ΣΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ απομνημονεύματά του, ο ηθοποιός Μάθιου Πέρι (πιο γνωστός ως ο Τσάντλερ από τα «Φιλαράκια»), αποκαλύπτει ότι οι γονείς του περνούσαν τις ώρες πριν από τη γέννησή του παίζοντας το κλασικό επιτραπέζιο παιχνίδι Monopoly. Ήταν ένας δυστυχισμένος γάμος, γράφει ο Πέρι, και χώρισαν όταν εκείνος ήταν ακόμα βρέφος. Δεν πρέπει να ήταν υπεύθυνη η Monopoly, αλλά δεν μπορεί και να βοήθησε. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η Monopoly μπορεί να μην είναι απαραίτητα ένα κακό παιχνίδι, σίγουρα όμως είναι κατασκευασμένη να δημιουργεί πικρίες και έριδες στους παίκτες της.
Τα περισσότερα παιχνίδια έχουν έναν ανταγωνιστικό χαρακτήρα, λίγα όμως προκαλούν τέτοιο ολοκληρωτικό εξευτελισμό όσο η (ή το) Monopoly [που, βεβαίως, σημαίνει μονοπώλιο]. Στο νέο ντοκιμαντέρ όμως που έχει τίτλο "Ruthless: Monopoly's Secret History" [«Αμείλικτη: Η μυστική ιστορία της Monopoly] μαθαίνουμε ότι δεν ίσχυε πάντα αυτό. Το παιχνίδι σχεδιάστηκε αρχικά το 1903 από τη Lizzie Magie, μια χαρισματική φεμινίστρια, ηθοποιό και ποιήτρια. Εκείνη την εποχή, τα περισσότερα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως και τα περισσότερα μυθιστορήματα για παιδιά, λειτουργούσαν ως δοχεία ηθικής καθοδήγησης. Η Magie ονόμασε το δημιούργημά της The Landlord's Game [Το παιχνίδι του ιδιοκτήτη ή του γαιοκτήμονα], βασιζόμενη στις θεωρίες του Henry George, ενός επιδραστικού οικονομολόγου της εποχής ο οποίος υποστήριζε ότι η γη θα έπρεπε να διαμοιράζεται στους πολλούς και όχι να γίνεται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από τους λίγους (ιδιοκτήτες). Το παιχνίδι διαδόθηκε σαν λαϊκό παραμύθι και υιοθετήθηκε από κοινότητες που τροποποίησαν τους κανόνες ανάλογα με τα γούστα και τις συνθήκες τους.
Η Monopoly, η οποία ξεκίνησε ως κριτική της ιδιοκτησίας, κατέληξε να προωθεί το αμείλικτο κυνήγι του πλούτου και της κερδοσκοπίας.
Μια τέτοια παραλλαγή προέκυψε στην περιοχή του Ατλάντικ Σίτι όταν ένας τεχνίτης ο οποίος ονομαζόταν Charles Darrow, αποφάσισε να αλλάξει τους κανόνες και προσέλαβε έναν καλλιτέχνη να σχεδιάσει μια νέα εκδοχή του παιχνιδιού, υιοθετώντας τις γραμμές και τα χρώματα που χαρακτηρίζουν το παιχνίδι μέχρι σήμερα. Ακολούθως, ξεκίνησε να κατασκευάζει και να διανέμει μόνος του το παιχνίδι, το οποίο ονόμασε Monopoly, στο τοπικό πολυκατάστημα. Η επιτυχία ήταν άμεση.
Όταν το 1935 ο Darrow πούλησε την εκδοχή του στην εταιρεία παραγωγής παιχνιδιών Parker Brothers, τους διαβεβαίωσε γραπτώς ότι το παιχνίδι ήταν εξ ολοκλήρου δική του εφεύρεση. Στελέχη της εταιρείας όμως ανακάλυψαν ότι το παιχνίδι προϋπήρχε και προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Το Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας των ΗΠΑ χορήγησε τελικά στον Darrow πατέντα για την δική του εκδοχή του παιχνιδιού, ενώ η Parker Brothers, προκειμένου να εξευμενίσει τη Magie και να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του αυθεντικού Landlord's Game, υποσχέθηκε να εκδώσει δύο άλλα πρωτότυπα σχέδιά της. Η Lizzie Magie πέθανε το 1948 και η πιο θλιβερή αποκάλυψη του ντοκιμαντέρ είναι ότι κατά την τελευταία απογραφή πριν πεθάνει, είχε καταγραφεί ως «κατασκευαστής παιχνιδιών» με ετήσιο εισόδημα «μηδέν δολάρια».
