Η γιαγιά της δεν ζει πια. Όμως, η Ελισάβετ θυμάται να της λέει πως στην Κατοχή έτσι κατάφεραν να ζήσουν, τρώγοντας από τον μπαξέ της αυλής τους, καλύπτοντας τις ανάγκες του νοικοκυριού τους από τον κήπο της μονοκατοικίας τους στη Νέα Σμύρνη.
Αυτός ήταν εξάλλου ένας από τους σκοπούς της λεγόμενης κηπούπολης. Όχι, όμως, ο μοναδικός.
Οι κηπουπόλεις της Αθήνας
Όσο περνούν τα χρόνια και η καθημερινότητα βαραίνει αλλιώς στις πλάτες των Αθηναίων, η ανάγκη για μια κατοικία με κήπο που θα έδινε την επίφαση μιας ζωής λιγότερο αστικής, ίσως ακόμη και με βιωματικές μνήμες επαρχίας, γιγαντώνεται στη συνείδηση πολλών.
Τουλάχιστον για τους περισσότερους κάτι τέτοιο παραμένει στη σφαίρα του ονείρου. Όχι, πάντως, για όλους.
Η Αθήνα των 5,5 εκατ. ψυχών έχει να επιδείξει, αν και όχι σε αφθονία, εξαίσια δείγματα μονοκατοικιών, παλιών και νέων. Όμως πολύ περισσότερο έχει να επιδείξει τις ξακουστές κηπουπόλεις της, συνοικίες του Μεσοπολέμου, δομημένες σε ένα πολεοδομικό μοντέλο παλιό και για πρακτικούς λόγους ξεπερασμένο, που όμως άφησε το στίγμα του στην αστική αρχιτεκτονική και πολλοί πολεμούν να διαφυλάξουν όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, αλλά και στην πράξη.
Στην Αθήνα τις κηπουπόλεις τις γνωρίσαμε στον Μεσοπόλεμο, αφενός ως επιχειρηματική δραστηριότητα, αφετέρου ως συνεταιριστική δραστηριότητα. Η Φιλοθέη και το Ψυχικό ανήκουν σ' αυτές τις κατηγορίες, αλλά η Νέα Φιλαδέλφεια είναι επίσης μια κηπούπολη σχεδιασμένη με ομόκεντρους κύκλους που απευθύνεται αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου σε πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Τι είναι η κηπούπολη;
«Ο όρος κηπούπολη προέρχεται από τα αγγλικά, από το garden city, και έχει μια ζωή που ξεπερνά τα 100 χρόνια. Στο τέλος του 19ου αιώνα στην Αγγλία, όταν είχε προκύψει ένα μεγάλο ζήτημα κατοικίας σε πόλεις που αναπτύσσονταν ραγδαία, μέσα στη βιομηχανοποίηση, σε μια περίοδο στην οποία ανερχόταν και η σοσιαλιστική ερμηνεία του κόσμου και οι συνθήκες ζωής γίνονταν πάρα πολύ δύσκολες –γίνονταν, δηλαδή, αυτό που λέμε μεγαλουπόλεις–, διατυπώθηκε μια πρόταση ανάπτυξης της πόλης σε έκταση, έτσι ώστε κάθε κατοικία να είναι ένα μικρό σπίτι με ένα μικρό κήπο και να μπορεί κανείς να ζει ανθρώπινα. Κι αν εμείς τώρα στον 21ο αιώνα το αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά, τότε φαινόταν σαν ένα όραμα επίλυσης ενός μεγάλου προβλήματος», συνοψίζει ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, καθηγητής της Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ο Εμπενίζερ Χάουαρντ, ο εμπνευστής του κινήματος του garden-city, θέτοντας πρώτος την ιδέα το 1898 ως τρόπο αξιοποίησης των βασικών πλεονεκτημάτων υπαίθρου και πόλεων, επηρέασε τον αστικό σχεδιασμό σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο βιβλίο του To-morrow: A Peaceful Path to Social Reform που εκδόθηκε το 1898, ο Χάουαρντ ξετυλίγει το πολεοδομικό όραμά του για αυτόνομες οικιστικές οντότητες πληθυσμού περί των 30.000 ατόμων, χαμηλής δόμησης και περιβαλλόμενες από γεωργικές ζώνες, που θα παρείχαν στους κατοίκους τους τις οικονομικές δυνατότητες και τις ανέσεις των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων με την ποιότητα ζωής της επαρχίας.
