμοθι Τάισον, η ίδια φέρεται να αναιρεί την εκδοχή αυτή.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Μπράιαν υπέδειξε -στην πρώτη της γνωστή συνέντευξη- πως η κατάθεσή της στο δικαστήριο έξι δεκαετίες νωρίτερα για τη φερόμενη σεξουαλική παρενόχληση από τον Έμετ, ήταν αβάσιμη.
«Αυτό το κομμάτι δεν είναι αληθές. Τίποτα απ'όσα έκανε το παιδί δεν θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογήσει αυτό που του συνέβη» φέρεται να είπε η Ντόναμ, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας.
Ωστόσο, με ανακοίνωσή του το υπουργείο Δικαιοσύνης αναφέρει πως το FBI ανέκρινε την Ντόναμ η οποία αρνήθηκε πως είχε αποποιηθεί ποτέ την κατάθεσή της.
Έτσι, οι αρχές κατέληξαν πως «δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν πως ανέφερε ποτέ στον καθηγητή (Τάισον) πως κάποιο μέρος της κατάθεσής της ήταν αναληθές».
«Παρότι ο καθηγητής υποστήριξε πως είχε ηχογραφήσει δύο συνεντεύξεις μαζί της, προσκόμισε στο FBI μόνο τη μία ηχογράφηση στην οποία δεν περιλαμβανόταν κάποια αναίρεση» προσθέτει η ανακοίνωση.
«Ο καθηγητής επίσης παρείχε αντιφατικές εξηγήσεις για το αν η χαμένη ηχογράφηση περιείχε τη φερόμενη αναίρεση ή αν, αντ'αυτού, η γυναίκα έκανε την επίμαχη παραδοχή πριν ξεκινήσει να ηχογραφεί τη συνέντευξη» σημειώνεται.
Επιπλέον, οι αξιωματούχοι του Δικαιοσύνης ανέφεραν πως δεν υπήρχε κάτι που να επιβεβαιώνει πως η Ντόναμ είχε αναιρέσει την πρότερη μαρτυρία της σε κανένα σημείο των απομαγνητοφωνημένων κειμένων του Τάισον.
Η νύφη της Ντόναμ, Μάρσα Χόλεϊ Μπράιαντ ήταν παρούσα στις δύο ηχογραφήσεις με τον Τάισον και, όπως υποστηρίζει κι εκείνη, η πεθερά της ποτέ δεν ανακάλεσε την παλιά της εκδοχή.
«Η Καρολάιν άρχισε να τα ξερνάει προτού αρχίσω την ηχογράφηση. Κατέγραψα τις λέξεις της προσεκτικά. Το ρεπορτάζ μου είναι βράχος. Στέκομαι δημοσίως και λέω την αλήθεια όπως τη βλέπω βάσει αδιάσειστων στοιχείων» ανέφερε ο ερευνητής και ιστορικός στο πανεπιστήμιο Ντιουκ της Βόρειας Καρολίνα, σε μέιλ του προς το NBC.
Το χρονικό
H 87χρονη Ντόναμ σπανίως μίλησε έκτοτε δημοσίως για την υπόθεση αυτή. Ο πρώην σύζυγός της και ο ετεροθαλής αδερφός του ομολόγησαν τη δολοφονία, αφότου όμως είχαν αθωωθεί από δικαστήριο λευκών - κάτι που τους παρείχε ασυλία πως δεν θα ξαναδικάζονταν.
Το καλοκαίρι του 1955, ο 14χρονος Έμετ ταξίδεψε από το Σικάγο στο δέλτα του Μισισιπή για να επισκεφτεί συγγενείς του. Εκείνη την ημέρα του Αυγούστου, μπήκε στο παντοπωλείο των Ντόναμ για να αγοράσει γλυκίσματα. Παρότι οι μαρτυρίες για το τι συνέβη είναι πολλές, αντικρουόμενες και ασαφείς, σύμφωνα με τον ξάδερφο του 14χρονου, Σιμεόν Ράιτ που ήταν παρών στο συμβάν, ο Έμετ σφύριξε, αλλά ποτέ δεν μίλησε, στην Ντόναμ, μια λευκή παντρεμένη.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο σύζυγός της και ο αδερφός του (νεκροί εδώ και χρόνια) έσυραν τον Έμετ από το κρεβάτι του σπιτιού του θείου του, τον βασάνισαν και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Το πτώμα του βρέθηκε λίγα 24ωρα μετά πεταμένο σε ποτάμι της περιοχή.
Ο Ρόι Μπράιαντ και ο Τ.Γ Μίλαμ συνελήφθησαν για τη δολοφονία του και αθωώθηκαν μετά από δικαστική διαδικασία μόλις μιας ώρας από ένα σώμα λευκών ενόρκων.
Μήνες μετά, ομολόγησαν το έγκλημα σε περιοδικό της εποχής, επιμένοντας πως δεν είχαν κάνει κάτι λάθος.
Με πληροφορίες από BBC/New York Times