Ένα μέρος του εργαστηρίου της Λητώς Καρακωστάνογλου στην οδό Καρόρη είναι open space. Εκεί είναι και το δικό της γραφείο, χωρισμένο από τα υπόλοιπα με μια βιτρίνα που κρύβει μέσα τους δικούς της θησαυρούς, πέτρες και διάφορα κουτιά.
Μου δείχνει κάποιες ξύλινες χάντρες που βρίσκονται εκεί. Αν και δεν το θυμόταν μέχρι να τις ξαναβρεί, αυτές οι χάντρες ήταν η πρώτη της επαφή με το κόσμημα. «Τις έφερε η μητέρα μου επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Αυστρία, δεν πρέπει να ήμουν ούτε δέκα χρονών τότε. Τις έκανα κοσμήματα και φώναξα τους γείτονες για να τους τα πουλήσω».
Στην ηλικία που όλοι λίγο-πολύ καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιον επαγγελματικό δρόμο θα πάρουμε, ακόμα και αν μετά τον μετανιώσουμε και οδηγηθούμε σε άλλον, εκείνη δεν είχε στο μυαλό της τον σχεδιασμό κοσμημάτων.
«Ήθελα να γίνω φωτογράφος. Στο Κολλέγιο Αθηνών είχα για δάσκαλο τον Πλάτωνα Ριβέλλη, είχα φτιάξει και έναν θάλαμο σπίτι και τύπωνα φωτογραφίες. Αλλά οι γονείς μου δεν ήταν θετικοί και εγώ τότε δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ όπως έκανα αργότερα». Πήγε στο Deree για διοίκηση επιχειρήσεων, έπειτα έφυγε για μεταπτυχιακό, και βρέθηκε στο Emerson της Βοστώνης για να δει αν θα της ταίριαζε η διαφήμιση.
Πριν φτιάξει τις βαλίτσες της για Αμερική επισκεπτόταν ένα από τα παλαιότερα κοσμηματοπωλεία και χρυσοχοεία της Αθήνας, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής γωνία. «Τα πολύ γυαλιστερά και με μπριγιάν κοσμήματα που κυκλοφορούσαν τότε δεν ήταν για μένα. Ψώνιζα λοιπόν από την Αλεξάνδρα (σ.σ. Βερυκοκάκη), εκεί έβρισκα πολύ ιδιαίτερα κομμάτια. Στη Βοστώνη πια, ένα Σαββατοκύριακο αγόρασα με τη συγκάτοικό μου σύρμα, ημιπολύτιμες πέτρες και αρχίσαμε να φτιάχνουμε κοσμήματα, για πλάκα. Τότε συνειδητοποίησα πως χρειαζόμουν κάτι δημιουργικό στην καθημερινότητά μου».
Δεν ασχολούμαι με τη μόδα, δεν με αφορά καθόλου, γιατί απλά δεν είναι από αυτήν τα ερεθίσματά μου, τα ταξίδια και η επαφή με τη φύση με εμπνέουν. Έτσι κι αλλιώς το κόσμημά μου δεν είναι για όλους και θεωρώ ότι απευθύνεται σε γυναίκες που επίσης δεν τις αφορά η μόδα παρά προσαρμόζουν κομμάτια της στο δικό τους στυλ.
Επιστρέφοντας, εργάστηκε στον χώρο περιποίησης σκύλων που διατηρούσε η μητέρα της στο Κολωνάκι, ενώ τα απογεύματα είχε τον δικό της πάγκο στο στούντιο της γλύπτριας αδερφής της στην Αγία Παρασκευή. Μέχρι που μετά από λίγο, το 1999, πήρε το ημιυπόγειο κατάστημα όπου βρίσκει κανείς τα κοσμήματά της μέχρι σήμερα, στην οδό Ηροδότου, στον αριθμό 25.
Η ταμπέλα που έβαλε αρχικά έγραφε «open studio», την έχει κρατήσει, στέκεται ακουμπισμένη απέναντί μας. «Αυτό σήμαινε ότι έφερνα υλικά από το εξωτερικό, έμπαιναν οι πελάτες και σχεδίαζα κάτι γι’ αυτούς. Ήταν μεγάλο το ρίσκο που πήρα τότε, χωρίς να το καταλαβαίνω, δεν είχε κανένας σχέση με το κόσμημα στην οικογένεια, αλλά ήμουν σίγουρη ότι αυτό θέλω.