«Ο τρόπος που επιλυόταν [το ζήτημα] ήταν με συστήματα ομόκεντρα, δηλαδή κεντρικές πλατείες και γύρω γύρω περιφερειακοί δρόμοι και σ' αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα διαμορφώνονταν μικρότερα οικόπεδα με τους κήπους τους. Τότε ακόμα οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τους κήπους τους για να φάνε, είχαν τα κουνέλια τους και τις κότες τους. Να λάβουμε σοβαρά υπόψη πως δεν είχαν σκεφτεί ότι θα έχουν αυτοκίνητα. Και δεν είχαν σκεφτεί πως οι πόλεις θα μεγαλώσουν μερικές φορές ακόμα», σημειώνει ο κ. Τουρνικιώτης.
Στην αυγή του 20ού αιώνα, το Λέτσγουορθ, το Brentham Garden Suburb και το Welwyn Garden City χτίστηκαν μέσα ή κοντά στο Λονδίνο, βασισμένα στο κόνσεπτ του Χάουαρντ, με πολλές άλλες κηπουπόλεις να εμπνέονται από το οικιστικό αυτό μοντέλο, το οποίο στη συνέχεια υιοθετήθηκε σε Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Βόρεια Αμερική και αλλού.
Πώς ήρθαν στην Ελλάδα
«Ο αντίκτυπος των garden cities ήταν τόσο μεγάλος στην Ευρώπη ώστε αυτό περνάει γρήγορα από την Αγγλία στη Γαλλία και τη Γερμανία. Κι άλλοι σκέφτηκαν αντίστοιχες κηπουπόλεις, δεν θα τις έλεγε κανείς κηπουπόλεις πάντα, αλλά πόλεις με χαμηλή δόμηση, με σπίτια μονώροφα ή διώροφα όπου κάθε κάτοικος έχει την αυλή του, τον κήπο του, το κοτέτσι του, τα λάχανά του, τα αγγούρια του και τις ντομάτες του.
Αυτό το σχήμα, ωστόσο, εξελίσσεται σε διάφορες κατευθύνσεις. Διαμορφώνονται κηπουπόλεις που θα έλεγε κανείς πως είναι για τις υψηλές κοινωνικές τάξεις και κηπουπόλεις που είναι για την εργατική τάξη. Ή ακόμα και για ειδικές κατηγορίες, όπως, ας πούμε, οι πρόσφυγες» σημειώνει ο κ. Τουρνικιώτης.
«Οι αθηναϊκές κηπουπόλεις του Μεσοπολέμου ανήκουν σε ιδιωτικές ανώνυμες εταιρείες, βρίσκονται στις εκτός σχεδίου περιοχές, διαθέτουν αυτονομία ως προς τις υποδομές και την υποστήριξη και φέρουν εν πολλοίς το χαρακτηριστικό του ακτινωτού σχεδιασμού των αγγλικών κηπουπόλεων, δηλαδή την αξονική σύνδεση των κόμβων - πλατειών, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται ακτινωτά τα οικοδομικά τετράγωνα σε καμπύλες συνήθως οδούς, και οι οποίες συνδέονται με παράλληλους δρόμους, προς τους κεντρικούς άξονες», αναφέρει η Βάσω Ρούσση, δρ αρχιτέκτων μηχανικός, σε ημερίδα που οργάνωσε η MONUMENTA το 2013, στο πλαίσιο του προγράμματος «Καταγραφή και ανάδειξη κτιρίων του 19ου και 20ού αιώνα στην Αθήνα».
