Χωρίς τον Μελ Μπρουκς, δεν θα είχαμε κινηματογραφική, τηλεοπτική και ιντερνετική παρωδία, τόσο απλά. Φυσικά, δεν ήταν ο μόνος εκπρόσωπος του είδους στον καιρό του, μα βρισκόταν ανάμεσα στους πρωτοπόρους.
Τα πρώτα σημάδια της φιλμογραφίας που θα ακολουθούσε εντοπίζονται στο οσκαρικό «Producers» (1968) και, συγκεκριμένα, στο μιούζικαλ που ετοιμάζουν οι παραγωγοί του τίτλου, το «Springtime for Hitler». Το ξεχασμένο «Τwelve Chairs» (1970), ως σάτιρα τοποθετημένη στα μεθεόρτια της Οκτωβριανής Επανάστασης, ίσως είναι πιο κοντά στο φιλμικό του ιδίωμα, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, για να έρθει το 1974 και μαζί του η κυκλοφορία του δίπτυχου «Young Frankenstein» και «Blazing Saddles». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η κωμωδία του Μελ Μπρουκς ήταν meta δεκαετίες πριν ο όρος εισαχθεί για τα καλά στην κινηματογραφική κουλτούρα, στηριζόταν στην παρωδία ειδών και τίτλων παρόντος και παρελθόντος, στην κωμική στόφα των συμμετεχόντων, στα διαρκή λογοπαίγνια, στην αγνή φάρσα, στο random χιούμορ, σε όποιον πιθανό και απίθανο τρόπο θα μπορούσε να προσφύγει μια κωμική διάνοια για να σε κάνει να γελάσεις.
Στο «Ηistory of the World: Part 1», που βγήκε στις αίθουσες το 1981, ο Μπρουκς επιστράτευσε ως αφηγητή τον Όρσον Γουέλς και έστησε μια σειρά από σκετσάκια που σατίριζαν χαρακτηριστικές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, από τη Λίθινη Εποχή και τις μέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορία ως τον Μυστικό Δείπνο και τη Γαλλική Επανάσταση.
Το «Part 1» στον τίτλο ήταν μέρος του αστείου, στο φινάλε η ταινία είχε και τρέιλερ από τα σκετς που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν το δεύτερο μέρος, με το «Jews in Space» να προοικονομεί το «Spaceballs» (1987), μια παρωδία του «Πολέμου των Άστρων».
Η ταινία αποτελεί προσκλητήριο προς του Μελ Μπρουκς τους θαυμαστές: και μόνο που ακούμε τη φωνή του και βλέπουμε ένα θέαμα αφιερωμένο σε αυτόν, το οποίο περιστασιακά συλλαμβάνει κι ένα μέρος της αλλοτινής κωμικής του ιδιοφυΐας, δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε χαρά κι ευγνωμοσύνη.
Όταν τον Οκτώβριο του 2021 ένας ενενηνταπεντάχρονος Μελ Μπρουκς δήλωνε ότι θα ετοιμάσει το σίκουελ της ταινίας υπό τη μορφή μιας μίνι σειράς 8 επεισοδίων, με στόχο να πει «για ακόμα μια φορά την αλήθεια πίσω από απίστευτα ψέματα που έχουν περάσει στη συνείδηση του κόσμου ως ιστορικά γεγονότα», πιστεύαμε ότι πρόκειται για ακόμα ένα αστείο. Να, όμως, που ο καιρός έφτασε και τον Μάρτιο του 2023 και ενώ ο θρυλικός κωμικός οδεύει αισίως προς τα 97 του, το «History of the World: Part II» είναι γεγονός.
Στο Part II ο Μελ Μπρουκς αντικαθιστά τον Όρσον Γουέλς στον ρόλο του αφηγητή – αν έκανε την αφήγηση και πάλι ο Όρσον Γουέλς, θα είχαμε να γράψουμε όντως για ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Το μυαλό του κωμικού μπορεί να δουλεύει ακόμα με τη μηχανή στο full –οι τυχεροί που τον ακολουθούν στο Τwitter γνωρίζουν–, λόγω ηλικίας όμως δεν θα μπορούσε να έχει τη hands-on προσέγγιση του παρελθόντος.
Η σειρά χτίστηκε με τον ίδιο να επικοινωνεί, κυρίως μέσω Ζoom, με έναν στρατό από κωμικούς γραφιάδες που δεν έβλεπαν την ώρα να συνεργαστούν με το είδωλό τους –ανάμεσά τους ονόματα όπως ο Νικ Κρολ και η Γουάντα Σάικς– κι εκείνον να διατηρεί μια γενική επιμέλεια και να δίνει κάποιες κατευθύνσεις και μερικές ιδέες για τα σκετς.
Ως φόρο τιμής, οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούν αστεία από το σύνολο της καριέρας του Μελ Μπρουκς –ένα ωραίο παιχνίδι «βρες την ταινία» για τους φαν του δημιουργού– και προσπαθούν να στήσουν σκετσάκια στο ύφος της φιλμογραφίας του.
