ΤO 2019, ΣΤΟ ART BASEL MIAMI BEACH, ο Ιταλός Μαουρίτσιο Κατελάν στερέωσε με σελοτέιπ σε τοίχο μια μπανάνα και τελικά την πούλησε αντί 120.000 δολαρίων.
Αυτόν τον καιρό, στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας ο Αυστραλός καλλιτέχνης Μάθιου Γκρίφιν παρήγγειλε ένα χάμπουργκερ, μπήκε στη Michael Lett Gallery, έβγαλε μια πίκλα από αυτό και την πέταξε στο ταβάνι ως έκθεμα. Η γκαλερί φρόντισε να ενημερώσει ότι το συγκεκριμένο «δημόσιο έργο τέχνης» κοστίζει 10.000 δολάρια Νέας Ζηλανδίας, κάπου 6.300 δολάρια ΗΠΑ. Η γκαλερί που αντιπροσωπεύει τον καλλιτέχνη, η Fine Arts στο Σίδνεϊ, χαρακτήρισε την πίκλα «γλυπτό». Φέρει τον τίτλο «Pickle» και εντάσσεται στο πλαίσιο έκθεσης έργων από καλλιτέχνες που αντιπροσωπεύει η συγκεκριμένη γκαλερί.
Όταν πριν από κάποιες δεκαετίες ο Κορνήλιος Καστοριάδης μιλούσε και έγραφε για την άνοδο της ασημαντότητας, θα μπορούσε να συλλέξει ανάλογα παραδείγματα για να εικονογραφήσουν το επιχείρημά του. Όσο και αν κάποιοι θα έσπευδαν να πουν πως αυτές οι χειρονομίες είναι φάρσες που υπονομεύουν τα «καθεστώτα» της τέχνης ή των επίσημων θεσμών της, ότι συνιστούν προκλήσεις που ανασκαλεύουν το μη νόημα πίσω από το νόημα, παραμένει γεγονός πως έχουμε εδώ μια επέλαση του ασήμαντου.
Το ασήμαντο, το ανόητο, το τίποτα, μπορεί και παράγει αξίες, χρήμα, αναγνώριση. Καλλιτέχνης γίνεται εκείνος που έχει την ικανότητα να πουλήσει το οτιδήποτε ως καλλιτεχνικό αντικείμενο ή αισθητική εμπειρία. Θα μπορούσε, φυσικά, να είναι μια φάρσα ή και ένα ειρωνικό σαμποτάζ. Αναμφίβολα. Αφού όμως αυτές οι χειρονομίες εντάσσονται πλήρως στην οικονομία της σύγχρονης τέχνης, χάνουν το δικαίωμα στη φάρσα ή την όποια σχέση τους με κάποια ειρωνική στρατηγική.
Όλο αυτό που ξεκίνησε από τον μοντερνισμό, φέρνοντας μαζί του γνώση των προηγούμενων κανόνων, γίνεται πρόφαση για έναν μηδενισμό που, ικανοποιημένος από τον εαυτό του, ξέρει να κερδίζει λεφτά και συγχρόνως να εισπράττει κολακείες με λόγους απαράμιλλης κενότητας και στόμφου.
Ευτυχώς, σε άλλες περιοχές της τέχνης, όπως ας πούμε στη λογοτεχνία, το πράγμα δεν άγγιξε ποτέ έναν τέτοιο βαθμό κατάπτωσης. Ακόμα και στα μυθιστορήματα των προκατασκευασμένων συνταγών με την τυποποιημένη πλοκή δεν παρουσιάζεται το τίποτα ως κάτι που ζητάει να ανταμειφθεί και να αξιωθεί τον χαρακτήρα του συμβάντος.