Η ιστορία του παιχνιδιού παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη μέχρι τη δεκαετία του '70, όταν ο Ralph Anspach, καθηγητής οικονομικών που είχε διαφύγει από τη ναζιστική Ευρώπη, ενεπλάκη σε μια δικαστική διαμάχη με την General Mills, στην οποία ανήκε η Parker Brothers. Ο Anspach είχε δημιουργήσει μια δική του εκδοχή του παιχνιδιού με τίτλο Anti-Monopoly, η οποία επέκρινε τα καρτέλ του πετρελαίου και άλλα καπιταλιστικά μονοπώλια. Το παιχνίδι έγινε δημοφιλές στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ζούσε ο Anspach, σύντομα όμως ο ίδιος έλαβε ένταλμα το οποίο απαιτούσε να σταματήσει την παραγωγή. Με τη σειρά του, ξεκίνησε να δημοσιεύει καταχωρήσεις σε εφημερίδες ανά την επικράτεια της χώρας, ελπίζοντας να αποδείξει ότι ο αυθεντικός σχεδιασμός της Monopoly προϋπήρχε της ερμηνείας του Darrow.
Η εκστρατεία του Anspach τον έφερε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: έβαλε τρεις υποθήκες στο σπίτι του για να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα και απέρριψε έναν διακανονισμό άνω του μισού εκατομμυρίου δολαρίων από την Parker Brothers. Όμως, το 1983, το Ανώτατο Δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ του, απαγορεύοντας στην εταιρεία την αποκλειστική χρήση του εμπορικού σήματος του παιχνιδιού. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1998, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο "The Billion Dollar Monopoly Swindle" [Η απάτη δισεκατομμυρίων της Monopoly] στο οποίο ο Anspach κατέγραφε την εμπειρία του, και ένας από τους αναγνώστες του ήταν ο Stephen Ives, ένας ντοκιμαντερίστας με έδρα τη Νέα Υόρκη. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Ives προσκάλεσε τον Anspach για μια συνέντευξη, η οποία δεν είχε προβληθεί ποτέ μέχρι που χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ (Ο Anspach πέθανε πέρυσι, σε ηλικία ενενήντα έξι ετών, και δεν είδε ποτέ το τελικό μοντάζ).
Υπολογίζεται ότι έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από χίλιες διαφορετικές εκδόσεις της Monopoly. Το μήνυμα, ωστόσο, παραμένει το ίδιο. Τα παιχνίδια είναι συστήματα και, όπως είχε αντιληφθεί η Magie, ένας έξυπνος σχεδιαστής μπορεί να κατευθύνει τους παίκτες προς μια συγκεκριμένη άποψη μέσω της εμπειρίας τους από το σύστημα αυτό. Η Monopoly, η οποία ξεκίνησε ως κριτική της ιδιοκτησίας, κατέληξε να προωθεί το αμείλικτο κυνήγι του πλούτου και της κερδοσκοπίας.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός υπονόμευσε την αρχική ιδέα της Magie και κατέστρεψε την κληρονομιά της. Το "Ruthless" είναι μια ζεστή, προσεγμένη ταινία που λειτουργεί και ως φόρος τιμής στη γυναίκα που ευθύνεται για τη δημιουργία ενός από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια στον κόσμο. Δεν ήταν απαραίτητο όμως ένα ντοκιμαντέρ για να αποτυπωθούν οι ειρωνείες της Monopoly. Οι πολιτικές του παιχνιδιού είναι διαφανείς: Κάθε παίκτης ξεκινά με τα ίδια χρήματα και με τις ίδιες ευκαιρίες παρότι στην πραγματική ζωή, η φυλή, η τάξη, το φύλο και μια σειρά άλλων παραγόντων επηρεάζουν καθοριστικά τις πιθανότητες επιτυχίας. Το παιχνίδι μεταμφιέζει την τύχη σε επιδεξιότητα, παραποιεί το αμερικανικό όνειρο και υπόσχεται πλούτο και δύναμη εις βάρος των άλλων. Μόνο στις τελευταίες στιγμές του βλέπουμε την πιο διαχρονική ανταμοιβή του νικητή: την απομόνωση.
Με στοιχεία από το The New Yorker