Μια ειδοποιός διαφορά γίνεται εμφανής από τα πρώτα λεπτά και έγκειται στην ίδια την κατασκευή. Σε αντίθεση με την πρώτη εντύπωση που μπορεί να αφήνει η αναρχίζουσα διάθεση, ο Μελ Μπρουκς έπαιρνε πάρα πολύ στα σοβαρά τις ταινίες του και μεριμνούσε για τη mise-en-scene μέχρι τελικής λεπτομέρειας. Αν απομονώσετε τον ήχο στο «Young Frankenstein» και παρατηρήσετε το κάδρο, θα δείτε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί ακόμα μία προσθήκη στον κατάλογο «τεράτων» της Universal των '30s. Βλέπεις τους (ψευδο)λίθινους τοίχους, τα props, την τοποθέτηση και την κίνηση του ερμηνευτικού επιτελείου εντός του κάδρου και, πραγματικά, θες να γλείψεις την οθόνη.
Πάρτε ως παράδειγμα και την κορυφαία σεκάνς του «History of the World: Part 1», το μουσικοχορευτικό νούμερο της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Αυτά που λέγονται και συμβαίνουν είναι αστεία, η ίδια η ιδέα ενός μιούζικαλ με τους βασανιστές και τους βασανιζόμενους αποτελεί υπόδειγμα κωμωδίας, μα η σεκάνς συνιστά ταυτόχρονα μια πραγματική ωδή στο είδος, αναφερόμενη ακόμα και στον Μπάσμπι Μπέρκλεϊ.
Αν θέλετε να δείτε με τι μοιάζει μια σκηνή μιούζικαλ από κάποιον που λατρεύει ειλικρινά το είδος, σε αντίθεση με σύγχρονους εκφραστές του που περισσότερο το καπηλεύονται –ονόματα δεν λέμε, Σαζέλ δεν θίγουμε–, αναζητήστε το συγκεκριμένο απόσπασμα και θα μας θυμηθείτε.
Ε, αν και η σειρά έχει κάποια εντελώς μελμπρουκσικά (sic) μουσικοχορευτικά ιντερλούδια, ειδικά στο σοβιετικό σκετς, σε κανένα δεν θα δεις ανάλογη επιμέλεια. Γενικά, αν και σίγουρα παίζει ρόλο το μέγεθος της παραγωγής, έχουν αλλάξει οι καιροί, δεν την παιδεύουν την κωμωδία τους τόσο οι δημιουργοί της σε επίπεδο κατασκευής.
Έπειτα, είναι και ότι έχουν μεσολαβήσει τέσσερις δεκαετίες από την πρώτη ταινία και στο μεσοδιάστημα αυτό το παρωδικό χιούμορ έχει γίνει τόσο συνηθισμένο από εκπομπές τύπου «Saturday Νight Live» και σειρές σαν το «Drunk History», ώστε απουσιάζει πια το στοιχείο της έκπληξης.
Με δεδομένο ότι το format είναι εκείνο της τηλεοπτικής σειράς, η παρωδία προσαρμόζεται προς αυτή την κατεύθυνση, κανιβαλίζοντας από τα sitcom των '70s στο «Shirley» της Γουάντα Σάικς –το πιο ανιαρό σκετσάκι, αν μας ρωτάτε– και το «Curb your enthusiasm» ως το «Punk’d» και το «Jackass».
Γελάς περιστασιακά, κάνεις απλώς υπομονή αρκετά συχνά, μα η σειρά παίρνει φωτιά στο έκτο επεισόδιο, όταν το «Get Back» του Πίτερ Τζάκσον μετατρέπεται στο «Last Supper Sessions», με τον Ιησού και κάποιους μαθητές του να αντικαθιστούν τους Beatles και τη Μαρία Μαγδαληνή στη θέση της Γιόκο Όνο – έκτακτη η Ζαζί Μπιτς στον ρόλο, αν και MVP είναι ο Ρίτσαρντ Κάιντ, κάθε φορά που τον βλέπαμε στο συγκεκριμένο σκετς χτυπιόμασταν στο πάτωμα, μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβαινε όταν άνοιγε το στόμα του.
Το έβδομο επεισόδιο έχει και «ελληνικό» ενδιαφέρον, στο όγδοο, και αφού έχουμε παρακολουθήσει στα προηγούμενα μια εναλλακτική αφήγηση της ζωής του Ιησού, μέρος της οποίας ήταν και τα προαναφερθέντα «Last Supper Sessions», η σειρά πετυχαίνει το καυστικό της ζενίθ, με το σκετς της Πρώτης Συνόδου της Νίκαιας – δεν κάνει να πούμε περισσότερα, θα σας χαλάσουμε την έκπληξη.
Σίγουρα το «History of the World: Part II» αργεί να βρει το momentum του, ίσως να το χαλάει και η τηλεοπτική αφήγηση που πηγαίνει άνευ συγκεκριμένης αιτίας από το ένα σκετς στο άλλο, αντί να τα παραθέσει με τη σειρά από την αρχή ως το τέλος, όπως συνέβαινε στον κινηματογραφικό προκάτοχό του. Μολαταύτα, αποτελεί προσκλητήριο προς του Μελ Μπρουκς τους θαυμαστές: και μόνο που ακούμε τη φωνή του και βλέπουμε ένα θέαμα αφιερωμένο σε αυτόν, το οποίο περιστασιακά συλλαμβάνει κι ένα μέρος της αλλοτινής κωμικής του ιδιοφυΐας, δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε χαρά κι ευγνωμοσύνη.
Και αν καταφέρει να συστήσει τις ταινίες του σε μια νεότερη γενιά σινεφίλ, να τις επαναφέρει στην επικαιρότητα και το χιούμορ τους και η κατασκευή τους επηρεάσουν κωμικούς που τώρα κάνουν τα πρώτα τους βήματα, στο τέλος θα βγούμε όλοι κερδισμένοι.