Μια ξεχωριστή πόλη ίπταται πάνω από την Αθήνα. Βρίσκεται στα μπαλκόνια της, εκεί όπου καταφεύγουν οι Αθηναίοι για να πιουν τον πρωινό τους καφέ, να απολαύσουν ένα χαλαρό απόγευμα με το βιβλίο τους στο χέρι, να αφουγκραστούν τους ήχους και να απολαύσουν τις αμυδρές εικόνες της γειτονιάς και να κάνουν συζητήσεις με τα αγαπημένα τους πρόσωπα κάτω από τον έναστρο ουρανό της πόλης.
Ένα από τα πιο ιδιαίτερα και γοητευτικά, ίσως και κάπως υποτιμημένα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του αθηναϊκού αστικού τοπίου, τα μπαλκόνια της Αθήνας, βρίσκονται εκεί όπου η ιδιωτικότητα συναντά την κρυφή γοητεία της γειτονικής ζωής. Μερικά θυμίζουν υπερυψωμένα καταφύγια, κουρνιασμένα στις προσόψεις των κτιρίων, καλυμμένα από τέντες που μετά βίας αφήνουν να φανούν οι φευγαλέες σκιές των κατοίκων τους.
Άλλα είναι πιο εξωστρεφή, άλλοτε φέρνουν περισσότερο σε προέκταση γραφείων και σαλονιών και άλλοτε μοιάζουν με μικροσκοπικές οάσεις πρασίνου και καλαίσθητων φυτών. Κάποια μετατρέπονται σε αυτοσχέδια γυμναστήρια, μερικά μεταμορφώνονται σε υπαίθριες κουζίνες για μπάρμπεκιου και διάφορα γαστρονομικά και κηπευτικά πειράματα. Όλα τους όμως φιλοξενούν μικρές αθηναϊκές ιστορίες, όλα τους φανερώνουν μια θέα ενός ευρύτερου ορίζοντα, μια ομορφότερη Αθήνα.
«Περνάω αυτές τις φάσεις τον χειμώνα που βλαστημάω που μένω στην Αθήνα για τη βρόμα, τη βροχή, την ανοργανωσιά και τη φτώχεια, το σούπερ μάρκετ, τη θέρμανση και τα κοινόχρηστα. Και τελικά σκάει ο Απρίλης, βγαίνω στο μπαλκόνι μου, στο γλυκό αθηναϊκό αεράκι της άνοιξης, και επί τόπου τα ξεχνάω όλα».
Η Αντιγόνη θυμάται σαν να ήταν χθες την ευφορία που την κυρίευσε όταν το 2011 πρωτομπήκε στο διαμέρισμά της, στη γειτονιά του Καλλιμάρμαρου και στον γραφικό πεζόδρομο της Ευφορίωνος, και περπάτησε για πρώτη φορά στο στενόμακρο γωνιακό μπαλκόνι που μοιάζει να αιωρείται δίπλα από το Παναθηναϊκό Στάδιο. «Είχαμε καταχαρεί που επιτέλους θα είχαμε ένα μπαλκόνι μεγάλο και λειτουργικό», θυμάται, «που θα καθόμαστε έξω, θα καλούμε τους φίλους μας, θα το χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας για να διαβάζουμε, να δουλεύουμε, να κάνουμε την ηλιοθεραπεία μας».
Για την Αντιγόνη και την αδελφή της, τη Ματίνα, που μεγάλωσαν στην επαρχία, συνηθισμένες στην αίσθηση της κοινότητας, και ήλθαν στην Αθήνα ως φοιτήτριες, το μπαλκόνι έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής καθημερινότητας. «Είναι τρομερά σημαντικό να έχεις έναν εξωτερικό χώρο να εκμεταλλευτείς. Ειδικά σε μια πόλη η οποία είναι πλέον ασφυκτική, δίχως πολύ πράσινο, τα μπαλκόνια είναι μια απαραίτητη διέξοδος», εξηγεί η 36χρονη μεταδιδακτορική ερευνήτρια. «Κυρίως, όμως, η εμπειρία τού να βρίσκεσαι στο μπαλκόνι σε κάνει να είσαι κομμάτι της γειτονιάς», συμπληρώνει με ζεστασιά.
«Έχουμε μόνιμη επικοινωνία με ολόκληρη την γειτονιά. Κάποιους γείτονες ίσως δεν τους γνωρίζουμε προσωπικά, αλλά έχουμε αναπτύξει μια οικειότητα από τα μπαλκόνια μας. Με άλλους έχουμε πιο προσωπική σχέση: χαιρετιόμαστε, ανταλλάσσουμε κουβέντες και προβληματισμούς για τη γειτονιά μας. Τα δύο πιο ηλικιωμένα άτομα που ζουν κοντά μας τα έχουμε μονίμως στον νου μας ‒ αν αργήσουν να ανοίξουν την μπαλκονόπορτα το πρωί ίσως ανησυχήσουμε και αναρωτηθούμε τι κάνουν. Είναι, βέβαια, αμφίδρομη η σχέση. Κάποια στιγμή που έλειπα στο εξωτερικό το ένα είχε ανησυχήσει! “Μα πού είναι η Αντιγόνη, χάθηκε!” ρωτούσε την αδελφή μου».
Τα δυο κορίτσια θα βγουν στο μπαλκόνι τους σχεδόν σε καθημερινή βάση, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, και πέρα από τον καφέ και την ξεκούρασή τους, δεν διστάζουν να το χρησιμοποιήσουν και για την άσκησή τους, και μάλιστα με πρωτότυπους τρόπους. «Επειδή είναι μακρόστενο και περιμετρικό, σχεδόν κάθε πρωί τρέχουμε γύρω-γύρω, κάνοντας τζόκινγκ ‒ μια φίλη γυμνάστρια μας προπονεί», εξηγεί η Αντιγόνη, προτού προσθέσει συγκρατώντας τα γέλια της: «Ένας γείτονας, μάλιστα, κάποτε μου είπε ότι είχε κυκλοφορήσει ένα viral video που μας έδειχνε να τρέχουμε τριγύρω στο μπαλκόνι σαν τις τρελές! Τον χειμώνα, από την άλλη, το μπαλκόνι μας λειτουργεί κυρίως ως αποθήκη, είτε για τα ξύλα του τζακιού μας είτε για το ποδήλατο της αδερφής μου», συμπληρώνει.
Στις πιο «επικές» στιγμές του μπαλκονιού της η Αντιγόνη συγκαταλέγει δύο μεγάλα αποχαιρετιστήρια πάρτι που διοργάνωσε προτού φύγει για σπουδές στο εξωτερικό, όταν ο χώρος «είχε γεμίσει φίλους που είχαν έρθει να μας χαιρετήσουν και κρέμονταν σαν τσαμπιά σταφύλια». Υπάρχει και η γλυκιά θερινή ανάμνηση της κλασικής «φουσκωτής πισίνας» που χρησιμοποιούσε παλιότερα για να κάνει μπάνιο και ηλιοθεραπεία μαζί με τη φοιτητική παρέα της. «Θυμάμαι, τότε, υπήρχε ένας γείτονας που έβγαινε συνεχώς στο μπαλκόνι και κάπνιζε ασταμάτητα, με μια μεγάλη ταμπακιέρα, κάθε φορά που κάναμε μπάνιο. Δεν θα με εξέπληττε αν τελικά ήταν φωτογραφική μηχανή!» λέει και ξεκαρδίζεται. «Στην πραγματικότητα, όμως, δεν με απασχολεί καθόλου αν με βλέπουν οι γείτονες ή τι θα πουν. Την καθημερινότητά μας ζούμε όλοι στα μπαλκόνια μας και είναι πολύ όμορφο που συνυπάρχουμε».
Η καθημερινότητα στο μπαλκόνι του Γιάννη, που βρίσκεται στον έκτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο Παγκράτι και έχει θέα ένα πλούσιο και χαοτικό αστικό τοπίο, θυμίζει περισσότερο προέκταση της ιδιωτικής, σπιτίσιας του ζωής. «Επειδή το διαμέρισμά μου είναι μακρόστενο, ένα από αυτά τα παλιά σπίτια σε στυλ σιδηρόδρομου, και το μπαλκόνι μου είναι σχεδόν ίδιας έκτασης, το σπίτι μου είναι στην ουσία ένα υβρίδιο εσωτερικών και εξωτερικών χώρων», εξηγεί. «Στο σαλόνι μου, σκέψου, δεν χωράμε καλά-καλά να κάτσουμε άνετα τέσσερις άνθρωποι. Εδώ έξω υποδέχομαι φίλους, έχω την ψησταριά μου για ψησίματα τις Κυριακές, το μπαράκι μου και, φυσικά, την αποθήκη μου», συμπληρώνει δείχνοντάς μου ένα σωρό κούτες, απορρυπαντικά, ακόμα και είδη για camping που βρίσκονται στοιβαγμένα στις ντουλάπες εξωτερικού χώρου που έχει τοποθετήσει. «Και, φυσικά, όποτε μπορώ να δουλέψω από το σπίτι, είτε ο καιρός είναι καλός είτε κακός, συνήθως εγκαθίσταμαι στο μπαλκόνι μου», προσθέτει.
Μπορεί ο 30χρονος δικηγόρος να χρησιμοποιεί το μπαλκόνι του ως υπαίθριο σαλονάκι και γραφείο, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως δεν ανέπτυξε νέα χόμπι και αγαπημένες ασχολίες χάρη σ’αυτό. «Στο προηγούμενο σπίτι μου δεν είχα φυτά και ομολογουμένως δεν ήμουν ποτέ καλός μαζί τους, αλλά επειδή δεν μπορείς να έχεις μπαλκόνι δίχως πρασινάδα, αναγκάστηκα να τα μάθω», αναφέρει χαμογελώντας. «Και αυτό το Σαββατοκύριακο γούσταρα πολύ που έκατσα και έκανα μεταφυτεύσεις. Εξίσου αγαπώ και το ψήσιμο που έχει γίνει πια κομμάτι της ζωής μου. Παλιότερα ίσως ψήναμε στο εξοχικό το Πάσχα ή το καλοκαίρι, τώρα έχω την ευκολία να φέρω δυο-τρεις φίλους μια Κυριακή, να πιούμε τις μπίρες μας και να ψήσουμε παρέα τις μπριζόλες μας».
Ίσως το ομορφότερο χαρακτηριστικό που έφερε το μπαλκόνι στη ζωή του Γιάννη είναι το ανεπαίσθητο καθημερινό people-watching στα απέναντι μπαλκόνια. «Αισθάνομαι συχνά ότι, ειδικά με τους απέναντι γείτονες, ζούμε έναν παράλληλο βίο γιατί έχουν κι αυτοί δυο γάτες στο μπαλκόνι τους και όποτε τους βλέπω νιώθω σαν να κοιτώ έναν αντικατοπτρισμό του δικού μου κόσμου», εξηγεί. «Και το βράδυ, όταν ανάβουν τα φώτα, τα μπαλκόνια της γειτονιάς κάπως θυμίζουν μικρές σκηνές κουκλοθεάτρου. Είναι πολύ όμορφη η αίσθηση τού να αιωρείσαι πάνω από την πόλη την νύχτα, έχει και κάτι το ελαφρώς ηδονοβλεπτικό. Αισθάνεσαι πως η πόλη έχει ρίξει τους ρυθμούς και τις άμυνές της, ίσως πάρεις με την άκρη του ματιού σου ένα φως να ανάβει ή ακούσεις ανθρώπους μεθυσμένους να τρεκλίζουν πηγαίνοντας προς το σπίτι τους. Και κάπως αισθάνεσαι πως έρχεσαι πιο κοντά με τους συμπολίτες σου».
Από τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ζωής στα μπαλκόνια της Αθήνας, σύμφωνα με τον Γιάννη, είναι η γλυκιά αίσθηση του πρώτου ανοιξιάτικου Σαββατοκύριακου, όταν φτιάχνει ο καιρός και εγκαινιάζεται η μπαλκονάτη εποχή, φέρνοντας μαζί της «ένα από τα πιο λυτρωτικά συναισθήματα». «Περνάω αυτές τις φάσεις τον χειμώνα που βλαστημάω που μένω στην Αθήνα για τη βρόμα, τη βροχή, την ανοργανωσιά και τη φτώχεια, το σούπερ μάρκετ, τη θέρμανση και τα κοινόχρηστα. Σκέφτομαι μονίμως να σηκωθώ να φύγω, να πάω στις Βρυξέλλες ή στην Ολλανδία. Και τελικά σκάει ο Απρίλης, βγαίνω στο μπαλκόνι μου, στο γλυκό αθηναϊκό αεράκι της άνοιξης, και επί τόπου τα ξεχνάω όλα».
Το ίδιο συναίσθημα μοιράζεται και η Τάνια από το δικό της μπαλκόνι, που βρίσκεται φωλιασμένο μεταξύ Ηρωδείου και Ακρόπολης, σε ένα από τα πιο όμορφα και κομβικά σημεία της πόλης. «Μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τη μέρα που μπήκε η άνοιξη και υποδεχτήκαμε τη σεζόν του μπαλκονιού», αναφέρει και το πρόσωπό της γεμίζει φως. «Θυμάμαι ότι έκατσα έξω κι ένιωσα ότι το βαρόμετρο έχει αλλάξει, το ίδιο και οι μυρωδιές της Αθήνας, και πέρασα τουλάχιστον μία ώρα να χαζεύω τα ανοιξιάτικα σύννεφα, τα κτίρια της γειτονιάς και το Ηρώδειο. Σε κυριεύει αμέσως μια αισιοδοξία, πως έρχεται ο ήλιος να ζεστάνει τα σπίτια και τις ζωές μας», συμπληρώνει.
Το μπαλκόνι της Τάνιας μπορεί να φανερώνει μια αθηναϊκή θέα που κόβει την ανάσα, βρίσκεται όμως χαμηλά, στον δεύτερο όροφο, έτσι επικοινωνεί άμεσα με τη μονίμως ανήσυχη γειτονιά της Ακρόπολης. «Ο δρόμος μας έχει περίεργη ακουστική κι έτσι, θέλοντας και μη, ακούω τις συζητήσεις σχεδόν οποιουδήποτε τυχαίνει να περνάει από τον δρόμο. Συνήθως είναι τουρίστες, οπότε άλλοτε ακούς κάτι χαριτωμένο κι άλλοτε θα τύχει να ακούσεις σχόλια για την πόλη σου που θα σε εκνευρίσουν», λέει χαρακτηριστικά. «Παράλληλα, όμως, η γειτονιά μας παραμένει γειτονιά και είναι υπέροχο να βλέπεις τις ρουτίνες των συμπολιτών σου και να καταλαβαίνεις τον άνθρωπο μέσα από τις συνήθειές του. Ο γείτονάς μου, για παράδειγμα, κάθε βράδυ βγαίνει και με έναν φακό και εξετάζει μεθοδικά όλες του τις γλάστρες, μία-μία. Παράλληλα, ακούς συχνά τις ηλικιωμένες κυρίες της γειτονιάς να ανταλλάσσουν τα νέα τους ή να φωνάζουν αυστηρά στα εγγόνια τους. Ο δρόμος μας έχει πάντα ζωή, την οποία μπορείς κάπως απενεχοποιημένα να παρακολουθείς από τη φωλιά του μπαλκονιού».
Λάτρης της κηπουρικής, με μια σχεδόν εμμονή για οτιδήποτε πράσινο, η Τάνια κλήθηκε να προσαρμόσει το χόμπι της στη νέα πραγματικότητα του μπαλκονιού όταν μετακόμισε από το ισόγειο όπου κατοικούσε προηγουμένως. «Τα φυτά μου βρίσκονται σε μια διαδικασία νεκρανάστασης αυτήν τη στιγμή» εξηγεί και ξεκαρδίζεται. «Η μεταφορά από ένα σκιερό κομμάτι της αυλής σε ένα φωτεινό μπαλκόνι τούς προκάλεσε σοκ και τα περισσότερα πέθαναν, άλλα τώρα σιγά σιγά επανέρχονται κι αυτό με γεμίζει χαρά. Νιώθω ότι είναι ένας γλυκός κόπος το να χτίζεις το σπίτι σου μέσα από τα φυτά, που είναι κι αυτά ζωντανοί οργανισμοί και έχουν τις δικές τους συνήθειες και ανάγκες. Στο μεταξύ, έχω ξεκινήσει να πειραματίζομαι και με μερικά φρούτα και λαχανικά» προσθέτει, δείχνοντάς μου με ενθουσιασμό μερικές γλάστρες που βρίσκονται στην άκρη του μπαλκονιού της. «Τώρα, για παράδειγμα, έχω μερικές φράουλες, μια ντοματιά, κάποια κουμκουάτ και κάποια αρωματικά φυτά και μπαχαρικά».
Από τις πιο ξεχωριστές «μπαλκονάτες» αναμνήσεις για την Τάνια ήταν η Πρωτοχρονιά του 2021, στην καρδιά της πανδημίας, όταν εν αναμονή της εορταστικής περιόδου η ίδια έτυχε να κολλήσει Covid. «Είχα στενοχωρηθεί αφάνταστα που δεν θα μπορούσα να γιορτάσω με τους φίλους μου», θυμάται, «ωστόσο το μπαλκόνι τελικά ήταν σωτήριο. Η παρέα μου μαζεύτηκε από κάτω στον δρόμο και κάναμε προπόσεις εξ αποστάσεως, σαν τον Ρωμαίο με την Ιουλιέτα», εξιστορεί γελώντας.
Η ίδια έχει προσαρμοστεί πλήρως στην αίσθηση του να βλέπεις και να βλέπεσαι που φέρνουν τα ανοιχτά και εξωστρεφή αθηναϊκά μπαλκόνια. «Αντιμετωπίζω τους εξωτερικούς χώρους σαν να μην τους βλέπει κανείς, λες και είναι προέκταση του σπιτιού μου, κι ας είναι στην πραγματικότητα χώροι πολύ προσωπικοί. Μπαλκόνι στην Αθήνα, άλλωστε, σημαίνει να ζεις σε μια ξεχωριστή, παράλληλη πόλη που ίπταται, στην οποία η ζωή είναι κάπως διαφορετική, πιο αφιλτράριστη και ξέγνοιαστη, και όπου αποτυπώνεται ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου. Στα μπαλκόνια συνηθίζεις να ζεις al fresco, με αλεγκρία κι έναν μονίμως ανοιχτό ορίζοντα», καταλήγει χαμογελώντας.
«Η δυνατότητα να ατενίζεις τον ορίζοντα από το μπαλκόνι είναι ένα από τα πιο ζεστά συναισθήματα, φέρνει ψυχική ηρεμία και μια διαφορετική προοπτική στη ζωή», συμφωνεί με τη σειρά της η Σάρα, η σύντροφος του Λέο. Άλλωστε στην περίπτωση του ζευγαριού, καθώς και άλλων τυχερών κατοίκων του Φαλήρου ή των νοτίων προαστίων, μπαλκόνι δεν σημαίνει μονάχα υπαίθριος χώρος αλλά και μια μόνιμη, χορταστική και γαλήνια θέα στο γαλάζιο της θάλασσας.
«Η μεγαλύτερη διαφορά από το ισόγειο, όπου ζούσαμε προηγουμένως, είναι η πανίσχυρη δύναμη του φωτός, και τα μπαλκόνια είναι η επιτομή αυτού του στοιχείου», λέει με τη σειρά του ο Λέο, καθώς αφήνει στην άκρη το κλαδευτήρι του και αγκαλιάζει σφιχτά τη γάτα του σπιτιού. Οι δυο τους είναι τρομερά δραστήριοι άνθρωποι και λατρεύουν τα χόμπι σε εξωτερικούς χώρους, επομένως οι πράσινοι χώροι είναι από τα αναπόσπαστα χαρακτηριστικά του μπαλκονιού τους.
«Λατρεύουμε την κηπουρική και από τις αγαπημένες μας μπαλκονάτες ασχολίες είναι είτε η φροντίδα των λουλουδιών και των φυτών είτε η καλλιέργεια των δικών μας λαχανικών, όπως οι ντομάτες, τα κολοκυθάκια και οι φράουλες που είναι εξαιρετικά γλυκές αυτή την εποχή του χρόνου», αναφέρει χαμογελώντας. Και παρόλο που το ζευγάρι λατρεύει όσο τίποτα το ξύπνημα της άνοιξης, όταν ανοίγει ο καιρός και οι διαθέσεις δεν διστάζει να προσαρμόσει τις κηπευτικές του δραστηριότητες, εναλλάσσοντας τα καλοκαιρινά φυτά με μπρόκολα και λαχανίδες π.χ.
«Ζωή στο μπαλκόνι της Αθήνας σημαίνει φως, ευδαιμονία και βιωσιμότητα», καταλήγει ο Λέο, καθώς η Σάρα τον πλησιάζει και γνέφει συγκαταβατικά. «Για μένα, που μεγάλωσα στο Μιλάνο και μετράω πλέον τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα, μπαλκόνι στην Αθήνα σημαίνει να νιώθεις ευάλωτος και ταυτόχρονα ασφαλής. Και καθώς αιωρείσαι πάνω από την πόλη, να νιώθεις συνάμα ελεύθερος και απεριόριστος».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.