Είναι κοινά παραδεκτό ότι τα ενοίκια στην πρωτεύουσα, που και προ πανδημίας είχαν πάρει την ανηφόρα, απογειώθηκαν τον τελευταίο χρόνο, όχι μόνο σε κάποια προνομιούχα προάστια αλλά σε όλο σχεδόν τον κεντρικό τομέα, ενώ ο μέσος μισθός ενός εργαζόμενου παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα του 2012.
Η τουριστικοποίηση του κέντρου, η στροφή πολλών ιδιοκτητών στη βραχυχρόνια μίσθωση, οι μαζικές αγορές διαμερισμάτων και κτιρίων που παραμένουν κλειστά για κερδοσκοπικούς λόγους είναι οι κυριότερες αιτίες. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ενεργειακή και επισιτιστική κρίση, δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον και η προστασία ενός βασικού κοινωνικού αγαθού, όπως αυτό της στέγης, είναι πια επιτακτική.
«Ψάχνω μήνες να νοικιάσω διαμέρισμα και δεν βρίσκω, τα ποσά που ζητάνε είναι αδιανόητα», «δυσκολευόμουν ήδη με το νοίκι και τώρα η ιδιοκτήτρια ζητάει 200 ευρώ παραπάνω, αλλιώς λέει να φύγω να το κάνει Airbnb», «μια “τρύπα” έφτασε να κοστίζει όσο ένας βασικός μισθός, πού θα πάει αυτό;», «νομίζω πλέον ότι μένω σε ξενοδοχείο και όχι σε πολυκατοικία, συνέχεια μπαινοβγαίνουν άγνωστοι και όποτε ανοίγω την εξώπορτα, προσέχω μην σκοντάψω σε καμιά βαλίτσα!».
Ο Σεπτέμβριος, μήνας που παραδοσιακά πολύς κόσμος ψάχνει να νοικιάσει σπίτι και έχει μπει ήδη και κουβέντες σαν τις παραπάνω είναι στην ημερήσια διάταξη. Είτε τις λες εσύ ο ίδιος είτε τις ακούς από φίλους και γνωστούς, είτε τις διαβάζεις στα σόσιαλ και αλλού, σημασία έχει ότι οι τιμές των ενοικίων στην Αθήνα έχουν ξεφύγει πέρα από κάθε λογική μετά από μια διετία ύφεσης εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης.
Με το που άρθηκαν οι περιορισμοί ανέκαμψε θεαματικά τόσο η αγορά όσο και ο τουρισμός, ο οποίος φέτος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΤ και του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, άγγιξε κατά 90% τα νούμερα της χρονιάς-ρεκόρ που ήταν το 2019, με την Αθήνα να συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους προορισμούς. Μαζί όμως ανέκαμψε και η κερδοσκοπία.
Με το που άρθηκαν οι περιορισμοί ανέκαμψε θεαματικά τόσο η αγορά όσο και ο τουρισμός, ο οποίος φέτος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΤ και του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, άγγιξε κατά 90% τα νούμερα της χρονιάς-ρεκόρ που ήταν το 2019, με την Αθήνα να συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους προορισμούς. Μαζί όμως ανέκαμψε και η κερδοσκοπία.
Τιμές ενοικίασης ανά περιοχή
Για να πάρουμε μια εικόνα, οι τιμές ενοικίασης για ένα σχετικά καινούργιο διαμέρισμα σε όροφο σε κεντρική περιοχή, κοντά στο Πεδίο του Άρεως ας πούμε, ξεκινούν από 7,50 ευρώ το τετραγωνικό, με την τιμή εκκίνησης να ξεπερνά τα 10 ευρώ ανά τ.μ. σε κάποιες πιο κλασάτες γειτονιές.
