Οι μπόκολες, τα ποντάλια, οι βεργέτες και οι σπίλες, τα παραδοσιακά κοσμήματα της Λευκάδας με τα ιταλικά τους ονόματα, κομψοτεχνήματα γεμάτα συμβολισμούς, είναι το υλικό του λευκώματος «Το παραδοσιακό κόσμημα στη Λευκάδα» της Τζένης Φραγκούλη.
Τα παραδοσιακά κοσμήματα της Λευκάδας αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της λευκαδίτικης φορεσιάς και ήταν κατασκευασμένα στην πλειονότητά τους από Έλληνες χρυσικούς ή από Βενετσιάνους χρυσοχόοους.
Το βιβλίο ασχολείται κυρίως με την περίοδο από την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 έως τις αρχές του 20ού αιώνα, xωρίς να παραλείπονται κοσμήματα προγενέστερης εποχής. Η συγκεκριμένη περίοδος, εκτός του ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καλλιτεχνικά, παρέχει τη δυνατότητα υποστήριξης των συμπερασμάτων με πλούσιο υλικό, καθώς δόθηκε η δυνατότητα να αποτυπωθούν φωτογραφικά πολύτιμα κοσμήματα, εντυπωσιακά έργα τέχνης, στολίδια της λευκαδίτικης φορεσιάς, φυλαγμένα για χρόνια με αγάπη από τους Λευκαδίτες.
Οι ονομασίες των λευκαδίτικων κοσμημάτων παραπέμπουν στην Ενετοκρατία, καθώς οι ιταλικές ονομασίες εκλαϊκεύονται με δεδομένο ότι η γνώση της ιταλικής ως δεύτερης μητρικής γλώσας και της ιταλικής παιδείας επιβιώνουν και μετά την ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι μπόκολες, τα ποντάλια, οι βεργέτες και οι σπίλες είναι ονομασίες που χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα στο νησί.
Οι ονομασίες των λευκαδίτικων κοσμημάτων παραπέμπουν στην Ενετοκρατία, καθώς οι ιταλικές ονομασίες εκλαϊκεύονται με δεδομένο ότι η γνώση της ιταλικής ως δεύτερης μητρικής γλώσας και της ιταλικής παιδείας επιβιώνουν και μετά την ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι μπόκολες, τα ποντάλια, οι βεργέτες και οι σπίλες είναι ονομασίες που χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα στο νησί.
Η πολύχρονη ερευνητική προσέγγιση επικεντρώθηκε πρωτίστως στην ιστορία του νησιού της Λευκάδας, μιας και είναι άρρηκτα και παραλλήλως συνδεδεμένη με αυτήν του λευκαδίτικου κοσμήματος. Δεν παραλείπεται βέβαια η αναφορά τόσο στην ιστορία του κοσμήματος στα Ιόνια νησιά όσο και στην ιστορία του κοσμήματος γενικότερα, καθώς και η εξέλιξη της τέχνης της αργυροχρυσοχοίας στην Ευρώπη στις διαφορετικές περιόδους που κινήθηκε η μελέτη.
Πολλά από τα συμπεράσματα για την ιστορία του παραδοσιακού κοσμήματος στη Λευκάδα, για την κατασκευή, την προέλευση, τη σχεδιαστική πληροφορία προκύπτουν και τεκμηριώνονται από τη μελέτη όλων των παραπάνω πληροφοριών. Κοσμήματα ντόπια, ξενόφερτα, σε παραλλαγές, με καταβολές από άλλους τόπους της Δύσης και της Ανατολής αλλά και την αρχαιότητα, που ενσωματώθηκαν πλήρως στην καλλιτεχνική κοσμηματοποιία και ανήκουν δικαιωματικά στην ιστορία του κοσμήματος του νησιού, σκιαγραφούν την ιστορία του λευκαδίτικου κοσμήματος.
Τα λευκαδίτικα κοσμήματα, ως πολύτιμα και περίτεχνα οικογενειακά κειμήλια, ξεχωρίζουν, εντυπωσιάζουν και συναρπάζουν για τους συμβολισμούς, την κομψότητά και τη λιτή μεγαλοπρέπεια που τα διακρίνει και αποτελούν σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό κεφάλαιο., μεταφέροντας καταγραφές της ιστορίας του νησιού της Λευκάδας, των Ιονίων νήσων και κυρίως του ελληνικού κοσμήματος, με την ξεχωριστή θέση που αυτό κατέχει στην παγκόσμια αργυροχρυσοχοΐα.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της λευκαδίτικης φορεσιάς, της καθημερινής, της γιορτινής και κυρίως της νυφιάτικης, ήταν τα κοσμήματα, τα οποία ήταν συνήθως γαμήλια δώρα του γαμπρού και των συγγενών στη νύφη ή πήγαιναν από μάνα σε κόρη και αποτελούσαν πάντα σημείο αναφοράς στην οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Οι αρχόντισσες της χώρας, σύμφωνα με τους περιηγητές της εποχής, είχαν αδυναμία στα στολίδια και στην πολυτέλεια και τα επιδείκνυαν με καμάρι στους κυριακάτικους περιπάτους τους, στις γιορτές και σε άλλες εξόδους. Οι οικονομικά εύρωστες οικογένειες, οι ανώτερες τάξεις, όπως οι έμποροι και οι εμποροκτηματίες, για να ξεχωρίζουν αγόραζαν ευρωπαϊκά κοσμήματα από τη Βενετία ή την Κωνσταντινούπολη, μέσω των εμπόρων της Κέρκυρας και της Ζακύνθου. Δεν προτιμούσαν κοσμήματα παραγωγής των ντόπιων χρυσικών.