Όταν αποφάσισα ότι θα το κάνω ο μπαμπάς μου είπε “δεν γίνεται, δεν το έχεις σπουδάσει, δεν είμαστε από αυτό τον χώρο, πώς θα το κάνεις; Θα ανοίξεις μαγαζί και θα πουλάς μόνο δικά σου κοσμήματα; Δεν γίνεται!”.
Αλλά ένιωθα αυτή τη σιγουριά που έχει κανείς όταν ξέρει ότι αυτό που κάνει είναι το σωστό, σιγουριά που μου έδωσε απίστευτη δύναμη, σε συνδυασμό με την άγνοια κινδύνου της νεότητας και του ανθρώπου που δεν γνωρίζει ένα αντικείμενο. Είδε λοιπόν ότι δεν υποχωρούσα και κάναμε μια συμφωνία, είχα δυο χρόνια διορία για να καταφέρω να συντηρήσω τον εαυτό μου και την εταιρεία μου, διαφορετικά θα την έκλεινα».
Τα κατάφερε. Οι σχεδιαστές με ανεξάρτητα brand ήταν ακόμα μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι επιλογές της εποχής ήταν ή κάποιος μεγάλος οίκος ή ένα συνοικιακό κοσμηματοπωλείο που αγοράζει χονδρική.
Άρχισε να δίνει κομμάτια της στο ΔΕΣΤΕ και στην γκαλερί Ιλεάνα Τούντα. Ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στο μαγαζί ήταν στυλίστας, όταν ακόμα ό,τι έλεγαν και έδειχναν τα περιοδικά ήταν σχεδόν θέσφατο.
«Άρχισα να σχεδιάσω ό,τι μου ζητούσαν για τις φωτογραφίσεις, τα χρησιμοποιούσαν για τρεις ώρες, τα επέστρεφαν, τα πουλούσα και πάνω σε αυτά σχεδίαζα άλλα one-off κοσμήματα. Εμπορευόμουν μόνο δικά μου κοσμήματα χωρίς να έχω καμία προϋπηρεσία, απ’ ό,τι υλικό μπορείς να φανταστείς, θυμάμαι να παίρνω μια κωνική πέτρα και αντί να τη χρησιμοποιήσω από την “κανονική” της πλευρά, τη γυρνούσα ανάποδα, της έκανα μια τρύπα και ετοίμαζα ένα δαχτυλίδι. Δεν είχα αναφορές αλλά είχα ελευθερία, αυτή με οδηγεί στη ζωή μέχρι σήμερα, δίνοντάς μου έμπνευση, ενέργεια, οξυγόνο. Παράλληλα όμως δούλευα ώρες λιανικής, που σημαίνει ότι έπρεπε να μάθω τη δουλειά ενώ ταυτόχρονα έψαχνα τεχνίτες, εργαστήρια και υλικά».
Εργάστηκε έτσι για πέντε χρόνια, μέχρι που το 2004 αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα. «Είδα ένα όνειρο, πως ταξίδευα ενώ ένιωθα ότι δημιουργικά θα ζοριζόμουν σύντομα. Ήθελα να ανοίξω το μυαλό μου, να δω καινούργια πράγματα».
Έκλεισε το στούντιο και μετακόμισε στο Παρίσι. «Ήμουν τριάντα τριών χρονών και θυμάμαι πολλές πελάτισσες να μου λένε “και εγώ σκεφτόμουν να φύγω, αλλά γνώρισα τον άντρα μου”, άκουγα πολλές τέτοιες ιστορίες, οι οποίες με γέμισαν με μεγαλύτερη σιγουριά ότι καλά έκανα που αποφάσισα να φύγω».
Εκεί έκανε μαθήματα σχεδίου γυμνού μοντέλου στην Καλών Τεχνών, μαθήματα γλυπτικής και αραβικής καλλιγραφίας, επισκεπτόταν γκαλερί και μουσεία, πήγε σε σχολή αργυροχρυσοχόων, βρέθηκε με stage στις ομάδες που σχεδιάζουν και κατασκευάζουν τα κοσμήματα για τα ντεφιλέ των Kenzo και Jean Paul Gaultier.
«Ακούγονται ωραία στο βιογραφικό, αλλά εκείνο που μετράει για μένα δεν είναι τόσο αν ένα κόσμημά μου μπήκε εκεί. Ήθελα κυρίως να δω πώς είναι να δουλεύει κανείς σε έναν μεγάλο οίκο μόδας και αυτό που κατάλαβα είναι ότι τελικά δεν θέλω να είμαι σε έναν τέτοιο, αν έχεις μάθει να κάνεις τα πράγματα όπως εσύ τα θέλεις είναι πάρα πολύ δύσκολο να σχεδιάζεις για κάποιον άλλον. Ήταν όμως πολύ ωραία, χρήσιμη εμπειρία, η οποία με βοήθησε να πω ότι είμαι ευλογημένη που μπορώ να κάνω τα δικά μου κοσμήματα, όπως εγώ τα θέλω».