Μια τυχαία περιήγηση στις ιστοσελίδες που φιλοξενούν ενοικιάσεις κατοικιών είναι ενδεικτική του κλίματος. Έχουμε και λέμε, λοιπόν, ξεκινώντας από τα μικρά: νεόδμητη γκαρσονιέρα, ισόγειο, 30 τ.μ. στα Εξάρχεια 740 ευρώ / γκαρσονιέρα 1ου ορόφου 28 τ.μ. στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη, 450 ευρώ (κατασκευής 1960) / διαμέρισμα 1ου ορόφου 50 τ.μ. κοντά στην πλ. Βικτωρίας 400 ευρώ (δεν αναγράφεται έτος κατασκευής) / διαμέρισμα 3ου ορόφου 50 τ.μ. στο Παγκράτι 890 ευρώ (κατ. 1970) / ισόγειο 60 τ.μ. στην ίδια περιοχή 840 ευρώ (κατ. 1980). Αν είσαι τώρα φοιτητής και αναζητάς κάτι οικονομικό προς Ζωγράφου-Ιλίσια, υπολόγιζε από 400 έως 600 ευρώ για studio/γκαρσονιέρα ή δυαράκι.
Ναι, άμα ψάξεις πολύ βρίσκεις και φθηνότερα, 300 ευρώ ας πούμε (είδα κάποιες τέτοιες αγγελίες σε συνοικίες όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Παύλος ή ο Κολωνός), αν όμως πιστέψω φίλους και γνωστούς που ψάχνονται αυτή την εποχή, οι περισσότερες «ευκαιρίες» αυτού του τύπου είτε είναι πολύ ανεπαρκείς είτε απλώς δεν βλέπονται, γι’ αυτό και παραμένουν πολύ καιρό στα αζήτητα. Το πότε, τώρα, το 300άρι έγινε «ευκαιρία» για μια κάτω του μετρίου γκαρσονιέρα, είναι ένα άλλο ζήτημα.
Ανεβαίνοντας τετραγωνικά, βρίσκω μεζονέτα 2ου ορόφου 80 τ.μ. στο Γκάζι 950 ευρώ (κατασκευής 1980), όσο και μια αντίστοιχη στο Κουκάκι, αλλά κατασκευής 1972, διαμέρισμα 1ου ορόφου 97 τ.μ. στα Εξάρχεια 1200 ευρώ (κατ. 1975) διαμέρισμα 2ου ορόφου 110 τ.μ. στον Άγιο Ελευθέριο 750 ευρώ (κατ. 1998), διαμέρισμα 2ου ορόφου 63 τ.μ. στου Ζωγράφου (Γουδί, κατ. 1970) 650 ευρώ, νεόδμητο διαμέρισμα 86 τ.μ. 2ου ορόφου στα Πετράλωνα 850 ευρώ, διαμέρισμα 3ου ορόφου 117 τ.μ. στους Αμπελόκηπους 900 ευρώ (κατ. 2005), διαμέρισμα 2ου ορόφου 105 τ.μ. στο Παγκράτι 1.000 ευρώ (κατ. 1980) και μία ακόμα ευκαιρία με ερωτηματικό που αφορά διαμέρισμα 92 τ.μ. στην Κυψέλη 550 ευρώ (Ευελπίδων, κατ. 1978).
Φυσικά, τις τιμές, εκτός από την περιοχή, τον όροφο και το έτος κατασκευής, επηρεάζουν κι άλλοι παράγοντες, όπως το αν υπάρχει αυτόνομη θέρμανση, ασανσέρ, ηλιακός, πόρτα ασφαλείας, αν είναι επιπλωμένο, πλήρως ανακαινισμένο, αν διαθέτει ένα ή δύο μπάνια, αυλή ή μπαλκόνι, η θέα, η πρόσβαση σε πράσινο, υπηρεσίες, συγκοινωνίες κ.λπ. ωστόσο η ακρίβεια παραμένει κανόνας.
Και, φυσικά, καμία φωτογραφία ή περιγραφή δεν αντικαθιστά την επιτόπια επίσκεψη και προσεκτική παρατήρηση, που σε περιπτώσεις βιαστικά ανακαινισμένων σπιτιών κάποιας ηλικίας μπορεί να αποκαλύψει δυσάρεστες εκπλήξεις, από προβλήματα με τα υδραυλικά και δυσάρεστες μυρωδιές μέχρι δυσλειτουργικές πόρτες ή παράθυρα.
