Το Εθνικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο στην Ουκρανία ιδρύθηκε το 1920 και είναι μία από τις πιο παλιές και αξιοσέβαστες ιατρικές δομές της χώρας.
Πριν από την ρωσική εισβολή, οι γιατροί θεράπευαν ετησίως περισσότερους από 25.000 καρκινοπαθείς και έκαναν 8.000 χειρουργικές επεμβάσεις.
Η ζωή άλλαξε ανεπιστρεπτί την 24η Φεβρουαρίου για την Ουκρανία. Όμως οι οικολόγοι ήξεραν ότι πρέπει να συνεχίσουν τη δουλειά τους.
Τώρα έπρεπε να λειτουργήσουν όχι μόνο ως το κορυφαίο κέντρο στη χώρα για ασθενείς που χρειάζονταν σωτήρια θεραπεία για τον καρκίνο, αλλά και ως καταφύγιο από την θανατηφόρο πορεία του ρωσικού στρατού.
Για όσους από τους ασθενείς δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή στις πόλεις τους –η Μαριούπολη, η Χερσώνα και οι πόλεις κοντά στο Κίεβο βρίσκονταν είτε υπό βομβαρδισμό είτε υπό κατοχή– το ινστιτούτο ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσαν να μείνουν.
Ο Serhiy πήγε στο Ινστιτούτο στις 22 Φεβρουαρίου, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργείο για καρκίνο του πνεύμονα. Παρέμεινε στο ινστιτούτο με τη σύζυγό του ως τις 20 Απριλίου, πριν πάνε στην δυτiκή Ουκρανία για να συνεχίσει την θεραπεία του.
«Δεν είμαι ο μόνος σε αυτή την περιπέτεια. Υπάρχουν χιλιάδες καρκινοπαθείς από τη Μαριούπολη και άλλες πόλεις, που βρίσκονται τώρα υπό ρωσική κατοχή, και οι οποίοι έμειναν άστεγοι, χωρίς δουλειά, λεφτά. Αλλά πάνω απ΄ όλα πρέπει να συνεχίσουμε τη θεραπεία μας» είπε.
«Οι πρώτες ημέρες της εισβολής έφεραν αβεβαιότητα και μία απότομη παύση στον συνήθη τρόπο που κάναμε τα πράγματα» λέει ο Andriy Beznosenko, επικεφαλής γιατρός στο Ινστιτούτο και ειδικός στον καρκίνο του παχέος εντέρου.
«Το ένα τέταρτο των υπαλλήλων μας δεν μπορούσαν να έρθουν στη δουλειά ή χρειάστηκε να μεταφέρουν τις οικογένειές τους στην δυτική Ουκρανία.»
Αρκετοί ιατροί επιστρατεύτηκαν επίσης ή προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Τα αυτοσχέδια κρεβάτια γέμισαν γρήγορα τους διαδρόμους που βρίσκονταν βαθιά μέσα στο κτίριο για να προστατεύσουν τους ασθενείς από χτυπήματα πυραύλων. Όταν δεν υπήρχε πλέον άλλος χώρος στο νοσοκομείο, η εισαγωγή νέων ασθενών έγινε δύσκολη.
Μέχρι τη δεύτερη εβδομάδα, λέει ο Beznosenko, οι γιατροί και οι ασθενείς είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται. Όπου ήταν δυνατόν, παιδιά μεταφέρθηκαν στην Πολωνία και ενήλικες ασθενείς από τα ανατολικά μεταφέρθηκαν σε ιατρικές εγκαταστάσεις στα δυτικά της χώρας.
Αλλά περισσότερο από δύο μήνες μετά τον πόλεμο, το 85% του προσωπικού έχει ξαναρχίσει να εργάζεται στο Κίεβο. Πολλοί μάλιστα έχουν μετακομίσει στις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου.
«Ήταν πραγματικά πολύ βολικό», λέει ο Beznosenko. «Ασκούμε την ιατρική, πραγματοποιούμε διαδικτυακές διασκέψεις με γιατρούς από άλλες χώρες, αναλύουμε την ογκολογία και, ως εκ τούτου, αποσπάται λιγότερο η προσοχή μας».
Οι εθελοντές στο Ινστιτούτο δημιούργησαν επίσης μια 24ωρη τηλεφωνική γραμμή, που προσφέρει ψυχολογική βοήθεια σε ασθενείς με καρκίνο που αντιμετωπίζουν το πρόσθετο τραύμα της αντιμετώπισης σοβαρών ιατρικών ζητημάτων ενώ μαίνεται ο πόλεμος.