«Στις περιγραφές της Αθήνας έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί ο όρος κηπούπολη για πολλούς αθηναϊκούς οικισμούς με διάφορη ιστορική προέλευση και χαρακτήρα: την Κηφισιά και το Μαρούσι, το Παλιό και το Νέο Φάληρο, τη Νέα Σμύρνη, το Ψυχικό, την Εκάλη, τον Χολαργό και τη Φιλοθέη, για να αναφέρουμε μόνο τα γνωστότερα. Η μελέτη της ιστορική εξέλιξής τους επαληθεύει τη σχέση ορισμένων από αυτούς με την ιδέα της κηπούπολης, ή σωστότερα, με τη μορφή που αυτή πήρε στον σχεδιασμό των προαστίων», διευκρινίζεται στη διατριβή της Κικής Καυκούλα (Η Ιδέα της Κηπούπολης στην Ελληνική Πολεοδομία του Μεσοπολέμου, ΑΠΘ, 1990).
«Στην Αθήνα τις κηπουπόλεις τις γνωρίσαμε στον Μεσοπόλεμο, αφενός ως επιχειρηματική δραστηριότητα, αφετέρου ως συνεταιριστική δραστηριότητα. Η Φιλοθέη και το Ψυχικό ανήκουν σ' αυτές τις κατηγορίες, αλλά η Νέα Φιλαδέλφεια είναι επίσης μια κηπούπολη σχεδιασμένη με ομόκεντρους κύκλους που απευθύνεται αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου σε πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Άρα πολύ κοντά, γιατί είναι από τις δύο πλευρές των Τουρκοβουνίων, έχουμε τρεις διαφορετικής φιλοσοφίας σχεδιασμένες κηπουπόλεις που εξελίσσονται και διαφορετικά στην πορεία του χρόνου, γιατί μέσα σε 100 χρόνια στη μια μεριά έχουμε μια πολύ υψηλή κοινωνική τάξη με κήπους περιωπής και φυσικά χωρίς κήπους με κοτέτσια, κουνέλια και ντομάτες, ενώ στην άλλη έχουμε μια πυκνή δόμηση, μια ανοικοδόμηση πολυκατοικιών σε ένα μεγάλο μέρος, χωρίς κήπους κ.λπ.», εξηγεί ο κ. Τουρνικιώτης.
«Προσφυγικές κηπουπόλεις»
«Η Νέα Φιλαδέλφεια και η Νέα Σμύρνη είναι οι μόνοι προσφυγικοί οικισμοί οι οποίοι αναφέρονται ορισμένες φορές στον ημερήσιο Τύπο του 1930 ως "κηπουπόλεις". Η έρευνα αποκάλυψε πράγματι κάποιες ιδιαιτερότητες, αν και όχι του ίδιου χαρακτήρα. Η Νέα Φιλαδέλφεια αποτελούσε μια χαριτωμένη ιδιαιτερότητα, χωρίς να διαφοροποιείται από τις άλλες προσφυγικές περιοχές ως προς τη διαδικασία ανέγερσης. Η Νέα Σμύρνη προώθησε ένα εντελώς άλλο μοντέλο πραγματοποίησης, το οποίο έθεσε πρακτικά το ζήτημα του εφικτού μιας φιλόδοξης κρατικής παρέμβασης κατά τον Μεσοπόλεμο, μιας παρέμβασης δηλαδή η οποία σε γενικές γραμμές ακολουθούσε μια νεωτεριστική πρακτική, διαθέτοντας και την υποστήριξη των κατοίκων της», διαβάζουμε στη διατριβή της Κικής Καυκούλα.
Τι εννοούσε ακριβώς, όμως;
Ενώ στη Νέα Φιλαδέλφεια παραχωρούνταν τα σπίτια στους πρόσφυγες, στη Νέα Σμύρνη, που σχεδιάζεται με συνεταιριστική λογική, οι κάτοικοι έχουν τη δυνατότητα επιλογής μέσα από περίπου 35 πρότυπα σπίτια.
