Έχω δει το «Έγκλημα και Τιμωρία» στη Στέγη και κριτική δε θα κάνω, δε μπορώ κιόλας, γιατί σε όλη τη μακρά διάρκεια του έργου με απασχολούσε κάτι άλλο, αυτό που κυριαρχεί και επιδεικνύεται σε τόση ένταση και με αυτόν τον τρόπο: η γλώσσα της παράστασης.
Τι γλώσσα μιλάει η παράσταση που είναι βασισμένη στον τίτλο του έργου του Ντοστογέφσκι και με ποια λόγια αυτή η γλώσσα ενός αριστουργήματος της κλασικής λογοτεχνίας μεταγράφεται στο σήμερα; Και μπορεί με τον ίδιο τρόπο, τα ίδια εργαλεία να μεταγράφουμε ελεύθερα και τον κόσμο του Κάφκα για παράδειγμα; Πώς θα εκφράσουν το συναίσθημα της ασφυξίας και της οδύνης τους, με ένα «γ@μ’ω την κοινωνία μου»;
Στο ανέβασμα του έργου οι καταφρονεμένοι ήρωες αυτού του κόσμου, της Αθήνας του 2023, δε λυπούνται τις λέξεις, βρίζουν και οργίζονται στη διαπασών και αναρωτιέμαι αν αυτή η τόσο προφανής ύβρις έχει σχέση με το σκότος του ντοστογεφσκικού κόσμου, αν υπάρχει αυτή η πρόθεση και αν αυτή η πρόθεση -εφόσον υπάρχει- μας συστήνει ένα σύμπαν τόσο πλούσιο και πολύπτυχο και δυσερμήνευτο πολλές φορές όσο αυτό που μας άφησε σαν πνευματική διαθήκη ο συγγραφέας.
Νομίζω πως αυτή η γλώσσα δε θέλει να πει τίποτα. Και ό,τι είχε να δείξει το έδειξε. Το λούμπεν σήμερα υπάρχει στην κοινωνία με άλλους όρους, δεν την αποτυπώνει καμία γραφή στο θέατρο, υπάρχει κάτω από λέξεις και έννοιες που εκφέρονται με καλλιέπεια και από κάτω ζέχνουν. Υπάρχει και κυριαρχεί ύπουλα. Κάνουμε μια βόλτα στα σόσιαλ και πνιγόμαστε στο λούμπεν, αυτή είναι η έκφραση σήμερα του ταπεινού ενστίκτου και αυτή είναι η περιοχή της.
Ενώ παρακολουθώ τις σκηνές στα «κόκκινα», γεμάτες ένταση, χωρίς αναπνοή, χωρίς καμία ανακουφιστική παύση, έρχονται στα μάτια μου και πρωταγωνιστούν σκηνές από το «Σπιρτόκουτο» και το σύμπαν του Οικονομίδη.
Προφανώς το σύμπαν αυτό πολύ το αγάπησε το ελληνικό θέατρο, εδώ και δυο δεκαετίες. Και το αντέγραψε, το μετέγραψε, το επεξεργάστηκε και το έφερε στη σκηνή ξανά και ξανά, και μαζί αυτή τη γλώσσα που την ακούμε εξακολουθητικά.
Ήρωες οργισμένοι, περιθωριακοί, λούμπεν, που βρίζουν ακατάπαυστα στα όρια της έντασης επικαλύπτοντας οτιδήποτε λίγο πιο ποιητικό, λίγο πιο ανθρώπινο, λίγο πιο στοχαστικό υπάρχει σαν θύλακας έστω ξεχασμένος μέσα τους και μπορεί να φτάσει στην πλατεία. Βρίζουν ακούραστα, την ένταση δεν την ακολουθεί καμία αναπόφευκτη κατάρρευση, αν θέλουμε να μιλήσουμε και ρεαλιστικά. Από σκηνή σε σκηνή, ξανά, προς τη δόξα τραβούν.
Ανάμεσα στα βρισίδια εκσφενδονίζονται και «αλήθειες»που δυστυχώς ακούγονται μόνο σαν κλισέ ή συνθήματα. Συνθήματα κατά της αδικίας σε όλο τους το μεγαλείο που σήμερα ειδικά, θα μπορούσαν να μην ακούγονται έτσι, σαν κούφια λόγια, σαν συμπλήρωμα. Το είδαμε με ίδιο τρόπο να βρίζουν και στα «Κόκκινα Φανάρια» και εκεί η συνθήκη το επέτρεπε περισσότερο, ο τόπος της δράσης είναι ο «υπόκοσμος», όπως εκείνη τη δεκαετία αποκαλούσαν οτιδήποτε μη κατανοητό, διαφορετικό και μη οικείο.