«Είναι πια σαν να ψάχνεις να νοικιάσεις στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο, αλλά με σαφώς χαμηλότερο μισθό απ’ ό,τι θα έπαιρνες αν ζούσες εκεί», μου λέει γνωστή που βρίσκεται στον πέμπτο μήνα αναζήτησης και έχει φρικάρει όχι μόνο με τις τιμές αλλά και με τα σπίτια που της δείχνουν, «κάτι άθλια, ανήλιαγα διαμερίσματα και κάτι πλυσταριά μέσα στη βρόμα», όσο για τα καινούργια ή ανακαινισμένα διαμερίσματα, είναι «απλησίαστα». «Θα μπορούσα να γράψω κανονικό βιβλίο», συμπληρώνει.
Και αν άνθρωποι που βιοπορίζονται σχετικά αξιοπρεπώς δυσκολεύονται πια πολύ με το νοίκι –δεν συζητάμε καν για φοιτητές, άνεργους ή part-time εργαζόμενους‒, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ζόρι τραβάει μια φτωχή, μια μικρομεσαία ή ακόμα και μια οριακά μεσοαστική οικογένεια με παιδιά, οι γονείς των οποίων καταφέρνουν με χίλια ζόρια να καλύπτουν τα έξοδα διαβίωσης, σπουδών κ.λπ., χωρίς, βέβαια, να δικαιούνται επίδομα στέγασης, αφού στα χαρτιά υπερβαίνουν το όριο της ανέχειας.
Το εν λόγω επίδομα κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 70-210 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και τον αριθμό των μελών της οικογένειας, όμως οι υπέρογκες ανατιμήσεις σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους ζωής το έχουν ήδη «ροκανίσει». Υπόψη δε ότι πολλοί εκμισθωτές ζητούν πια δύο και τρία νοίκια μπροστά και, γενικώς ειπείν, οι περισσότεροι ζητάνε τον ουρανό με τ’ άστρα απλώς επειδή μπορούν και τους παίρνει.
Οπότε βλέπεις διαμερίσματα σε… ώριμη ηλικία, ακόμα και στην περιφέρεια του κέντρου, να νοικιάζονται μέχρι και για 1.000-1.200 ευρώ τον μήνα, με τις γκαρσονιέρες και τα δώματα σε περιζήτητες περιοχές να είναι ακόμα πιο ασύμφορα, αφού μπορεί να φτάσουν και τα 600-750 ευρώ.
Αυτά τα τελευταία μάλιστα τα κυνηγούν ιδιαίτερα «μικροί» αγοραστές προς εκμετάλλευση. Αρκετά προς ενοικίαση διαμερίσματα εμφανίζονται να έχουν αυτόνομη θέρμανση, σε πολλά πάλι απ’ όσα διαθέτουν κεντρική έχει μπει «λουκέτο» λόγω των πανάκριβων καυσίμων, άρα ο ενοικιαστής πρέπει να μεριμνήσει και γι’ αυτό, ενώ τα κοινόχρηστα είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
Στο ιστορικό κέντρο και τα πέριξ, όπως οι Αμπελόκηποι, το Παγκράτι, το Θησείο, το Γκάζι, τα Πετράλωνα, σε «καλές» συνοικίες κοντά στο κέντρο, όπως η Καλλιθέα και η Νέα Σμύρνη, ακόμα και πιο λαϊκές, όπως η Κυψέλη και τα Εξάρχεια –δεν συζητάμε καν για τις πιο περιζήτητες, όπως, ας πούμε, το Κουκάκι, όπου οι τιμές είναι πλέον ακριβότερες και από του Κολωνακίου‒, τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα, με τις αυξήσεις να κυμαίνονται κατά μέσο όρο στο 25-30% συγκριτικά με την προ πανδημίας περίοδο, όσο περίπου έχει ανέβει και το κόστος ζωής μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, που εξανεμίζει ακόμα περισσότερο τα μικρά και μεσαία εισοδήματα.