«Πρόκειται για πρωτοβουλία του ελληνικού Δημοσίου σε συνεργασία με Σμυρνιούς και την εκκλησία της Σμύρνης. Εκεί η συνεργασία είναι μεγάλη, το έδαφος απαλλοτριώνεται από το ελληνικό Δημόσιο, προσφέρεται και γίνεται ο σχεδιασμός. Ο σχεδιασμός περιλαμβάνεται στο λεγόμενο σχέδιο της επιτροπής Καλλιγά που ολοκληρώνεται το '24, η ανάθεση της υλοποίησης γίνεται με διεθνή διαγωνισμό, τον οποίο κερδίζει μια εταιρεία από το Παρίσι, η οποία δεν θα τον υλοποιήσει στο σύνολό του, αλλά θα υλοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος. Μάλιστα, στα γαλλικά είναι τα μεγάλα τεύχη για την προκήρυξη του διαγωνισμού. Υπάρχει, δε, τεύχος με τα σπιτάκια προσχεδιασμένα τα οποία μπορούσε να διαλέξει ο κάθε Σμυρνιός που προκατέβαλε το 30% του κόστους κατασκευής και με δανειακή διευκόλυνση μπορούσε να χτιστεί το σπίτι.
Αυτό έκανε τη Νέα Σμύρνη να είναι ένα σκαλί πιο πάνω οικονομικά απ' ό,τι ήταν η Νέα Φιλαδέλφεια. Γιατί αυτοί που συμμετείχαν στη συνεταιριστική στέγαση των προσφύγων έπρεπε να έχουν και μερικές χρυσές λίρες μαζί τους όταν είχαν έρθει στην Ελλάδα», εξηγεί ο κ. Τουρνικιώτης.
Χαρακτηριστική του πώς και από ποιους δομήθηκε η Νέα Σμύρνη είναι και η αναφορά στην ιστοσελίδα του δήμου: «Ιδιαίτερα οι πρόσφυγες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας είχαν την αίσθηση ότι δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν όπως ο υπόλοιπος προσφυγικός πληθυσμός. Οι κοσμοπολίτες Σμυρνιοί, φορείς υψηλής παιδείας και μέχρι πρόσφατα οικονομικά ισχυροί, επιδίωξαν να διατηρήσουν την ξεχωριστή θέση που κατείχαν στη Μικρά Ασία και στη νέα τους πατρίδα, οριοθετώντας έναν χώρο εγκατάστασης "διαφορετικό" από εκείνο των υπόλοιπων προσφύγων. Έτσι, η Νέα Σμύρνη ήταν από τις λίγες περιπτώσεις πανελλαδικά που μια προσφυγική συνοικία σχεδιάστηκε εξαρχής ως αστική περιοχή. Τα οικόπεδα διανεμήθηκαν στους δικαιούχους έναντι αντιτίμου».
Από την άλλη, η Νέα Φιλαδέλφεια αρχίζει να χτίζεται το 1923, σύμφωνα με την Κική Καυκούλα, και το 1927 γίνεται η διανομή των οικημάτων στους δικαιούχους πρόσφυγες. Ο σχεδιασμός της δεν είναι μόνο ιδιωτικής πρωτοβουλίας, παρά εμπλέκεται η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων.
«Το σχέδιον του οικισμού παρουσιάζει αρκετήν πρωτοτυπίαν. Είναι ελλειψοειδές, κατά το εν Γερμανία ιδίως εφαρμοσθέν σχέδιον κηπουπόλεων. Αι αιρείαι κυκλοτερείς οδοί, αι μεγάλοι πλατείαι, αι εκτενείς πρασιαί, τέλειον δίκτυον υδρεύσεως, το ευκραές του κλίματος, προσδίδουν εις αυτόν την όψιν ωραίου εξοχικού προαστείου των Αθηνών» περιγράφει ο Κ. Παπαδάτης, τμηματάρχης του υπ. Πρόνοιας στο ιστορικό ίδρυσής της.