Το είδαμε και στο «Στέλλα Κοιμήσου» του Οικονομίδη, αυτόν τον μαφιόζικο κόσμο που βρίζει εδραιωμένος στο ψέμα, το χρήμα, τη χυδαιότητα και το έγκλημα.
Αυτή τη σεζόν το είδα και σε δυο ακόμα παραστάσεις, τον «Κωλόκαιρο» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου με τους ήρωες να βρίζουν ακατάπαυστα στο ξενυχτάδικο “Διυλιστήριο” της Ελευσίνας, βουτηγμένοι στο αλκοόλ, στο ξενύχτι, δίνοντας μέσα από τις εκρήξεις τους το ύφος του έργου που πετάει στα μούτρα του θεατή μια «ανεπιτήδευτη αλήθεια». Μέσα όμως σε αυτό το λόγο που διατρέχει το έργο, καμιά αλήθεια δε μπορεί να διατυπωθεί, γιατί η αλήθεια όταν διατυπώνεται με αυτή τη βία, μπορεί να κερδίζει στα σημεία, αλλά είναι άγευστη τελικά, κανένας χαρακτήρας δεν αποκτά βάθος και αυτή η εκφορά αδικεί και έναν συγγραφέα που έχει ιδέες, αλλά διάλεξε ένα τρόπο πιο «αναγνωρίσιμο» να πει αυτά που θέλει.
Το είδα και στο έργο του Γιώργου Καφετζόπουλου, το «Τάο», με τρεις αντρικούς χαρακτήρες να καραβοτσακίζονται στα «βασίλεια» της μαφιόζικης νύχτας και στο χάος των ημερών. Και αυτοί βρίζουν ακατάπαυστα γιατί μάλλον άλλη γλώσσα δεν καταλαβαίνουν. Ωραία ιστορία, το ίδιο μοτίβο. Και εδώ οι χαρακτήρες, τα χαρακτηριστικά, τα επίπεδα χάνονται στη βία, στη βίαιη εκφορά του λόγου στα τρομακτικά ξεσπάσματα. Αναρωτήθηκα, αν θέλει ο σκηνοθέτης να μιλήσει για μια ενηλικίωση, γιατί αλληγορικά τη μεταφέρει στη «νύχτα»;
Μας αρέσουν τα έργα «γροθιά στο στομάχι», όπως περιγράφονται πολλές φορές, που φέρνουν στο προσκήνιο με αυτό τον τρόπο την αλήθεια της ελληνικής κοινωνίας; Σοβαρά τώρα; Η Αθήνα του 2023 είναι -όπως εμφανίζεται στη σκηνή- μόνο αυτό το χοντροκομμένο λούμπεν σκηνικό, χωρίς υπαινιγμό; Ή είναι κάτι πιο υπόρρητο, πιο πολύπλοκο άρα και πιο δύσκολο να γραφτεί;
Περνώντας στην αληθινή ζωή, αν σε ένα μπαρ ή μια αίθουσα, για να μην πω στο βαγόνι του μετρό, μπει ένα πληγιασμένο, ανάπηρο τζάνκι δε θα το κοιτάξουμε όλοι; Και αν αρχίσει να κραυγάζει απελπισμένα, δε θα το ακούσουμε; Θα το ακούσουμε, αλλά και θα το ξεχάσουμε μόλις κατέβουμε στο σταθμό μας, μόλις φύγει από την αίθουσα.