Το ίδιο διάστημα οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν είτε ανύπαρκτες είτε «ψίχουλα». Χαρακτηριστικά, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε μεν μέσα στο 2022 σε 831,80 ευρώ από 683,33 το 2015 και 758,33 την προηγούμενη τριετία, αλλά παραμένει χαμηλότερος απ’ ό,τι μία δεκαετία πριν (876,62 ευρώ), είμαστε μάλιστα η μόνη χώρα στην Ε.Ε. όπου συμβαίνει αυτό. Αυτό το ποσό μετά βίας καλύπτει το ενοίκιο και μόνο για ένα διαμέρισμα άνω των 70 τ.μ. στον κεντρικό τομέα της Αθήνας.
Συνυπολογίζοντας κοινόχρηστα, λογαριασμούς κ.λπ., η συγκατοίκηση δύο και τριών ατόμων, όταν πρόκειται για φοιτητές ή εργένηδες-ισσες, είναι πια μονόδρομος, έλα όμως που για δύο ή τρεις οικογένειες με παιδιά η συγκατοίκηση είναι ανέκδοτο, εκτός κι αν μιλάμε για φαβέλες!
Και ναι μεν οι μεγαλύτερες αυξήσεις, μιλώντας για το Λεκανοπέδιο, αφορούν τα προνομιούχα βόρεια και νότια προάστια, με τις «καλές» περιφερειακές συνοικίες του κέντρου να ακολουθούν κατά πόδας, όμως και το κέντρο καθαυτό, παρότι ανατρέχοντας στις ιστοσελίδες αγγελιών ενοικίασης φαίνεται να καταγράφει μικρότερες αναλογικά αυξήσεις ή και οριακές μειώσεις λόγω της μεγάλης προσφοράς, παραμένει απλησίαστο για το μέσο βαλάντιο.
Ο παράγοντας της βραχυχρόνιας μίσθωσης
Εκτός αυτών, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες είτε πουλούν σπίτια και διαμερίσματα σε ιδιώτες ή εταιρείες είτε προτιμούν πλέον να τα νοικιάζουν ως Airbnb με τιμές που ξεκινούν από 40 ευρώ τη μέρα στην καλύτερη και φτάνουν ακόμα και τα 150 ευρώ. Ακόμα και σε λιγότερο «γκλάμορους» συνοικίες όπως η πλατεία Αττικής και τα Κάτω Πατήσια επελαύνει πλέον η μόδα της βραχυχρόνιας μίσθωσης και μόνο η μεγάλη προσφορά που ήδη παρατηρείται στον τομέα αυτό μπορεί να την ανακόψει.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος όγκος καταλυμάτων τέτοιου τύπου στη χώρα παρατηρείται στον κεντρικό τομέα του δήμου Αθηναίων, όπου, προτού καν ξεκινήσει η θερινή σεζόν, η πλατφόρμα σύγκρισης τιμών Pricefox κατέγραφε πάνω από 7.500 ενεργές ενοικιάσεις.
Τον τελευταίο χρόνο το μέσο κόστος διανυκτέρευσης κινήθηκε στα 59 ευρώ, η πληρότητα στο 65% και τα μηνιαία έσοδα κατά μέσο όρο στα 757 ευρώ. Οι μέσες τιμές φέτος τον Αύγουστο εμφανίζονται αυξημένες κατά τουλάχιστον 10% συγκριτικά με τον Αύγουστο του ’19, οπότε είχαμε το προηγούμενο ρεκόρ τουριστικών αφίξεων και βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Φίλη που ζει πια στο εξωτερικό και έρχεται Αθήνα για τρεις-τέσσερις μήνες, νοικιάζει δε στο κέντρο γιατί την εξυπηρετεί στις δουλειές της, μου λέει πως εδώ είναι αδύνατο πλέον να βρει κάποιο μικρό διαμέρισμα για βραχυχρόνια μίσθωση κάτω των 1.000 ευρώ τον μήνα, εκεί που έδινε το πολύ 800 μέχρι πρόπερσι. Ταυτόχρονα, μικρά ή μεγαλύτερα ξενοδοχεία ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, αλλάζοντας τον χαρακτήρα σε ολόκληρες γειτονιές.
Στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου υπάρχουν σήμερα πάνω από 700 νέα ή πλήρως ανακαινισμένα ξενοδοχεία (στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής και Αργοσαρωνικού), ενώ δεκάδες νέες μονάδες είναι υπό κατασκευή – μόνο στο τρίγωνο Ομόνοια - Σύνταγμα - Κολωνάκι κατασκευάζονται αυτήν τη στιγμή πέντε ξενοδοχεία πολυτελείας.