«O παραδοσιακός προσφυγικός οικισμός της Νέας Φιλαδέλφειας εκτείνεται από τη Χαλκηδόνα μέχρι τη Νέα Μάδητο και από τη Νέα Ιωνία μέχρι την εθνική οδό. Οι πρώτοι κάτοικοι του προσφυγικού συνοικισμού ήταν οι αποκαλούμενοι "πυροπαθείς των Αμπελοκήπων", άνθρωποι που έμειναν άστεγοι μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Γηροκομείου το 1927 στα προσφυγικά των Αμπελοκήπων. Το χτίσιμο του συνοικισμού ξεκίνησε το 1923 και ολοκληρώθηκε σε τρία χρόνια. Ο οικισμός περιελάμβανε 549 κτίρια με 1.720 κατοικίες, που ακολούθησαν επτά διαφορετικούς οικιστικούς τύπους: μονοκατοικίες, διπλοκατοικίες, τετρακατοικίες και οκτακατοικίες, σε σχήμα Πι, Εψιλον ή Ταυ. Ολες οι κατοικίες είχαν κεραμοσκεπές και μικρούς κήπους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα του δήμου Ν. Φιλαδέλφειας για τον προσφυγικό συνοικισμό.
Η Κυπριάδου και οι «εφθηνές κατοικίες» της
Η ιστορία της Κυπριάδου ξεκινάει το 1920 με την αγορά έκτασης δίπλα στο εγκεκριμένο σχέδιο τμήματος των Άνω Πατησίων από τον επιχειρηματία Μίνωα Κυπριάδη.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η δρ. Ρούσσου, η Κυπριάδου διαφοροποιείτο σε σχέση με άλλες κηπουπόλεις αφενός λόγω θέσης, «καθώς βρίσκεται δηλαδή στο όριο του εγκεκριμένου σχεδίου», αφετέρου στον σχεδιασμό, «καθώς οι δρόμοι αναπτύσσονται μεν ακτινωτά γύρω από τις πλατείες-κόμβους, χωρίς όμως να είναι καμπυλωτοί».
Μάλιστα, σε δημοσίευμά του «Η Κηπούπολη Κυπριάδη» στο αφιέρωμα «Οδός Πατησίων» του ένθετου «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής», ο επίκουρος καθηγητής του ΕΜΠ Μάνος Μπίρης χαρακτηρίζει την ιστορία «ενδιαφέρουσα, όμως όχι και τόσο... γοητευτική», τόσο ως προς την αφετηρία όσο και ως προς τους σκοπούς.
Περιγράφει, λοιπόν, ο Μάνος Μπίρης: «Πρόκειται για την περίπτωση εφαρμογής μιας τυπικής ιδιωτικής επιχείρησης για την εκμετάλλευση οικοπέδων εκτός σχεδίου πόλεως. Τότε λοιπόν ο πλούσιος επιχειρηματίας Μίνως Κυπριάδης απέκτησε το μεγάλο κτήμα του και συνέστησε με έναν φίλο του την εταιρεία Κυπριάδης-Κυριαζής και Σία με σκοπό να δημιουργηθεί εκεί μια "υποδειγματική κηπούπολη" κατά το πρότυπο της Φιλοθέης. Όμως, δεν θέλησε να οργανώσει το σχέδιό του κατά το υπόδειγμα του αυτόνομου οικισμού, αλλά προτίμησε την... πονηράν οδόν, δηλαδή την προσάρτηση του οικισμού του στο όμορο τμήμα των Άνω Πατησίων, το οποίο τότε ήταν ιδιαίτερα αραιοκατοικημένο και είχε εγκριθεί μόλις το 1916. Με τον τρόπο αυτό ο επιχειρηματίας θα ωφελείτο από τις πάσης φύσεως δημοτικές εξυπηρετήσεις, υποσχόμενος απλώς "εφθηνές κατοικίες, φωτισμόν και ύδρευσιν του συνοικισμού"».