«Πέρασαν δύο χρόνια μέσα στα οποία έμαθα πάρα πολλά, ρουφούσα σαν σφουγγάρι γνώσεις και ερεθίσματα - αυτά χρειαζόμουν, και ξεκούραση. Από τότε δεν κατάφερα να ξανακάνω ένα τέτοιο διάλειμμα, που πιστεύω πως είναι απαραίτητο για έναν δημιουργικό άνθρωπο. Αφού γέμισα με εικόνες, γύρισα και άνοιξα ξανά τον χώρο στην Ηροδότου».
Σχεδιασμένο από την αδερφή της Νικομάχη Καρακωστάνογλου, το κατάστημά της έχει από το 2007 το μότο «Cabinet of Curiosities». Εκεί άρχισε να συγκεντρώνει σπάνια υλικά, (ημι)πολύτιμες πέτρες και vintage κοσμήματα από τα ταξίδια της στο Λονδίνο, την Τζαϊπούρ, στις πόλεις της Αριζόνα.
Εμπνευσμένη από την ομορφιά του παγωνιού, η πρώτη της συλλογή ερμηνεύει τα φανταχτερά φτερά του σε σμάλτα, με art nouveau και art deco προσέγγιση.
Το 2009, η Béatrice Saint-Laurent ετοιμαζόταν να ανοίξει την γκαλερί BSL στη συνοικία του Μαρέ. Όταν είδε έναν αληθινό, βαλσαμωμένο σκαραβαίο από τη Μαδαγασκάρη που η Λητώ Καρακωστάνογλου είχε δέσει σε ένα κολιέ με μια χρυσή καρδιά, της ζήτησε να βασιστεί σε αυτό της το σχέδιο και να κάνουν μια έκθεση.
Για τα έντομα -σύμβολα αναγέννησης και αντικείμενο λατρείας της αρχαίας Αιγύπτου- έφτιαξε κλουβιά και κελύφη πολλών καρατίων, και κάποια τα έντυσε με μικρά διαμάντια. «Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να μιμηθούμε τη φύση, μπορούμε να την αιχμαλωτίσουμε έχοντας ένα κομμάτι της συνέχεια πάνω μας», μου λέει.
Το άνοιγμα της γκαλερί έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και το όνομα Lito βγήκε δυναμικά στην αγορά του εξωτερικού. «Βρήκα μια ατζέντισσα στο Λονδίνο, δουλέψαμε μαζί για περίπου τέσσερα χρόνια, αλλά υπέφερα. Είχε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση από μένα, ήθελε να κάνω πιο εμπορικά πράγματα, να μου δώσει μια κατεύθυνση που δεν ήμουν εγώ. Όταν πια κατάλαβα ότι δεν περνάω καλά και ενώ είχα ήδη πελάτες στο εξωτερικό, άρχισα να δουλεύω αυτό το κομμάτι μόνη μου».
Στο άκουσμα της λέξης Lito, οι περισσότερες γυναίκες θα σκεφτούν «μάτια». Η συλλογή με την οποία ταυτίστηκε απόλυτα το όνομά της άρχισε να χτίζεται πριν από δέκα χρόνια, το χαρακτηριστικό πλέον μάτι της είναι ζωγραφισμένο στο χέρι από τον Μιχαήλ, έναν Ρώσο αγιογράφο που εργάζεται σε ένα μικρό χωριό έξω από τη Μόσχα. Το μάτι αυτό είναι επισμαλτωμένο, δεμένο σε χρυσό και στολισμένο με πολύτιμους λίθους.
«Δεν μου άρεσαν τα μάτια σαν σύμβολο, δεν μου πέρασαν ποτέ από το μυαλό, μέχρι που ένας συνεργάτης μού έδειξε αυτό το συγκεκριμένο το οποίο μίλησε μέσα μου. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα ότι θέλω να δουλέψω πάνω σε αυτό. Πρόκειται για ένα φυλαχτό με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί πολύς κόσμος, παρατηρώ ότι δένονται μαζί του. Και όπως εκείνες που τα φοράνε ακούω να πιστεύουν ότι όταν σπάσει ή όταν χαθεί ένα μάτι σημαίνει κάτι, έτσι και για μένα τα κοσμήματα, οι πέτρες και το κάθε χρώμα έχουν τους συμβολισμούς τους».
