ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ των Leopard 2 στην Ουκρανία έχει σχολιαστεί από στρατιωτική άποψη. Υπάρχουν όμως και συμφέροντα της αποκαλούμενης εξοπλιστικής πολιτικής, που έχουν να κάνουν με χρήματα, δύναμη και επιρροή. Σε αυτό το σημείο συγκρούονται ΗΠΑ και Γερμανία.
Δεκατέσσερα Leopard θα στείλει στην Ουκρανία η Γερμανία, όπως ανακοίνωσε ο Όλαφ Σολτς στο υπουργικό συμβούλιο, επιβεβαιώνοντας τις προχθεσινές πληροφορίες. Παράλληλα, δημοσιογράφοι της Washington Post επέκριναν τη Γερμανία επειδή μέχρι πρόσφατα αρνούνταν να προμηθεύσει άρματα μάχης Leopard στην Ουκρανία και κάλεσαν τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να στείλει τα Abrams στο Κίεβο.
Είναι σαφές πως το θέμα δεν έχει να κάνει μονάχα με το εξοπλιστικό σκέλος. Σύμφωνα με συγκλίνουσες απόψεις διαφόρων αναλυτών οι Αμερικανοί απλώς περιμένουν από τους Ευρωπαίους να δώσουν το Leopard 2 τους στην Ουκρανία, γιατί τότε θα μπορέσουν να προσφέρουν τα δικά τους άρματα μάχης προς αντικατάσταση.
Η επιλογή ενός μοντέλου άρματος μάχης είναι μια μακροπρόθεσμη δέσμευση. Η εκπαίδευση των στρατιωτών, οι υποδομές για συντήρηση και επισκευές, η προμήθεια ανταλλακτικών αποτελούν εξαιρετικής σημασίας ζητήματα.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας προσφέρει στις ΗΠΑ μια μοναδική ευκαιρία, μετά από ελικόπτερα, μαχητικά αεροσκάφη και πυραύλους, να αποκτήσουν ερείσματα στην ευρωπαϊκή αγορά εξοπλισμών με τεθωρακισμένα οχήματα και να «γονατίσουν» τον γερμανικό ανταγωνισμό. Δεν θέλουν προφανώς να χάσουν αυτή την ευκαιρία.
Ο ρόλος της Υπηρεσίας Συνεργασίας για την Ασφάλεια στην Άμυνα
Οι Αμερικανοί δεν το κρύβουν. Στη δεκαετία του 1960 ίδρυσαν την Υπηρεσία Συνεργασίας για την Ασφάλεια στην Άμυνα, μια υπηρεσία η οποία αναφέρεται στον υπουργό Άμυνας, εν προκειμένω στον Lloyd Austin. Η δουλειά της είναι να πείσει τα κράτη να αγοράσουν αμερικανικά όπλα.
Εταίροι με τα ίδια όπλα είναι πιο εύκολο να ενσωματωθούν σε στρατιωτικούς συνασπισμούς και συμμαχίες υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Με την αγορά όπλων από τους συμμάχους, οι Αμερικανοί διασφαλίζουν επίσης ότι οι αριθμοί αυξάνονται και τα κόστη μειώνονται. Αυτό ωφελεί το Πεντάγωνο, το οποίο πληρώνει λιγότερα για τα όπλα του.
Τέλος, η αμερικανική βιομηχανία εξοπλισμών μπορεί να επενδύσει τα πρόσθετα έσοδα στη βελτίωση και ανάπτυξη νέων όπλων. Αυτό όχι μόνο ενισχύει τις δυνατότητές τους, αλλά αυξάνει επίσης «την ικανότητά μας να παραμείνουμε ο πιο θανατηφόρος στρατός στον κόσμο» – αυτό τουλάχιστον αναφέρεται στον ιστότοπο της Υπηρεσίας Συνεργασίας για την Ασφάλεια στην Άμυνα.
Όταν ο Lloyd Austin προτρέπει τη γερμανική κυβέρνηση –όπως στο Ramstein– να επιτρέψει την αποστολή του Leopard 2 στην Ουκρανία, έχει επίσης στο μυαλό του τα αμερικανικά συμφέροντα. Με αυτόν τον τρόπο, μπλέκει τους Γερμανούς και τον Καγκελάριο Σολτς σε δίλημμα. Αν ο Σολτς υποχωρήσει, βλάπτει τα γερμανικά συμφέροντα, ενώ εάν επιμείνει, η Ουκρανία κινδυνεύει να χάσει περισσότερα εδάφη, βλάπτοντας έτσι και πάλι τα γερμανικά συμφέροντα. Το πώς προέκυψε αυτή η δύσκολη κατάσταση έχει να κάνει με τη γερμανική πολιτική ασφαλείας τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Φθίνουσα πορεία
Οι γερμανικές κυβερνήσεις ανεξαρτήτως κομματικών αποχρώσεων μείωσαν τον προϋπολογισμό για τη γερμανική Bundeswehr. Δεν έμειναν σχεδόν καθόλου χρήματα για νέα όπλα. Οι εταιρείες εξοπλισμών δεν έλαβαν άλλες παραγγελίες και έπρεπε να μειώσουν τις δυνατότητές τους.
Τα άρματα μάχης, όπως το Leopard 2, δεν κατασκευάζονταν όπως παλιότερα. Μερικές φορές περνούσαν δύο χρόνια μεταξύ της παραγωγής και της παράδοσης του οχήματος στον πελάτη. Αλλά οι πελάτες δεν βιάζονταν, κι αυτό επειδή βασίλευε η ειρήνη διεθνώς. Και τα τανκς ούτως ή άλλως έμοιαζαν να είναι στρατιωτικά απαξιωμένα. Όλοι μιλούσαν για τον πόλεμο είτε στον κυβερνοχώρο είτε με drone.
Και μετά ήρθε ο Πούτιν
Μετά ήρθε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ξαφνικά όχι μόνο η γερμανική Bundeswehr, αλλά και άλλες δυτικές ένοπλες δυνάμεις κατάλαβαν ότι είχαν μειώσει πάρα πολύ τις δυνατότητές τους. Αν είναι να παραδώσουν τα άρματα μάχης τους, τα οποία ούτως ή άλλως είναι πολύ λίγα, στην Ουκρανία, θα χρειαστούν αντικαταστάσεις. Όχι «κάπου, κάπως, κάποτε», αλλά αμέσως.
Η γερμανική βιομηχανία αρμάτων μάχης έχει εξαιρετική φήμη στο εξωτερικό. Με τα Leopard 2, οι Krauss-Maffei Wegmann και Rheinmetall κατασκεύασαν όχι μονάχα το καλύτερο τανκ στον κόσμο, αλλά και ένα από τα πιο ακριβά (7 έως 8 εκατομμύρια ευρώ για το μοντέλο 2A7).
Μόνο στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, υπάρχουν δεκαέξι χώρες που έχουν αγοράσει το Leopard 2. Ορισμένες έχουν αρκετές εκατοντάδες κομμάτια, όπως η Τουρκία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πολωνία και η Φινλανδία. Άλλοι έχουν πενήντα ή λιγότερα, όπως για παράδειγμα η Νορβηγία, η Δανία και ο Καναδάς.
Οι παραδόσεις όπλων ως μέσο πολιτικής ασφάλειας
Η επιλογή ενός μοντέλου άρματος μάχης είναι μια μακροπρόθεσμη δέσμευση. Η εκπαίδευση των στρατιωτών, οι υποδομές για συντήρηση και επισκευές, η προμήθεια ανταλλακτικών αποτελούν εξαιρετικής σημασίας ζητήματα. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να αλλάξει από τον ένα τύπο άρματος στον άλλο, από τη μια μέρα στην άλλη.
Και γενικότερα δεν πρόκειται μόνο για οικονομική απώλεια. Η πώληση όπλων εξασφαλίζει φόρους και θέσεις εργασίας για το κράτος και ευκαιρίες για τις εταιρείες. Πάνω από όλα, ωστόσο, οι εξαγωγές όπλων αποτελούν μέρος της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Όποιος προμηθεύει ένα άλλο κράτος με ό,τι εξοπλίζει τις δικές του ένοπλες δυνάμεις δημιουργεί εμπιστοσύνη και ταυτόχρονα οικονομική εξάρτηση, και έτσι αποκτά επιρροή.
Η αδίστακτη πολιτική των Αμερικανών
Οι Αμερικανοί ακολουθούν μια διαφορετική πολιτική, ολοένα και πιο αδίστακτη ακόμη και απέναντι στους συμμάχους τους. Η Γαλλία ένιωσε τις επιπτώσεις πριν από δύο χρόνια με το AUKUS, όταν η Αυστραλία ακύρωσε ένα συμβόλαιο ύψους 56 δισεκατομμυρίων ευρώ για την κατασκευή υποβρυχίων προκειμένου να αγοράσει αμερικανικά σκάφη.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε προηγουμένως υπογράψει μια συμμαχία για την ασφάλεια με την αυστραλιανή κυβέρνηση και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία υποσχέθηκε στους Αυστραλούς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αντάλλαγμα, οι Αυστραλοί έπρεπε να αγοράσουν τα όπλα τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Αμερικανοί παίζουν το χαρτί της εμπιστοσύνης
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποιεί σχεδόν κάθε ευκαιρία για να εντείνει τις πωλήσεις όπλων της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ακόλουθη συμφωνία, η οποία μπορεί να φαίνεται καλή και για τις δύο πλευρές, ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ανωμαλίες.
Τον Ιανουάριο του 2022, οι Αμερικανοί συμφώνησαν με την Κροατία να παραδώσουν 89 μεταχειρισμένα οχήματα μάχης πεζικού Bradley, συμπεριλαμβανομένων 22 ως μέσων για ανταλλακτικά. Η τιμή πώλησης ήταν 130 εκατ. ευρώ.
Όμως αυτό που αρχικά φαινόταν σαν συμφέρουσα συμφωνία αποδείχθηκε τελικά ένα ιδιαίτερα ακριβό εγχείρημα. Τα Bradley έχει επιχειρησιακή ηλικία άνω των τριάντα ετών. Η Κροατία έπρεπε να αγοράσει ένα συνολικό πακέτο που περιελάμβανε ανταλλακτικά, σέρβις και συντήρηση. Το συνολικό ποσό άγγιξε τα 630 εκατ. ευρώ.
Τέλος οι ΗΠΑ, μετρούν τι θα μπορούσαν να φέρουν οι πωλήσεις όπλων σε Ευρωπαίους συμμάχους για να αντικαταστήσουν τις προμήθειες τους στην Ουκρανία.
Το Κέντρο Στρατιωτικής και Πολιτικής Ισχύος του Ιδρύματος για την Άμυνα των Δημοκρατιών, μια οργάνωση που ανήκει στο λόμπι της Ουάσιγκτον, ανέφερε πρόσφατα ότι αναμένονται συνολικά 21,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για χρησιμοποιημένα ή ολοκαίνουργια όπλα.