Ο δημιουργός του Dazed and Confused και της Before… ρομαντικής τριλογίας δεν είναι σταρ για να γνωρίζουμε με λεπτομέρειες στοιχεία της προσωπικής του ζωής και της παιδικής του ηλικίας. Ωστόσο λάβαμε μια γενναία αυτοβιογραφική πληροφόρηση για τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ από το αριστούργημά του, το Boyhood.
Στο Apollo 10½, που, όπως μας προειδοποιεί από το ξεκίνημα, προκύπτει από τη φαντασία του (αντί να αναγράφει το τυπικό credit της σκηνοθεσίας), ο Στάνλεϊ, που του μοιάζει πολύ, είναι ένα αθλητικό, θετικό, φιλομαθές αγόρι που γεννήθηκε το 1960 στο Χιούστον. Δεν είναι το μοναχοπαίδι που μεγάλωσε με τη χωρισμένη μητέρα και τον πατριό, που γνωρίσαμε στο υπέροχο δράμα ενηλικίωσης του 2013, αλλά ο βενιαμίν μιας οικογένειας με έξι παιδιά και μονοιασμένους γονείς.
Ένα δίδυμο ερευνητών της NASA τον ξεχωρίζει στο σχολείο του και του εμπιστεύεται, υποτίθεται, μια πειραματική αποστολή στη Σελήνη, ακριβώς την ίδια περίοδο που ο κόσμος κρατά την ανάσα του το καλοκαίρι του 1969, όταν η Αμερική ετοιμάζεται πυρετωδώς για την εκτόξευση του διαστημόπλοιου Απόλλων 11.
Μετά τη στρατολόγηση του μικρού και τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής του στα κεντρικά, πάντα κρυφά και μαγικά, αφού όλα συμβαίνουν στο μυαλό του και σε απόλυτο παραλληλισμό με το πρόγραμμα του Άρμστρονγκ και της παρέας του, ο Λινκλέιτερ επιχειρεί μια ενδελεχή παρένθεση, θέτοντας το πλαίσιο της δεκαετίας που προηγήθηκε και των συνθηκών που επικρατούν εκείνο το καλοκαίρι της προσσελήνωσης.
Σε αυτήν ακριβώς τη χώρα, που η κοινωνία της παρατηρούσε τηλεσκοπικά τη σπουδαία στιγμή υπερηφάνειας, καταμεσής του ντροπιαστικού, διχαστικού πολέμου στο Βιετνάμ, με τον Ψυχρό Πόλεμο να παρατείνεται έξω από τον πλανήτη, ο Λινκλέιτερ βουτά μικροσκοπικά μέσα στη γειτονιά του και στις προσλαμβάνουσες που είχε, τα βιώματα και τις επιθυμίες, για να επισκεφθεί ένα φαντασιακό και συνάμα αληθινό μεγάλωμα, ονειρικό χρονικό και κάψουλα της περιόδου που δεν μοιάζει με καμία, γιατί μας ανήκει τόσο έντονα, που βρίσκουμε όλα τα αντικειμενικά κριτήρια να την αναδείξουμε στη «μοναδικότερη» σε σύγκριση με τις άλλες.
Ο δικός του Απόλλων, «μισός» στην ονομασία του, αλλά εξίσου ορμητικός και σημαντικός στη σύλληψη, μεταξύ του δέκατου που έληξε άδοξα και τραγικά και του καλού και αξέχαστου ενδέκατου, είναι η συλλογική φαντασίωση όλων των παιδιών που μεγαλώσαμε εκείνη τη δεκαετία, στην κορωνίδα του space age με τη συναρπαστική προοπτική ενός καινούργιου κόσμου και των απεριόριστων δυνατοτήτων για το υπέροχο άγνωστο.
Κι ενώ οι περισσότεροι βάλαμε τον εαυτό μας στη θέση του ατρόμητου μαχητή των αιθέρων της επιλογής και του γούστου μας ή ενός φασκιωμένου αστροναύτη που όμως θα είχε το προνόμιο να πατήσει πρώτος στο υπερπέραν, και μείναμε στο όνειρο της νεότητας, ο Λινκλέιτερ μπόρεσε να μεταφράσει τη νοερή εμπειρία σε δροσερό αλλά και επιμορφωτικό sci-fi κινουμένων σχεδίων, στην υπερρεαλιστική τεχνοτροπία του δικού του Waking Life, όχι όμως ψυχεδελικής απόληξης.