Αυτό όμως είδαμε να προκύπτει από δεκαετίες στις λεγόμενες πλαστικές τέχνες, όπου χρίζεται καλλιτεχνική οποιαδήποτε χειρονομία θεωρηθεί τέτοια από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, την γκαλερί ή κάποιον θεωρητικό. Οι ιδέες ή τα concepts αρκούν για να γίνουν πίκλες, κόπρανα, μικρόβια ή αίματα και κάπως έτσι έχουμε τα περίφημα «σχόλια για την εποχή μας». Όλο αυτό που ξεκίνησε από τον μοντερνισμό, φέρνοντας μαζί του γνώση των προηγούμενων κανόνων, γίνεται πρόφαση για έναν μηδενισμό που, ικανοποιημένος από τον εαυτό του, ξέρει να κερδίζει λεφτά και συγχρόνως να εισπράττει κολακείες με λόγους απαράμιλλης κενότητας και στόμφου.
Η σκηνή της ασημαντότητας έχει μάθει πώς να χρησιμοποιεί τον ριζοσπαστικό και κριτικό λόγο, μετατρέποντάς τον σε κουραστική τερατολογία. Μια διεθνική ελίτ θεωρητικών, καλλιτεχνών, δισεκατομμυριούχων συλλεκτών και μουσείων αρπάζεται πια αναίσχυντα από τις τραγωδίες της Ιστορίας, τους πολέμους, τις προσφυγικές εμπειρίες, τις κάθε λογής οδύνες και ταπεινώσεις των φτωχών, για να τις μετατρέψει σε πίκλες στο ταβάνι, σε πτώματα σε φορμόλη ή σε μπανάνες με σελοτέιπ.
Η ασημαντότητα διεκδικεί έτσι και πολιτικό ρόλο, γιατί αυτό επιβάλλει η μόδα των ευαίσθητων στρατεύσεων και των αλληλέγγυων συμβολισμών. Η ελαφρότητα δεν συγχωρείται ως κενό, πρέπει σώνει και καλά να σχολιάζει οδύνες και να «κάνει πολιτική».
Ο πρώιμος μεταμοντερνισμός τουλάχιστον, αυτός της δεκαετίας του '80, διεκδικούσε το επιφανειακό ως απελευθέρωση από τον βραχνά κάθε πολιτικής μεταφυσικής. Ύστερα όμως ήλθαν οι παγκόσμιες κρίσεις και οι καλλιτέχνες-επιχειρηματίες μυρίστηκαν πως έπρεπε να φτύσουν τη φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία ως σφαγείο, στρατόπεδο συγκέντρωσης ή τοξικό σκουπιδότοπο. Ασήμαντες κατασκευές αθωώθηκαν ή απέκτησαν αίγλη επειδή θεωρήθηκε πως έφεραν μαζί τους ένα «πολιτικό σχόλιο». Τίποτα πιο εύκολο από αυτό το παιχνίδι, όταν μάλιστα πολλαπλασιάζει την περιουσία του καλλιτέχνη και συντηρεί μια κάστα απατεώνων και διεθνών «προβοκατόρων».
Θα πει κανείς πως όλα αυτά αφορούν μια ελεύθερη αγορά πολιτισμικών εμπειριών. Είναι αγοραπωλησίες που μπορούν να ενοχλούν ή να εξοργίζουν για «αισθητικούς λόγους» και πέραν τούτου ουδέν.
Δεν είναι όμως τόσο απλό. Διότι η τέχνη-φούσκα εμφανίζεται αυθαίρετα ως κάτι που πρέπει να το αποδεχτούμε, αν θέλουμε να είμαστε σύγχρονοι. Το σύγχρονο γίνεται έτσι εντολή και υπόδειξη, μια φορτική προτροπή να σιωπούμε για όλες τις γελοιότητες που μας απευθύνονται, επειδή μπορεί να προέρχονται από την τέχνη.
Έχουμε μάθει να αντιδρούμε στην παραμικρή παρασπονδία ενός παραδοσιακού βιομήχανου, αλλά αισθανόμαστε δυσκολία να μιλήσουμε εναντίον του παρασιτικού καλλιτεχνικού καπιταλισμού. Επειδή είναι παιδί της μεσοαστικής περιέργειας, της ελαφρότητας και του κυνισμού που μας είναι οικεία πράγματα και επειδή ως προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να αυτολογοκρινόμαστε για να μη μας χαρακτηρίσουν συντηρητικούς.