Ολόκληρες περιοχές του κέντρου αλλάζουν χαρακτήρα προσανατολιζόμενες πλέον στις ανάγκες των τουριστών ή των κατά τεκμήριο πιο καλοβαλμένων αλλοδαπών ενοικιαστών (δεν μιλάμε φυσικά για τίποτα τριτοκοσμικούς οικονομικούς μετανάστες) που, εφόσον οι ασχολίες τους το επιτρέπουν, επιλέγουν να ζουν είτε μόνιμα είτε περιοδικά στην Αθήνα, η οποία μπορεί για τους βέρους Αθηναίους να είναι οριακά βιώσιμη, εκείνοι όμως είναι πεπεισμένοι ότι ανακάλυψαν τη «διαμαντόπετρα στης Γης το δακτυλίδι» του ποιητή και όχι άδικα από πλευράς κλίματος, ποιότητας ζωής και εγγύτητας σε παραθεριστικούς προορισμούς. Εντάξει, υστερούμε σε υποδομές, συγκοινωνίες, καθαριότητα, ελεύθερους χώρους και κάτι άλλες λεπτομέρειες, αλλά αυτό το θεωρούν couleur locale.
Έπειτα, όσο κι αν έχουν αυξηθεί εδώ τα ενοίκια, παραμένουν χαμηλότερα απ’ ό,τι στις περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις και με καλύτερες συνθήκες στέγασης από πλευράς χώρων τουλάχιστον, οπότε «φτουράνε». Γιατί ο Γάλλος π.χ. να μη δώσει 800 ευρώ τον μήνα για ένα άνετο τριάρι στο Παγκράτι, όταν με τα ίδια χρήματα μετά βίας θα έβρισκε μια μικρή γκαρσονιέρα β’ διαλογής στο Παρίσι; Για τον μέσο Αθηναίο, όμως, ο οποίος καλείται να δώσει τα ίδια πάνω-κάτω για ένα αντίστοιχο διαμέρισμα που, αν είναι καινούργιο, ξεπερνά άνετα το χιλιάρικο, είναι κάπως.
Εγκαταλείπουν οι μόνιμοι κάτοικοι
Οι μόνιμοι κάτοικοι σταδιακά εγκαταλείπουν, θέλοντας και μη, αυτές τις γειτονιές, εφόσον τα ενοικιαστήρια «εξαφανίζονται» ή… απογειώνονται (σε αρκετές περιπτώσεις πιέζονται κιόλας από τους ιδιοκτήτες να ξεσπιτωθούν), πολλά από τα νέα καταστήματα που ανοίγουν –από «μπουτίκ» μανάβικα μέχρι εξεζητημένες κάβες‒ απευθύνονται καταρχάς στους τουρίστες, άρα «τσιμπάνε» και τις τιμές.
«Το χειρότερο είναι η κίνηση και η φασαρία μέρα-νύχτα. Το σχολείο εδώ παρακάτω έχει πια έλλειψη μαθητών γιατί οι οικογένειες ειδικά δύσκολα μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτή την κατάσταση», λέει φίλος που ζει στο Κουκάκι. «Στην πολυκατοικία όπου ζω τα περισσότερα διαμερίσματα έχουν γίνει Airbnb, αφότου ανέλαβε ο γιος του ιδιοκτήτη. Επειδή ζω πολλά χρόνια εδώ μου έκανε μια μικρή αύξηση, αντί για 600 ευρώ πληρώνω τώρα 650 για ένα τριάρι, όμως άλλους ενοικιαστές τούς πίεσε να φύγουν γιατί άλλο να κερδίζεις 600 ευρώ τον μήνα, άλλο 80-100 τη βραδιά. Το ασανσέρ μας είναι συνέχεια χαλασμένο γιατί μπαίνουν τρεις-τρεις με ένα σωρό μπαγκάζια, κάθε δεύτερη μέρα σε κάποιο διαμέρισμα κάνουν πάρτι, φωνάζουν, βάζουν τη μουσική δυνατά μέχρι αργά, και να διαμαρτυρηθείς κανείς δεν θα σε ακούσει. Συχνά κοιμάμαι με ωτοασπίδες για να μην πάω το πρωί στη δουλειά άυπνος», λέει.