Οι αρχόντισσες και οι πλούσιες μεγαλοαστές στόλιζαν με κοσμήματα από πολύ νωρίς τα ανύπαντρα κορίτσια της οικογένειας, ενώ στις οικογένειες των λαϊκών στρωμάτων ο γάμος ήταν η αρχή των απολαύσεων του στολισμού και ο τρόπος να ξεχωρίζει η ανύπαντρη κοπέλα από την παντρεμένη.
Νωρίτερα, ως νέες, φορούσαν μόνο τα κοσμήματα που τους χάριζε ο νονός, συνήθως σκουλαρίκια. Οι γυναίκες, στην καθημερινή ενδυμασία τους, φορούσαν κυρίως τη βέρα τους (οι παντρεμένες) και σκουλαρίκια. Τα κοσμήματα που συνοδεύουν τη λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά ήταν σε γενικές γραμμές φτωχικά και ελάχιστα φανταχτερά και κατασκευάζονταν κυρίως από ντόπιους χρυσικούς.
Τα λευκαδίτικα κοσμήματα, σε ένα ευρύ φάσμα σχεδιαστικών παραλλαγών, διακρίνονται για τα μοτίβα τους που προέρχονται από τον φυτικό κόσμο σε έναν ευγονικό συμβολισμό. Άνθη, φύλλα και καρποί, όπως σταφύλια, υπόσχονται στον φέροντα ευημερία, ευτυχία, γονιμότητα και συναντώνται πολύ συχνά.
Οι επιρροές στο στιλ είναι πολλές. Κυρίως όμως προέρχονται από τα δυτικά πρότυπα μέσω Βενετίας και από την Ανατολή μέσω Κωνσταντινούπολης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρήση των μαργαριταριών, ξεκάθαρη επιρροή από την Ιταλία αλλά και την Αγγλία της βικτωριανής περιόδου, όταν τα μαργαριτάρια ήταν πολυτιμότερα από τα διαμάντια.
Τα ρεύματα του μπαρόκ, του ροκοκό, του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού, που εισβάλλουν μέσω Ιταλίας, επηρεάζουν σημαντικά τον σχεδιασμό της εποχής. Η Γαλλία πρωτοστατεί στη μόδα και γενικότερα στο στιλ, ενώ Ρώμη, Νότια Ιταλία και Νάπολη πρωταγωνιστούν μεταξύ άλλων και στην κατασκευή των cameo, τα οποία εμφανίζονται ως καρφίτσες ή κουμπώματα για να δέσουν τις καδένες που αρχίζουν να στολίζουν τις φορεσιές την εποχή εκείνη.
Με τις ριζοσπαστικές αλλαγές που έφερε στις κοινωνικές τάξεις ο 19ος αιώνας, επηρέασε σε σημαντικό βαθμό και τη μετέπειτα κατασκευή των κοσμημάτων. Από την ακμή της αργυροχρυσοχοΐας, που κορυφώνεται γύρω στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στις αρχές του 20ού αιώνα, σημειώνεται καμπή. Εκμηδενίζεται σταδιακά το χειροποίητο δημιούργημα που έθετε σε ενέργεια τη φαντασία του καλλιτέχνη κατασκευαστή, του χρυσικού της εποχής, ο οποίος σφράγιζε με την ποιότητα της προσωπικής του δεξιοτεχνίας το κόσμημα που κατασκεύαζε.
Σιγά σιγά, οι αρχές μιας μαζικότερης παραγωγής είναι γεγονός. Η μίμηση επικρατεί και παρατηρείται στο κόσμημα, όπως και σε όλες τις μορφές τέχνης. Οι αντιγραφές παλαιότερων στιλ, με αμφίβολο γούστο και καλλιτεχνία πολλές φορές, δεν σπανίζουν καθόλου. Αρχίζει να επικρατεί η αισθητική στειρότητα, συγκριτικά πάντα με τα κοσμήματα προηγούμενων αιώνων, ενώ αρχίζει να αγνοείται η σχεδιαστική αρμονία και η τεχνική. Δεν αναζητάται πλέον η εξαίρετη ικανότητα του τεχνίτη στο κόσμημα, όπως αυτή των χρυσικών.
Τα λαϊκά λευκαδίτικα κοσμήματα, τα νυφιάτικα, μέσα στην απλότητα και τη φτώχεια των υλικών τους, διαπρέπουν σχεδιαστικά και ξεχωρίζουν χωρίς τις σχεδιαστικές διακοσμητικές υπερβολές των αστικών κοσμημάτων του νησιού. Αυτά τα λαϊκά κοσμήματα αποτελούν πλέον σημαντικό απόκτημα μεγάλης αξίας για τους συλλέκτες, καθώς τα μικρά μαργαριτάρια που κυρίως τα κοσμούν είναι φυσικά και δεν υπάρχουν πια στο εμπόριο.
Η συγγραφέας του τόμου Tζένη Φραγκούλη, με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Σχέδιο και Ιστορία Τέχνης στη σχολή Vakalo Art & Design, Print Media και Ψυχολογία στη Στοκχόλμη. Διδάχτηκε το εικαστικό κόσμημα, τεχνικές και επεξεργασίες μετάλλων από τον εικαστικό Δημήτρη Νικολαϊδη και τη Βάσω Φλόκα, καθηγήτρια Αργυροχρυσοχοΐας, καθώς επίσης και σε workshops με επιφανείς δημιουργούς, όπως ο Peter Bauhuis (Meisterschϋler). Η παρούσα έκδοση αποτελεί δημιουργία με αναφορά στις τρεις μεγάλες αγάπες της, τη Λευκάδα, τις εκδόσεις και το κόσμημα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.