Το ενδιαφέρον της ταινίας, που προβάλλεται στο Netflix, είναι ότι επικεντρώνεται στην πρισματική, αποσπασματική ματιά του μικρού Σταν. Ο πατέρας του είναι υπάλληλος γραφείου στη NASA και η μητέρα ένα ελκυστικό κράμα νοικοκυράς που αναλαμβάνει τη φροντίδα πολυμελούς οικογένειας και της γυναίκας που βλέπει στα '60s την ευκαιρία να απελευθερώσει τις προοδευτικές απόψεις της.
Μετά τη στρατολόγηση του μικρού και τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής του στα κεντρικά, πάντα κρυφά και μαγικά, αφού όλα συμβαίνουν στο μυαλό του και σε απόλυτο παραλληλισμό με το πρόγραμμα του Άρμστρονγκ και της παρέας του, ο Λινκλέιτερ επιχειρεί μια ενδελεχή παρένθεση, θέτοντας το πλαίσιο της δεκαετίας που προηγήθηκε και των συνθηκών που επικρατούν εκείνο το καλοκαίρι της προσσελήνωσης.
Είναι μακρά και περιγραφική η σχεδόν ωριαία παράθεση της κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, αν και συνεχώς διανθίζεται από την περίπου αντικειμενική κάλυψη της ποπ κουλτούρας που διαμόρφωσε τον παρατηρητικότατο Λινκλέιτερ: από τα χιτάκια της τσιχλόφουσκας που άκουγαν οι μικρότερες αδελφές του Σταν και την ψαγμένη ψυχεδέλεια των Τζέφερσον και τους Beatles που πρότεινε η μεγαλύτερη της φαμίλια, ως τα ατελείωτα b-movies στα drive-in και τη Μελωδία της Ευτυχίας που τους έβαζε να παρακολουθούν ad nauseam η καλόκαρδη γιαγιά τους – η άλλη τούς αράδιαζε ακατάσχετες θεωρίες συνωμοσίας, σαν παραμυθάκια με σασπένς και παράνοια.
Κυρίως παρελαύνουν όλες οι τηλεοπτικές σειρές που κυριάρχησαν στα '60s, από τις πολύ γνωστές ως τις άτυχες που κόπηκαν άδοξα. Το οπτικοακουστικό μωσαϊκό του παιδιού που μεγάλωσε στις αλάνες και τη μικρή οθόνη, σαν να ανήκε στην τηλεοπτική Brady Bunch, δίπλα στο πρωτοποριακό Astrodome, και βρισκόταν σε μια ρόδα φουτουριστικού λούνα παρκ όταν το μικρό βήμα για τον άνθρωπο άλλαξε τον κόσμο, μερικά χιλιόμετρα μακριά από τις εντυπωσιακές εγκαταστάσεις της εκτόξευσης, γίνεται το επίκεντρο ενός ιδιότυπου docu-comedy που δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις σκληρές τιμωρίες στο σχολείο καθώς και στις δυσάρεστες στιγμές που έζησε η Αμερική.
Για μια ακόμη φορά δείχνει το ταλέντο ενός κινηματογραφιστή που μας καλωσορίζει στην έμπνευσή του. Αναμένω, όποτε ολοκληρωθεί, το επόμενο μεγαλεπήβολο σχέδιό του, το Merrily we roll along, που βασίζεται στην αρχικά αποτυχημένη, αλλά στη συνέχεια αποκατεστημένη στα μάτια των κριτικών και του κοινού μουσική κωμωδία των Στίβεν Σοντχάιμ και Τζορτζ Φερθ από το 1981, που ο Λινκλέιτερ θα μεταφέρει στο ίδιο χρονικό μοτίβο που επιχείρησε και στο Boyhood, κάνοντας τακτικά γυρίσματα με τους ίδιους ηθοποιούς, όποτε βρίσκουν ευκαιρία ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις τους.
Το «Apollo 10½: A Space Age Childhood» προβάλλεται στο Netflix