Το αληθινό λούμπεν δεν είναι μόνο αυτό που λέει «σκληρές αλήθειες» καπνίζοντας και βρίζοντας σε παράνομες λέσχες χαρτοπαιξίας και σκυλάδικα. Είναι και οι καλοντυμένοι κλέφτες στα βαγόνια που δεν τους παίρνουμε χαμπάρι, οι απατεώνες, οι μικροαστοί κομπιναδόροι και ο αδάμαστος βίος τους που έχει μιλήσει για αυτούς ο Στερνχάιμ εδώ και έναν αιώνα, οι διπλανοί μας βιαστές, τα περίβλεπτα λαμόγια με την όψη του επιτυχημένου. Όλοι αυτοί μιλάνε μια άλλη γλώσσα, που πολύ πιο δύσκολα γράφεται και περιγράφεται ρεαλιστικά. Είναι ο λόγος που αρθρώνουν - ο κακοποιητής, ο βιαστής, ο δολοφόνος, ο κατηγορούμενος, ο μέγας απατεών με το κοστούμι. Το πρεζάκι, οι τρανς, οι γυναίκες στα τελευταία των τελευταίων μπαρ και τα μπουζούκια είναι το εύκολο. Είναι και ένα πρόσχημα, προσκαλεί τον θεατή σε μια περιοχή φαινομενικά οικεία – την έχει δει και ξαναδεί και παίρνει και μια γεύση στο «Αυτή η Νύχτα μένει» επειδή βλέπει και τηλεόραση, δεν του κάνει καμία υπενθύμιση, δεν ασχολείται με την κρίσιμη υποσημείωση της κοινωνίας που αγνοείται σε κάθε τέτοιο έργο και έρχεται με κάθε παράσταση πιο κοντά στον κίνδυνο να θεωρηθεί περισσότερο «εξωτική» παρά μια όψη παραγνωρισμένη.
Δεν είναι λούμπεν, οι δυο τύποι του Κεχαΐδη στο Τάβλι, ο Φώντας και ο Κόλλιας; Δε φέρνουν όλη την Ελλάδα στα μούτρα μας, δεν τη διατυπώνουν με τα πιο μελανά της χρώματα χωρίς να που ένα «γαμώτο»; Το κάνουν και γίνονται από λούμπεν, λαϊκοί ήρωες και αυτό οφείλεται και στη γλώσσα που χρησιμοποιούν, που χυδαιολογεί σατιρίζοντας, κρατάει ένα πνεύμα βέβηλο και εν τέλει πρωτοποριακό, εκφράζει την σπουδαία ποιότητα του διαλόγου ακόμα και όταν αυτός είναι αχαλίνωτος. Κάθε φράση κρύβει νόημα, αυτό συμβαίνει. Πώς αυτό ειδικά το μονόπρακτο του Κεχαΐδη δεν είναι παράδειγμα για το σήμερα;
Απλώς, τα βρισίδια είναι μια γλώσσα που εύκολα αντιγράφεται. Φέρνει στο προσκήνιο μια βία ωμή που χτυπάει κατευθείαν στο θυμικό, όταν όμως την παρακολουθούμε, ούτε εξοργιζόμαστε, ούτε γαληνεύει κάτι μέσα μας, ούτε ξορκίζεται. Νομίζω πως αυτή η γλώσσα δε θέλει να πει τίποτα. Και ότι είχε να δείξει το έδειξε. Το λούμπεν σήμερα υπάρχει στην κοινωνία με άλλους όρους, δεν την αποτυπώνει καμία γραφή στο θέατρο, υπάρχει κάτω από λέξεις και έννοιες που εκφέρονται με καλλιέπεια και από κάτω ζέχνουν. Υπάρχει και κυριαρχεί ύπουλα. Κάνουμε μια βόλτα στα σόσιαλ και πνιγόμαστε στο λούμπεν, αυτή είναι η έκφραση σήμερα του ταπεινού ενστίκτου και αυτή η περιοχή της.
Βρίζουν και οι ήρωες της Λένας Κιτσοπούλου, και η ίδια βρίζει, αλλά εκεί υπάρχει γραφή, οι λέξεις - και με ένα τρόπο παράξενο και ανεπιτήδευτο και πολύ προσωπικό, υπάρχει στόχος και μεταφορά. Και άλλες ατάκες θυμάσαι από τα έργα της.
Και επιστρέφοντας στο Έγκλημα και Τιμωρία, υπάρχουν κείμενα που συνδέουν τις σκηνές. Πολύ διαφορετικά, με ψήγματα ερμηνείας και κοινωνιολογίας, μιλούν για το έγκλημα, την τιμωρία, το δίκαιο. Δε γράφτηκαν από το ίδιο χέρι, αλλά θέλει μαεστρία θεατρικού συγγραφέα το εμβόλιμο, θέλει και τρόπο. Το θεωρώ σχεδόν ακατόρθωτο να σφηνώσει κάποιος τέτοιου ύφους σκηνές που είναι εντελώς αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα και να μην τη πατήσει.