«Από την αρχαιότητα ακόμα, το κόσμημα είναι ένα είδος ασπίδας για μια γυναίκα, ένας τρόπος στολισμού που την ενδυναμώνει. Πιστεύω ότι τα κοσμήματά μου είναι μια αγορά συναισθηματική, δεν είναι από αυτά που θα πάρει κανείς για να τα επιδείξει. Είναι κομμάτια που τα επιλέγουν για να τα φοράνε καθημερινά, για να τα συνδυάσουν με άλλα, για να τα κάνουν δικά τους, για να εκφράσουν η καθεμιά τη διαφορετικότητά της με μέσο αυτά».
Ξεκινώντας με το κλασικό, «προστατευτικό» μπλε που χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες στη μεσογειακή κουλτούρα, εμφανίζεται στη δυτική Ασία και στην εβραϊκή λογοτεχνία, η Λητώ Καρακωστάνογλου έχει προσεγγίσει το μάτι με περίπου εβδομήντα διαφορετικούς τρόπους. Έχει εμπνευστεί από μέρη που έχει επισκεφθεί, από τη Ρωσία και το Μεξικό, σε ένα συναντιούνται τα κύματα του Λος Άντζελες με τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, υπάρχουν μάτια Studio 54 και Apollo 13. Έχει συνεργαστεί με τη Λιβανέζα σχεδιάστρια Racil Chalhoub σε ένα μάτι-καρδιά, το έχει τοποθετήσει σε πολυτελή πιάτα και άλλα ντεκόρ αντικείμενα του Elad Yifrach για το L' Objet.
Τα κοσμήματά της ταξιδεύουν σε Αμερική, Βραζιλία, Αυστραλία, Ιαπωνία, Ντουμπάι, Λίβανο, Ελβετία. Και στο Παρίσι, φυσικά. Αναμφίβολα, το όνομα Lito στο εξωτερικό σημαίνει «σύγχρονο ελληνικό κόσμημα».
Μπαίνοντας στη σελίδα της δεν θα δείτε να ανακοινώνεται κάθε τόσο και μια νέα συλλογή, συνήθως ανανεώνει τις ήδη υπάρχουσες όταν έχει κάτι καινούργιο να πει, όπως εξηγεί. «Δεν ασχολούμαι με τη μόδα, δεν με αφορά καθόλου, γιατί απλά δεν είναι από αυτήν τα ερεθίσματά μου, τα ταξίδια και η επαφή με τη φύση με εμπνέουν. Έτσι κι αλλιώς το κόσμημά μου δεν είναι για όλους και θεωρώ ότι απευθύνεται σε γυναίκες που επίσης δεν τις αφορά η μόδα παρά προσαρμόζουν κομμάτια της στο δικό τους στυλ. Από τη στιγμή που υπάρχει αυτό το κοινό, οι τάσεις που ανανεώνονται και αλλάζουν δεν μπορούν να με αγχώσουν». Τώρα ανοίγεται και σε ένα άλλο κοινό. Βασισμένη στις μέχρι τώρα συλλογές της, ετοίμασε μία σε κλίμακα ταιριαστή στο αντρικό σώμα.
Μπροστά της έχει τη νέα της εμμονή, μερικά κοραλλένια κολιέ, τα ψάχνει παντού τελευταία, όπως και τις παλιές αλυσίδες. «Όπου και να πάω, κάτι θα βρω να αγοράσω, λατρεύω οτιδήποτε παλιό, πράγματα που δεν μπορούμε να τα ξαναβρούμε, θέλω να τα επαναχρησιμοποιώ στα κοσμήματά μου προκειμένου να κρατήσω ζωντανές τεχνικές που δεν επαναλαμβάνονται».
Έχουν χαρακτηρίσει τα κοσμήματα της «εθιστικά». «Πιστεύω ότι αυτό που τα κάνει να ξεχωρίζουν είναι η ειλικρίνεια με την οποία σχεδιάζονται, η προσέγγισή μου είναι τόσο εσωτερική, εγώ πρώτα χρειάζομαι τον σχεδιασμό τους γιατί με αυτόν εκφράζομαι. Τα σχεδιάζω μόνη μου, δεν υπάρχει κάποιος άλλος που να το κάνει αυτό, γεγονός που δίνει στο brand έναν πολύ ξεκάθαρο χαρακτήρα».
Lito (flagship store), Ηροδότου 25 Κολωνάκι, 2107295177, litofinejewelry.com
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.