Ωραίος και επιθυμητός ο κοσμοπολιτισμός, αλίμονο, επικερδής επίσης για το ΑΕΠ της χώρας και για διάφορες κατηγορίες επαγγελματιών, αλλά θέλουμε στ’ αλήθεια οι πολίτες αυτής της πόλης να δούμε το κέντρο της να μετατρέπεται σε μια απέραντη τουριστική Ντίσνεϊλαντ;
Με ένα διάλειμμα περίπου δύο χρόνων λόγω Covid, η Αθήνα ξανάρχεται αντιμέτωπη με το οξύ πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κι άλλες ευρωπαϊκές πόλεις-ατραξιόν όπως το Βερολίνο, η Πράγα και η Βαρκελώνη. Μάλιστα έχουν γίνει και κινητοποιήσεις κατοίκων για την υπεράσπιση των γειτονιών τους από τον οδοστρωτήρα του gentrification (αντίστοιχες κινητοποιήσεις έχουν γίνει στα Εξάρχεια αλλά και στο Κουκάκι παλιότερα).
Για τα τσουχτερά ενοίκια δεν ενοχοποιούνται, εντούτοις, μόνο η αύξηση της τουριστικής κίνησης, οι πλατφόρμες της Airbnb και της Vrbo και οι διαρκώς αυξανόμενοι ξένοι «μέτοικοι». Άλλωστε οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αφορούν ένα 5% έως και 11% στην καλύτερη των προς ενοικίαση κατοικιών στην πρωτεύουσα, ανάλογα με την περιοχή.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης αποδίδεται επίσης στο γεγονός ότι πολλά ακίνητα εξακολουθούν να είναι «μπλοκαρισμένα» ως συνέπεια της κρίσης χρέους και της βαριάς φορολογίας, στην κρίση στην οικοδομή, στο real estate και στις μαζικές αγορές διαμερισμάτων, κτιρίων, ακόμα και ολόκληρων τετραγώνων από ξένους (κυρίως Αμερικανούς, Βορειοευρωπαίους, Κινέζους και Ισραηλινούς κατόχους Golden Visas), εταιρείες και funds, τα οποία δεν ενδιαφέρονται να τα νοικιάσουν αλλά τα κρατούν κλειστά προκειμένου να τα μεταπωλήσουν αργότερα σε υψηλότερη τιμή, σε εκείνους τους μεσίτες που κερδοσκοπούν, στην ανυπαρξία ελέγχων και ενός πλαισίου προστασίας των ενοικιαστών από καταχρηστικές χρεώσεις και εκβιαστικές εξώσεις.
Όπως, εξάλλου, συμβαίνει παντού στον κόσμο, όπου πηγαίνει το μετρό αυξάνουν κατακόρυφα οι αξίες των ακινήτων και συνακόλουθα τα ενοίκια, κάτι ήδη αισθητό όπου έχουν ξεκινήσει οι εργασίες για τους σταθμούς της Γραμμής 4, αν και στις περιπτώσεις του Κολωνακίου και των Εξαρχείων τα ενοίκια είχαν πιάσει «ταβάνι» πολύ πριν μπουν οι πρώτες λαμαρίνες. Το ίδιο συμβαίνει με τις περιοχές όπου γίνονται ή προγραμματίζονται μεγάλες αναπλάσεις, από το ιστορικό κέντρο μέχρι το Σκοπευτήριο της Καισαριανής και την αθηναϊκή Ριβιέρα.