Ένας μπόρεσε να το κάνει αυτό, ο Κωστής Παπαγιώργης, που συνέδεε το λόγιο και την επιστημοσύνη με το λαϊκό και το λούμπεν και τη κραυγή του γηπέδου. Γι' αυτό τα κείμενά του και σήμερα είναι ζωντανά, ατόφια και αληθινά και τελικά εξόχως θεατρικά. Και το θέατρο θα είχε πολλά να μάθει μελετώντας αυτό τον τρόπο γραφής.
Με όλο αυτό το υβρεολόγιο οι στερημένοι και οι αποκλεισμένοι άνθρωποι της κοινωνίας που το θέατρο θέλει και μπορεί να τους δώσει φωνή, μοιάζουν αποκλεισμένοι σε μια περιοχή ταπεινών ενστίκτων και εκφράζονται μονοσήμαντα. Η απεικόνιση της ωμότητας και της αναισθησίας που υπάρχει σήμερα δεν έχει βρει τη διατύπωσή της, τα «καντήλια» που πέφτουν βροχή στην ουσία σακατεύουν την αληθινή γλώσσα αυτού του κόσμου που υποτίθεται αναπαριστά- ενός κόσμου που υποφέρει απαρηγόρητος, και με φτωχότερο λεξιλόγιο και λιγότερο περίτεχνα μπινελίκια εκφράζεται δυνατότερα.
Το θέατρο των ύβρεων είναι η εύκολη λύση, δημιουργεί ένταση και γεμίζει σκηνές. Ούτε κατά διάνοια δεν ακουμπάει το λαϊκό ή το ελληνικό noir- το νουάρ έχει κανόνα, μυστήριο, λύση και κάθαρση. Έχει πλοκή και ανάπτυξη χαρακτήρων και έρχεται από τη λογοτεχνία, δεν είναι απλώς «μαύρο, ρηχό σκοτάδι».
Στον αντίποδα, ένα άλλο σύμπαν γλωσσικό, δίπλα στο κινηματογραφικό του Λάνθιμου, αυτό του Ευθύμη Φιλίππου πολύ λιγότερο επηρέασε τους νέους θεατρικούς συγγραφείς και δραματουργούς. Είδα τις προάλλες το «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» του Φιλίππου, από δυο γυναίκες ηθοποιούς, και δε σταμάτησα να σκέφτομαι αυτή τη γλώσσα, την σχεδόν μαθηματική, οργανωμένη, που φέρνει με τάξη στα αυτιά ένα πλήθος χαοτικών και μεταφορικών νοημάτων. Δύσκολα αντιγράφεται αυτός ο λόγος, δύσκολα δημιουργεί σχολή. Θέλει μεγάλη τεχνική και χρόνια δουλειάς και δοκιμών και τόνους χαρτιού που πετιέται. Αξίζει όμως κάποιος να μελετήσει αυτή τη γλώσσα που έρχεται στο προσκήνιο, τον τρόπο χρήσης της, τα νοήματα που απορρέουν από τις λέξεις όχι μόνο τις εικόνες.
Κρατώντας στο χέρι μου ένα «βρισιδόμετρο», εδώ και πολλά χρόνια, βαρέθηκα είναι η αλήθεια να ακούω στο θέατρο ακόμα και τις πιο ευφάνταστες βρισιές (με τις οποίες στην αληθινή ζωή ενθουσιάζομαι για την ποικιλία που εμπεριέχουν). Βαρέθηκα και αυτό το σύμπαν που δε φτάνει ποτέ στην πλατεία και τους θεατές, που δεν είναι πολυσήμαντο και πολύχρωμο και ευαίσθητο και πονεμένο όσο στην αληθινή ζωή, ακόμα και στα κομμάτια που δεν ξέρουμε, κυρίως εξαιτίας της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Μιας γλώσσας που με εξαντλεί και με αποκαρδιώνει.
Μήπως είναι η ώρα να δείξουμε ότι ο από σκηνής «ρεαλισμός του παρόντος», το μήνυμα που θέλει να περάσει κάθε δημιουργός -και σήμερα περισσότερο από ποτέ δικαιούται να το κάνει- μπορεί και αξίζει να έχει μια πιο άρτια, ανεμπόδιστη και πλούσια γλωσσική διατύπωση; Αληθινή και γεμάτη σφρίγος χωρίς περιττά φτιασίδια. Αξίζει νομίζω και περιμένουμε να την ακούσουμε.