Ο ίδιος σημειώνει πως, αν και αρχικά η αίτησή του απορρίφθηκε από το δημοτικό συμβούλιο, εγκρίθηκε από το υπουργείο Συγκοινωνιών και τελικά δόθηκε το πράσινο φως. Ο κ. Μπίρης συνεχίζει: «Λίγο αργότερα ξέσπασε η καταιγίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 που είχε ως συνέπεια την έντονη οικιστική δραστηριότητα σε απόκεντρες περιοχές της πρωτεύουσας, όπως το Πολύγωνο, η Κυψέλη, τα Πατήσια, εκτός φυσικά από τα οργανωμένα περιαστικά συγκροτήματα. Ο Κυπριάδης, παρά το γεγονός πως στην προσφορά των προσχεδιασμένων εξοχικών κατοικιών του δεν απέβλεπε στην ενεργό συμμετοχή του στο δραματικό στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων (οι πλησιέστεροι προσφυγικοί συνοικισμοί της Νέας Φιλαδέλφειας, Νέας Ιωνίας και Ριζούπολης δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο) σε μια κατεξοχήν αστική πλατεία, δεν δίστασε να επωφεληθεί από τα ευεργετικά διατάγματα εκείνης της περιόδου, ιδίως του σημαντικού "περί ατελούς εισαγωγής οικοδομησίμων υλικών προς ανέγερσιν ευθηνών οικιών"».
Όπως σημειώνει η Ειρήνη Γρατσία, αρχαιολόγος, συντονίστρια της MONUMENTA, της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας, «ο Κυπριάδης διαμόρφωσε συγκεκριμένους τύπους κτιρίων, από τους οποίους ο αγοραστής μπορούσε να επιλέξει μεταξύ 3-4 σχεδίων-προτύπων τι ήθελε να κάνει, και διαφορετικά υλικά. Δεν ήταν από πέτρα, ήταν από ενός είδους τσιμεντόλιθο και, μάλιστα, αρχικά, οι κάτοικοι τα φοβούνταν για το αν ήταν γερά – ενώ ήταν».
«Τα σπίτια στου Κυπριάδη, τα οποία ανεγέρθηκαν στη μορφή μικρών διώροφων επαύλεων, κατασκευάστηκαν με πρωτότυπη μέθοδο, με τη χρήση ειδικά διαπλασμένων ασβεστοπυριτιακών πλίνθινων και τσιμεντόλιθων, των οποίων η εξωτερική επιφάνεια εμιμείτο την αδρότητα της ημιλάξευτης τοιχοποιίας (ρούστικο). Για τα μεγάλα ανοίγματα και τις βεράντες χρησιμοποιήθηκαν σκυροδέματα, ενώ οι τετράρριχτες ξύλινες στέγες εκαλύπτοντο με κεραμίδια γαλλικού τύπου», προσθέτει ο κ. Μπίρης.
Φιλοθέη
Η περιοχή της Νέας Αλεξάνδρειας, αργότερα Φιλοθέης, στα όρια του Ψυχικού, αγοράστηκε το 1929 για τον συνεταιρισμό των υπαλλήλων της ΕΤΕ που συστήθηκε τον ίδιο χρόνο. Όπως αναφέρει η Κική Καυκούλα, επικαλούμενη τον Δροσόπουλο, θεωρούμενο ιδρυτή της Φιλοθέης, «η συγκέντρωσις όλων των σπιτιών εις το ίδιον μέρος, η δημιουργία συνοικισμού, θ' αποτελή εν κοινωνικόν έργον της Τραπέζης, που θα χρησιμεύση ως παράδειγμα κοινωνικής πολιτικής και εις άλλους μεγάλους Οργανισμούς».
«Αποτελούσε το υπόλοιπο από μεγαλύτερη έκταση που είχε αγοραστεί στις αρχές του αιώνα από Αιγυπτιώτες με σκοπό τη δημιουργία οικισμού με την ονομασία αυτή. Ο σχεδιασμός και η ανοικοδόμηση του οικισμού ήταν μια δραστηριότητα η οποία ανατέθηκε σε διακεκριμένους επιστήμονες, πολεοδόμους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς κ.τ.λ. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι αρχιτέκτονες Αρ. Ζάχος και Κιμ. Λάσκαρης, οι καθηγητές του Πολυτεχνείου Δημ. Πικιώνης και Παρασκευόπουλος, ο γλύπτης Τόμπρος, ο ακαδημαϊκός Δημήτρης Καμπούρογλου, ο Ζαχ. Παπαντωνίου, οι οποίοι υπέβαλαν γραπτώς τη γνώμη τους για τον ρυθμό των σπιτιών του οικισμού»,αναφέρεται στην ιστοσελίδα του δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού .
Η περιοχή οικοδομήθηκε από την εταιρεία Κέκροψ στην οποία είχαν αποδοθεί εκτάσεις του (χημικού, βιομήχανου και τότε υπουργού Συγκοινωνίας) Γιώργου Ησαϊα, του τραπεζίτη Γ. Οικονομίδη και του μηχανικού και πρώην Δ. Διαμαντίδη, οι οποίοι είχαν συστήσει την Αθηναϊκή Εταιρεία.
«Το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν μια κηπούπολη βασισμένη στα αγγλικά πρότυπα, με τα 2/3 του συνόλου της επιφάνειάς της να διατίθενται σε κοινόχρηστους χώρους, όπως πάρκα, πλατείες, παιδικές χαρές, σχολεία και άλλα. Η σκέψη των δημιουργών ήταν απ' αρχής να δημιουργηθεί ένας οικισμός υγιής στις σύγχρονες τότε πολεοδομικές, οικιστικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις και στις προοπτικές μιας αίσιας και ομαλής ανοδικής εξέλιξης» σημειώνεται.
Ταξικό υπόβαθρο
Η αστική, εργατική ή προσφυγική ταυτότητα των οικισμών αυτών υποδεικνύει ταξικό υπόβαθρο στη δημιουργία τους.
«Φυσικά υπήρχε ταξικό υπόβαθρο. Υπάρχουν γειτονιές οι οποίες στήθηκαν με τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη κηπούπολης σε ένα συγκεκριμένο κοινό», επιβεβαιώνει ο κ. Τουρνικιώτης, προσθέτοντας πως η εξέλιξη σε βάθος χρόνου κάποιων περιοχών άλλαξε και την ταξική ταυτότητά τους. «Η Νέα Αλεξάνδρεια για παράδειγμα δεν ξεκινά σώνει και καλά για να στεγάσει την υψηλότερη κοινωνική τάξη και τα σπίτια που βρίσκονται μεσοπολεμικά στη Φιλοθέη είναι σπίτια απλά και λιτά σε σχέση με αυτό που ακολούθησε, μια μεταπολεμική εξέλιξη οδήγησε σε μια μεγάλη διαίρεση ταξική, στην ανατολική και δυτική πλευρά των Τουρκοβουνίων, που τη ζούμε και δεν βλέπω να αλλάζει τα επόμενα χρόνια».
«Εννοείται πως τα προάστια, αρχικά, εκμεταλλεύτηκαν τις διατάξεις για στέγαση προσφύγων του ’22, οπότε σχηματίστηκαν προάστια υψηλών προδιαγραφών με ιδιωτική πρωτοβουλία. Η διαφήμιση/προβολή τους στηριζόταν ακριβώς σε εκείνα τα ιδιαίτερα που πρόσφεραν: άφθονο πράσινο, μεγάλα οικόπεδα, χαμηλή δόμηση – με άλλα λόγια, τον χαρακτήρα της κηπούπολης» προσθέτει ο Δημήτρης Φιλιππίδης, ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.