Μόνο το τμήμα της ακτινοθεραπείας δεν έχει ξαναρχίσει πλήρως τις λειτουργίες του.
Αναρίθμητοι Ουκρανοί ασθενείς με καρκίνο, μαζί με τα 5 εκατ. των προσφύγων, κατέληξαν στην Πολωνία, τη Γερμανία, τις χώρες της Βαλτικής ή σε άλλες περιοχές αναζητώντας θεραπεία.
Ωστόσο, αρκετοί ήταν εκείνοι που έφυγαν χωρίς να μπορέσουν να έχουν μαζί τους τον ιατρικό τους φάκελο. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, το Ινστιτούτο έχει καταφέρει να παράσχει ψηφιοποιημένα αντίγραφα των ιατρικών φακέλων αρκετών ασθενών ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπόρεσε να παράσχει και συμβουλευτική αγωγή από απόσταση.
Ο Beznosenko υπολογίζει ότι ποσοστό μεταξύ του 15% και 20% των Ουκρανών ασθενών με καρκίνο χρειάστηκε να σταματήσουν τη θεραπεία τους λόγω της ρωσικής εισβολής.
Γιατροί από την Ουκρανική διασπορά παγκοσμίως, οργανώνουν αποστολές ιατρικού υλικού για να σταλεί στο Ινστιτούτο. Πάνω από 2.000 μπουκάλια Keitrude, ένα από τα πιο ακριβά φάρμακα για την αντιμετώπιση του καρκίνου, έχουν συγκεντρωθεί προκειμένου να δοθούν χωρίς χρέωση στο Ινστιτούτο.Μία μόνο δόση από το φάρμακο κοστίζει πάνω από 5.000 δολάρια στη διοίκηση.
Αλλά οι υπεύθυνοι στις κλινικές του Κιέβου επιμένουν ότι είναι ταγμένοι όχι μόνο στη διάγνωση αλλά και τη θεραπεία του καρκίνου.
Έχουν έρθει σε επαφή με τα κορυφαία ιατρικά κέντρα των ΗΠΑ ζητώντας να δεχθούν και να εκπαιδεύσουν Ουκρανούς ογκολόγους που έφυγαν από την χώρα λόγο του πολέμου. ΟΙ περισσότερες είναι γυναίκες καθώς ο στρατιωτικός νόμος απαγορεύει στους άνδρες παραγωγικής ηλικίας να φύγουν από τη χώρα.
Η γραφειοκρατία τoυ αμερικανικού νομικού και υγειονομικού συστήματος αποτελεί τεράστια πρόκληση, αλλά ο Beznosenko επιμένει ότι είναι αποφασισμένοι.
Η ομάδα του επίσης καταγράφει τις εμπειρίες και τα μαθήματα, που πήραν, σχετικά με την αντιμετώπιση του καρκίνου σε εποχή πολέμου για να τις μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές των ερευνητών και να βοηθήσουν την παγκόσμια ιατρική κοινότητα.
Έχουμε μία υποχρέωση, λέει. «Ας μην το χρειαστούν ποτέ αλλά καλύτερα είναι να είμαστε προετοιμασμένοι. Δεν γνωρίζαμε για την εμπειρία των γιατρών στη Συρία και το Αφγανιστάν» σημείωσε.
Η κατάσταση παραμένει τραγική για τους καρκινοπαθείς στην ανατολική Ουκρανία. Δύο ογκολογικά κέντρα σε Χάρκοβο και Μαριούπολη, έχουν καταστραφεί ολοσχερώς από ρωσικά πυρά και αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα με τον Beznosenko.
Ογκολογικές μονάδες σε Χερσώνα, Σούμι και Μικολάιβ έχουν πληγεί επανειλημμένα από πυραύλους αλλά συνεχίζουν να δέχονται ασθενείς.
Ακόμη και σε περίοδο ειρήνης, οι ογκολόγοι βρίσκονται σε μία διαρκή μαχη για να αντιμετωπίσουν μία αδυσώπητη και αναπάντεχη ασθένεια. Με αυτή την έννοια, αυτοί οι γιατροί βρίσκονταν ήδη σε «περίοδο πολέμου».
Με τη βοήθεια της διεθνούς ιατρικής κοινότητας, αισθάνονται προετοιμασμένοι για τη συνέχεια. Οι Ουκρανοί, λέει ο Beznosenko «θα θυμούνται για πάντα την βοήθεια που δεχτήκαμε κατά τη διάρκεια αυτής της τρομερής περιόδου».
Με πληροφορίες του Guardian