Η επόμενη μέρα
Τα υπερτιμημένα ενοικιαστήρια δεν είναι βέβαια μόνο ελληνικό φαινόμενο. Γενικότερα στην Ευρώπη υπάρχει τέτοιο θέμα (στη Βρετανία π.χ. διάβαζα ότι τα ήδη υψηλά νοίκια έχουν υπερδιπλασιαστεί), όμως στην περίπτωσή μας επιδεινώνεται από την ακρίβεια, την υψηλή ανεργία και τις χαμηλές αμοιβές.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα απορροφά πλέον από μόνο του από 40% έως και 70% του εισοδήματος για πάνω από οκτώ στους δέκα Έλληνες, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. δεν ξεπερνά το 25%. Επιπλέον, 4 στα 10 νοικοκυριά αντιμετωπίζουν πρόβλημα στέγασης λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Έπειτα, από τη χώρα μας απουσιάζουν πολιτικές κοινωνικής στέγης σαν αυτές που δρομολογούνταν παλιότερα μέσα από τον αλήστου μνήμης Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας –τα επιδόματα από μόνα τους δεν είναι πανάκεια, ούτε αποτελούν μακροπρόθεσμη λύση‒, ενώ ούτε λόγος για πλαφόν στα ενοίκια, όπως ζητούν ενώσεις καταναλωτών.
Αλλά τι να λέμε, εδώ προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχει συζητηθεί καν κάποιο πλαφόν ή κάποια μείωση της φορολογίας στις αστρονομικές πλέον τιμές της ενέργειας και των καυσίμων, καθότι η ελεύθερη αγορά έχει μια «έμφυτη» αλλεργία στους περιορισμούς. Το ακόμα υψηλό στην Ελλάδα ποσοστό ιδιοκατοίκησης (περί το 70%) δεν μπορεί να αποτελεί πια άλλοθι για τους εκάστοτε κυβερνώντες, αφού εμφανίζει ήδη πτωτική τάση, που αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια.
Τον τελευταίο καιρό ακούγονται και μέσα στην κυβέρνηση φωνές περί κοινωνικής κατοικίας μέσα από την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, ενώ πληροφορίες φέρουν τον πρωθυπουργό να προβαίνει σε σχετικές ανακοινώσεις στη ΔΕΘ. Διαβάζω ότι τα μέτρα θα περιλαμβάνουν φορολογικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες για μακροχρόνιες μισθώσεις, χορήγηση άτοκων δανείων για την αγορά ή την επισκευή πρώτης κατοικίας αφενός, για επιδότηση ενοικίου με διευρυμένα κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια αφετέρου, καθώς επίσης ανέγερση νέων κατοικιών προς ενοικίαση με σύμπραξη ΟΑΕΔ-ιδιωτών που θα απευθύνονται καταρχάς σε νέα ζευγάρια, οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα και ανέργους.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, πάλι, έχει προτείνει διπλασιασμό και επέκταση του επιδόματος ενοικίου, περιορισμούς στη βραχυχρόνια μίσθωση, δημιουργία Τράπεζας Στέγης από κενά ή ανεκμετάλλευτα κτίρια και κίνητρα στους ιδιοκτήτες, όπως φοροελαφρύνσεις σε όσους νοικιάζουν σε νέους ή νέα ζευγάρια, μέχρι και κατάργηση του ΕΝΦΙΑ (αυτό το τελευταίο να το δούμε και να μην το πιστέψουμε!).
Θα έχει, βέβαια, ενδιαφέρον να δούμε τι ακριβώς προγραμματίζει η κυβέρνηση για το στεγαστικό, πέρα από διακηρύξεις, πώς θα «απαντήσει» η αντιπολίτευση αλλά και –το κυριότερο, καθώς οι εκλογές δεν είναι μακριά‒ πώς σκοπεύουν να διαχειριστούν ρεαλιστικά οι επόμενες κυβερνήσεις ένα πρόβλημα που θα διογκώνεται διαρκώς αν αφεθεί στην τύχη του, δημιουργώντας σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, η στέγη είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βασικό αγαθό και θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, όχι ως πεδίο ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας και ευκαιριακής μικροπολιτικής.
Η κρίση στέγης στην Αθήνα σε αριθμούς
• Οι τιμές ενοικίασης σήμερα στο λεκανοπέδιο ξεκινούν από 7 ευρώ το τετραγωνικό και φτάνουν τα 11 όταν ο πρόκειται όχι μόνο για προνομιούχα προάστια αλλά και για περιζήτητες περιοχές του κέντρου όπου σήμερα η μέση τιμή ενοικίασης ανέρχεται στα 9 ευρώ το τετραγωνικό (στοιχεία Ένωσης Μεσιτών Αθηνών-Αττικής).