Βάλλεται η αρχιτεκτονική κληρονομιά του '20 και του '30
Μεταπολεμικά, οι αντιπαροχές, η ανέγερση πολυκατοικιών, η κατάργηση των κήπων (στον οποίο όφειλαν την ονομασία και κυρίως την ύπαρξή τους οι κηπουπόλεις) και ασφαλώς η εκτόξευση του αριθμού των αυτοκινήτων, αν και δεν άλλαξαν πολεοδομικά τις κηπουπόλεις, αλλοίωσαν τον χαρακτήρα τους.
«Αυτό που βάλλεται είναι τα ίδια τα κτίρια» λέει η κ. Γρατσία. «Το συνολικό πολεοδομικό σχέδιο δεν αλλάζει. Όμως, πολλά κτίρια του '20 και του '30 κατεδαφίζονται για να ανεγερθούν μεγαλύτερα που καταργούν, αν και το κάνουν με τον νόμο, τους κήπους – το βασικό χαρακτηριστικό των κηπουπόλεων. Αυτό που έχει σημασία είναι η ανάδειξή τους, δηλαδή πως υπάρχουν κηπουπόλεις και αποτελούν πρότυπα ζωής, πως υφίστανται ακόμα περιοχές, όπως οι Κυπριάδου, Φιλοθέη, Ψυχικό, και χρήζουν προστασίας. Πρέπει να διαφυλάξουμε το πράσινο και να διασώσουμε τα κτίρια αυτής της περιόδου που βάλλονται, όπως βάλλεται ουσιαστικά όλη η αρχιτεκτονική κληρονομιά της δεκαετίας του '20 και του '30», προσθέτει.
«Με μαθηματική ακρίβεια, όλα τα προάστια ξεκινούν, ήδη από το ’20, με "αγαθές" προθέσεις, δηλαδή να μοιάσουν με κηπουπόλεις (το ευρωπαϊκό πρότυπο). Στη συνέχεια όμως, και ιδίως μεταπολεμικά, σιγά-σιγά η δόμησή τους πυκνώνει, χάρη στην αύξηση του συντελεστή εκμετάλλευσης των οικοπέδων, ώστε στο τέλος (ήδη από την Επταετία) δεν ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα κομμάτια της πόλης. Η απότομη όμως αλλαγή, που άλλαξε εντελώς τον χαρακτήρα τους, ήταν όταν μέσα στη Χούντα επιτράπηκε να χτιστούν πολυκατοικίες και μέσα στα προάστια», προσθέτει ο κ. Φιλιππίδης.
Στην ερώτηση γιατί εγκαταλείφθηκε αυτό το μοντέλο δόμησης, ο κ. Τουρνικιώτης σημειώνει: «Δεν έχουμε χώρο. Εκεί όπου απέκτησαν πλήρη ιδιοκτησία και είχαν σπίτι με κήπο, μόλις τους δόθηκε η δυνατότητα –και τη δυνατότητα τους την έδωσε η πολιτεία– αμέσως έχτισαν πολυκατοικία».
«Δεν εγκαταλείφθηκε ακριβώς: τα ανώτερα εισοδήματα, εκτός από το να στεγάζονται σε προάστια, απλώθηκαν σε ακόμα πιο μακρινές αποστάσεις έξω από την πόλη (όπως π.χ. στις ακτές προς Σούνιο της Αττικής). Τα πιο χαμηλά εισοδήματα, αντίστοιχα, απλώθηκαν στις ανατολικές και δυτικές ακτές της Αττικής, πολλές φορές με αυθαίρετους οικισμούς που νομιμοποιούνταν εκ των υστέρων (π.χ. Λούτσα, τώρα Αρτέμιδα)», προσθέτει από την πλευρά του ο κ. Φιλιππίδης.