«Αρμάδες» πλασμάτων της θάλασσας που μοιάζουν με «εξωγήινα» ξεβράζονται στις ακτές της Αυστραλίας, εξαιτίας του ζεστού καιρού, αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν τους πολίτες ότι δεν πρέπει να τα αγγίζουν.
Τα bluebottles- είδος που ανήκει στα σιφωνοφόρα- ξεβράζονται σε ακτές στη Νέα Νότια Ουαλία, τη Βικτόρια, τη Νότια Αυστραλία και την Τασμανία σε «αριθμούς που προκαλούν κατάπληξη» τους τελευταίους μήνες, λόγω του θερμότερου καιρού, δήλωσε η δρ. Λίσα-αν Γκέρσουιν, ειδική στις μέδουσες.
«Σίγουρα μας τρομοκρατούν φέτος. Είναι πραγματικά παράξενα, εξωγήινα πλάσματα. Δεν έχουν καμία σχέση με ανθρώπους, ζώα, κοράλλια ή πράγματα που καταλαβαίνουμε ενστικτωδώς. Έχουν απλά ένα δικό τους είδος παραξενιάς με τόσο ωραίο τρόπο»., συμπλήρωσε.
Ένας πληθυσμός bluebottles εν κινήσει είναι γνωστός ως «αρμάδα». Το είδος προέρχεται εξελικτικά από τις μέδουσες, σημειώνει ο Guardian. Κάθε πληθυσμός bluebottle επιπλέει στην επιφάνεια του ωκεανού και αποτελείται από «απίστευτο αριθμό» μεμονωμένων «αποικιών». Κάθε μεμονωμένη αποικία είναι ερμαφρόδιτη, με αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα. Επίσης, κάθε αυτόνομο μέρος είναι υπεύθυνο για τη δική του λειτουργία, όπως η σίτιση, το τσίμπημα ή η αναπαραγωγή.
Το αντίστοιχο για τους ανθρώπους θα ήταν σαν κάθε χέρι και πόδι να λειτουργούσε εντελώς αυτόνομα, με το κάθε μέλος να έχει τη δική του σημαντική δουλειά που απαιτείται για να διατηρηθεί ζωντανό το σύνολο, εξήγησε η Γκέρσουιν.
Υπάρχουν ακόμη πολλά να μάθουμε για τη βιολογία αυτού του «απίστευτου επιτεύγματος της φύσης», επεσήμανε η ίδια, καθώς ήταν δύσκολο να βρεθεί από πού προέρχονται και μετά να μελετηθούν προτού ολοκληρώσουν τον κύκλο ζωής τους.
Όμως, αυτό που είναι γνωστό είναι πως οι σύνθετες μεταβολές που προκαλεί η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να δημιουργούν ιδανικά περιβάλλοντα αναπαραγωγής για τα bluebottles και κάποια είδη μεδουσών ήδη αναπαράγονται «πιο γρήγορα από τα κουνέλια».
Αν κάποιος βρει bluebottle στην παραλία, δεν πρέπει να το αγγίξει, να το τρυπήσουν ή να το πατήσει, γιατί ακόμη και πεθαίνοντας μπορεί να τσιμπήσει, προειδοποίησε η Γκέρσουιν. «Αυτά τα πράγματα πονάνε τρελά», τόνισε.
Το είδος εκκρίνει μια μικροσκοπική βλέννα στα πλοκάμια του, που δεν είναι ορατή και δεν γίνεται αισθητή όταν την αγγίξει κάποιος, αλλά περιέχει χιλιάδες κύτταρα που είναι «οπλισμένα και επικίνδυνα», καθώς εγχέουν δηλητήριο στο δέρμα κατά την επαφή.
Ακόμη κι αν κάποιος χρησιμοποιήσει ένα ραβδί για να σκουντήξει ένα τέτοιο πλάσμα, θα συλλέξει τη μικροσκοπική μεμβράνη που μετά μπορεί να τη βρει ένας σκύλος ή ζώο, αν μείνει πίσω. Επίσης, έχουν υπάρξει περιπτώσεις στις οποίες μικρά παιδιά πάτησαν τα πλάσματα και το δηλητήριο πετάχτηκε στα μάτια κάποιου που παρακολουθούσε.
Η Γκέρσουιν, που κάποτε επέτρεψε να τσιμπηθεί 80 φορές για να δοκιμάσει διάφορες μεθόδους αντιμετώπισης, είπε ότι ο πόνος είναι πολύ έντονος και μπορεί να συγκριθεί με το να σε πιτσιλάει καυτό λάδι.
«Επέτρεψα η περιέργειά μου να επικρατήσει της λογικής. Ήταν αναμφίβολα το πιο ανόητο πράγμα που έχω κάνει ποτέ. Πλήρωσα το τμήμα: πονούσα πολύ και πρήστηκα πολύ. Δεν συνιστώ σε κανέναν το ίδιο», δήλωσε.
Αν κάποιος τσιμπηθεί, συμπλήρωσε πρώτα πρέπει να ξεπλύνει το σημείο με θαλασσινό νερό, προτού το καθαρίσει είτε με πολύ ζεστό είτε με πολύ κρύο νερό. Ακόμη κι αν δεν κάνει τίποτα, ο πόνος θα υποχωρήσει έπειτα από 30 λεπτά.
Με πληροφορίες από Guardian