• Στο κέντρο της Αθήνας πρώτη ζήτηση έχουν διαμερίσματα ηλικίας 20-25 ετών και εμβαδού 51-80 τ.μ., με το μέσο μίσθωμα να ανέρχεται στα 450 ευρώ. Σε νότια και βόρεια προάστια τα μισθώματα είναι σχεδόν διπλάσια (750-800 ευρώ), ενώ υπάρχει αυξημένη ζήτηση για μεγαλύτερα διαμερίσματα εμβαδού 81-120 τ.μ. Πιο οικονομικά εμφανίζονται τα δυτικά προάστια, όπου για διαμερίσματα 51-80 τ.μ. το μέσο ενοίκιο διαμορφώνεται στα 340 ευρώ (στοιχεία του κτηματομεσιτικού δικτύου RE/MAX Ελλάς για το 2021).
• Το επίδομα στέγασης που χορηγεί ο ΟΠΕΚΑ και απευθύνεται σε 260.000 μονοπρόσωπα ή πολυπρόσωπα νοικοκυριά (667.000 πολίτες) κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 70-210 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με το εισόδημα και τα μέλη της οικογένειας. Ειδική μέριμνα υπάρχει για τις μονογονεϊκές οικογένειες και γι’ αυτές με απροστάτευτα τέκνα.
• Υπολογίζεται ότι τα ενοίκια στην Αθήνα έχουν αυξηθεί έως και 25-30% συγκριτικά με την προ πανδημίας περίοδο, όσο περίπου ανέβηκε και το κόστος ζωής μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.
• Ο βασικός ή κατώτατος μισθός αυξήθηκε φέτος σε 831,80 ευρώ έναντι 758,33 την προηγούμενη τριετία, αλλά παραμένει χαμηλότερος απ’ ό,τι ήταν μια δεκαετία πριν (876,62 ευρώ), κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα στην Ε.Ε., ακόμα και σε όσες πέρασαν, όπως εμείς, από μνημόνια. Εξάλλου, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία στην Ελλάδα ανήλθε φέτος στο 12,1% (36.8% για τους νέους κάτω των 25 ετών, η υψηλότερη στην Ευρώπη) και ο πληθωρισμός στο 11,6%.
• Τα περισσότερα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα εντοπίζονται στον κεντρικό τομέα του δήμου Αθηναίων όπου, προτού καν ξεκινήσει η θερινή σεζόν, η πλατφόρμα σύγκρισης τιμών Pricefox κατέγραφε πάνω από 7.500 ενεργές ενοικιάσεις. Τον τελευταίο χρόνο το μέσο κόστος διανυκτέρευσης κινήθηκε στα 59 ευρώ, η πληρότητα στο 65% και τα μηνιαία έσοδα κατά μέσο όρο στα 757 ευρώ.
• Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα απορροφά από 40% έως και 70% του εισοδήματος για πάνω από οκτώ στους δέκα Έλληνες, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. δεν ξεπερνά το 25%. Επιπλέον, 4 στα 10 νοικοκυριά δυσκολεύονται πολύ να πληρώσουν το νοίκι του μήνα (στοιχεία Eurostat).
• Πρόσφατη έρευνα του Eteron (Ιούλιος 2022) έφερε το 49% των ενοικιαστών να δυσκολεύεται με το νοίκι από αρκετά έως πολύ και έναν στους πέντε να λαμβάνει επίδομα στέγασης. Το ρεύμα και τα λειτουργικά έξοδα είναι ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα από το ενοίκιο για το 65,5% των ερωτηθέντων, ενώ μικρότερη ή μεγαλύτερη αύξηση μισθώματος την τελευταία διετία αντιμετώπισε το 46,1%.
• Πόσα άδεια σπίτια υπάρχουν σήμερα στην Αθήνα; Η απογραφή κτιρίων της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, η αντίστοιχη πάντως του 2011 είχε καταγράψει περίπου 176.000 κενές κατοικίες, με τους δήμους Ζωγράφου και Αθηναίων να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση.