Για την Τζόρτζια Μελόνι, την πρώτη πρωθυπουργό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που ηγείται ενός κόμματος που έχει τις ρίζες του στο φασιστικό παρελθόν της Ιταλίας, ο Δάντης είναι κάτι σαν προστάτης άγιος. Σε ένα βίντεο από τις αρχές της προεκλογικής της εκστρατείας, εμφανίζεται η ίδια να απαγγέλλει τρεις στροφές από τη Θεία Κωμωδία, εκθειάζοντας τον «αυθεντικά Ιταλό, αυθεντικά Χριστιανό» συγγραφέα του έργου. «Ο Δάντης υπήρξε ο πατέρας της ταυτότητάς μας», λέει. Αρκετοί από τους συνοδοιπόρους της φαίνονται να συμφωνούν. Ο νεοδιορισθείς υπουργός Πολιτισμού Τζενάρο Σανγκουιλιάνο, ο οποίος, όπως και η Μελόνι, ανήκε κάποτε σε απροσχημάτιστο νεοφασιστικό κόμμα που έχει πλέον καταργηθεί, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι θεωρεί τον Δάντη ως «τον ιδρυτή της δεξιάς σκέψης στη χώρα μας».
Για να αντιληφθεί κανείς πώς η λατρεία του Ντάντε Αλιγκέρι έχει περάσει σε ένα νέο επίπεδο, πρέπει να πάει πίσω στους ιστορικούς προκατόχους της Μελόνι, τους αυθεντικούς φασίστες. Ήταν η δική τους εμμονή με τον ποιητή εκείνη που έδωσε το έναυσμα για την τρέχουσα «μανία» της ιταλικής ακροδεξιάς με τον Δάντη, και οι βασικοί λόγοι πίσω από αυτήν είναι τρεις: μια ευθέως σοβινιστική διεκδίκηση του ανθρώπου που έτσι κι αλλιώς έχει αναγνωριστεί ως ο εθνικός ποιητής της Ιταλίας, η πεποίθηση ότι ο Δάντης προανήγγειλε στο έργο του την άνοδο και την αναγκαιότητα μιας δικτατορικής ηγετικής φιγούρας και μια ανάγνωση των γραπτών του μέσα από ένα αντιδραστικό πρίσμα.
Όταν το καθεστώς του Μουσολίνι πέρασε τους Φυλετικούς Νόμους – μια νομοθεσία που καταδίωκε αλύπητα τους Εβραίους και τους στερούσε τα πολιτικά τους δικαιώματα – η αντισημιτική προπαγάνδα κατέφυγε στον «Παράδεισο», το τρίτο μέρος της «Θείας Κωμωδίας», για να αιτιολογήσει το πογκρόμ
Το 1921, ένα χρόνο πριν από την μεγάλη φασιστική παρέλαση στη Ρώμη που οδήγησε στην άνοδο του Μπενίτο Μουσολίνι στην εξουσία, περίπου 3.000 μέλη της φασιστικής πολιτοφυλακής, υποστηρικτές του Ντούτσε, είχαν πραγματοποιήσει την «πορεία στη Ραβέννα», κατά τη διάρκεια της οποίας κατέλαβαν αρχικά τον τάφο του Δάντη και τελικά ολόκληρη την πόλη. Στον επίσημο ύμνο του, το Φασιστικό Κόμμα καυχιόταν ότι εκείνο ζωντάνεψε «το όραμα του Αλιγκέρι», ενώ αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της, η κυβέρνηση του Μουσολίνι έκανε τη Θεία Κωμωδία υποχρεωτικό ανάγνωσμα στα ιταλικά γυμνάσια ενθαρρύνοντας με κάθε τρόπο την προπαγάνδα που συνέκρινε τον Ντούτσε με τον Δάντη. Το φασιστικό καθεστώς σχεδίαζε ακόμη και την κατασκευή ενός μεγαλοπρεπούς μνημείου που θα ονομαζόταν Danteum, αλλά δεν χτίστηκε ποτέ.
Η ιδέα του Δάντη ως πατέρα του ιταλικού έθνους είχε αναπτυχθεί ήδη από τον 19ο αιώνα, σε αντίθεση όμως με τους εθνικιστές εκείνης της περιόδου που ακόμα ήταν διαιρεμένη η ιταλική χερσόνησος, δεν τον θεωρούσαν μόνο σύμβολο της εθνικής ταυτότητας – τον έβλεπαν ως χρησμό της αυταρχικής τους εξουσίας. Στην τελευταία ωδή του «Καθαρτηρίου», του δεύτερου μέρους της «Θείας Κωμωδία», η Βεατρίκη προφητεύει τον ερχομό ενός σωτήρα, τον οποίο οι φασίστες ερμήνευσαν ως “Il Duce”. Και σε ένα δοκίμιό του με τίτλο "Περί μοναρχίας", ο Δάντης υποστήριζε την ιδέα ενός χριστιανικού έθνους ενωμένου υπό την ηγεσία ενός ισχυρού κοσμικού μονάρχη, μια ιδέα πολύ ελκυστική στους φασίστες.
Η «Θεία Κωμωδία» εργαλειοποιήθηκε επίσης από τον Μουσολίνι για την εφαρμογή μερικών από τις πιο μοχθηρές πολιτικές του. Όταν το καθεστώς του πέρασε τους Φυλετικούς Νόμους – μια νομοθεσία που καταδίωκε αλύπητα τους Εβραίους και τους στερούσε τα πολιτικά τους δικαιώματα – η αντισημιτική προπαγάνδα κατέφυγε στον «Παράδεισο», το τρίτο μέρος της «Θείας Κωμωδίας», για να αιτιολογήσει το πογκρόμ. Οι στίχοι «να είστε άνδρες, και όχι τρελαμένα πρόβατα, ώστε / ο Εβραίος που ζει ανάμεσά σας να μη σας χλευάζει!» τυπώθηκαν στο εξώφυλλο του προπαγανδιστικού περιοδικού La Difesa Della Razza [Η υπεράσπιση της φυλής] το 1939. (Δεν έχει περάσει ένας χρόνος από την αναφορά της Μελόνι σε έναν από τους επιφανείς συντάκτες εκείνου του περιοδικού, τον Τζιόρτζιο Αλμιράντε, ως «μεγάλο πολιτικό», παρότι συμπλήρωσε επίσης ότι οι Φυλετικοί Νόμοι του Μουσολίνι την βρίσκουν αντίθετη.
Στα χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιταλική ακροδεξιά υιοθέτησε νέους λογοτεχνικούς ήρωες. Ο Τζούλιους Έβολα, ένας φασίστας φιλόσοφος που υποστήριξε τον Μουσολίνι αλλά δεν είχε ιδιαίτερη επιρροή κατά τη θητεία του, έγινε αγαπημένος των νεοφασιστών τη δεκαετία του 1950 και σήμερα γνωρίζει μια αναβίωση μεταξύ των ακροδεξιών κινημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού. Ο Έζρα Πάουντ, ο Αμερικανός ποιητής και ένθερμος υποστηρικτής του Μουσολίνι, ήταν επίσης ένας από τους ήρωες των μεταπολεμικών κύκλων αντίδρασης της χώρας. Δίπλα σε αυτούς τους πολιτιστικούς μονόλιθους, θα πρέπει επίσης να προσθέσει κανείς τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Τζ. Ρ. Ρ. ΤόλκινJ. Στη δεκαετία του 1970, το διάσημο έργο έγινε πηγή έμπνευσης για τα μέλη του νεοφασιστικού κινήματος που είχαν γεννηθεί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έβρισκαν ιδιαιτέρως ελκυστικές τις παραδοσιοκρατικές αντιλήψεις του Τόλκιν και τη σαφή οριοθέτηση ανάμεσα στο καλό και στο κακό.
Καθώς όμως άρχισε να εδραιώνεται ως πολιτικός ηγέτης η Μελόνι, το κίνημά της χρειαζόταν ένα σημείο αναφοράς λιγότερο αμφιλεγόμενο και ακραίο από φιγούρες όπως ο Έβολα ή ο Πάουντ. Έτσι, προδίδοντας μια κάποια έλλειψη φαντασίας, η παράταξη απλώς επέστρεψε ξανά στον Δάντη, 700 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Με στοιχεία από το The Atlantic