Ο Ξεναγός του Ζαχαρία Μαυροειδή είναι μια diy ταινία για την αθηναική αρχιτεκτονική και την σεξουαλικότητα που θα ξεκινήσει να προβάλλεται αυτή την Πέμπτη (24/11) στο Μικρόκοσμο (μαζί με το Tungsten του Γιώργου Γεωργόπουλου με κοινό εισιτήριο). Προβάλλει πτυχές της πόλης πέρα από τις τουριστικές (έχει φυσικά και τα κλασικά μνημεία) μέσω μια ιστοριάς ενός νεαρού ξεναγού που αναλαμβάνει να δείξει σε ένα γκρουπ ξένων φοιτητών αρχιτεκτονικής γνωστές και άγνωστες πλευρές της πόλης που έχουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Τρεις ημέρες πριν από το άνοιγμα της ταινία τρεις διακεκριμένοι στο χώρο τους που είδαν την ταινία στην πρεμιέρα της στο πλάισιο του Πανοράματος Κινηματογράφου γράφουν τις εντυπώσεις τους για το σαιτ της ταινίας.
Ζυράννα Ζατέλη, συγγραφέας
Ό,τι κυρίως μου άρεσε στον Ξεναγό του Ζαχαρία Μαυροειδή είναι αυτή η αυθόρμητη και τρυφερή πειθαρχία με την οποία αγγίζει και διατρέχει κάποια δύσκολα και μπερδεμένα του καιρού μας (και του μυαλού μας) μέσα από μία ομάδα νέων παιδιών – ο καθένας τους κι από άλλη χώρα, ενόσω όλοι μαζί συνυπάρχουν για λίγες μέρες στην Αθήνα, υπό την εύθραυστη «εποπτεία» ενός συνομήλικου Έλληνα ξεναγού που συνεχώς ψάχνεται και διερωτάται… Η αμηχανία πράγμα ιερό∙ έτσι ένοιωσα παρακολουθώντας το ξετύλιγμα απίθανων και πιθανών καταστάσεων, χαοτικών καμμιά φορά ή και επώδυνων, με τρόπο τόσο ευρηματικό, φυσικό και παιγνιώδη, όσο πιο προσεγμένα και νηφάλια χειρίζεται το ζόρικο υλικό του ο νεαρός σκηνοθέτης. Αν ήταν να δώσω ένα μότο σε αυτήν την ταινία, θα διάλεγα τον στίχο του Μιχάλη Κατσαρού, «παραμένω εν πλήρει συγχύσει αθώος».
Όσο για την μουσική της Μάρθας Μαυροειδή, γραμμένη ειδικά για την ταινία, λειτουργει σαν καίριος σχολιασμός, αλλά και διακριτικός και ανάλαφρος, στα επί της οθόνης ορατά και αόρατα.
Τάσος Τανούλας, αρχιτέκτων, αναστηλωτής Προπυλαίων Αθηναϊκής Ακρόπολης
Η ταινία «Ο ξεναγός» του Ζαχαρία Μαυροειδή κινδυνεύει να υποτιμηθεί ακριβώς λόγω μιας από τις βασικές της αρετές: πως αποποιείται με αξιοπρέπεια κάθε σοβαροφάνεια. Διαμορφώνει με αδιόρατη συνέπεια ένα διακεκριμένο ύφος τομής στην καθημερινότητα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με σαφή ιστορική υπόσταση. Ο δημιουργός της επιλέγει ως αποτέλεσμα την φυσικότητα και την πετυχαίνει χειριζόμενος τα εκφραστικά μέσα της κινηματογραφικής του γλώσσας, με ένα τρόπο που μας θυμίζει ότι «η γλώσσα κόκκαλα δέν έχει και κόκκαλα τσακίζει».
Ένα βασικό θέμα, που απασχολεί τον Μαυροειδή χωρίς να το κρύβει, είναι οι ατομικές και συλλογικές ταυτότητες των χαρακτήρων της ταινίας του. Αν και οι διακυμάνσεις στην ερωτική ταυτότητα του ήρωα φαίνεται να κερδίζουν έδαφος στις εντυπώσεις του μέσου θεατή, καθόλου δέν υστερεί η διαχείριση των άλλων, συλλογικών, ταυτοτήτων όπως η εθνική, η ιστορική, η γεωγραφική, η πολιτισμική. Πολύ πετυχημένη είναι η σκηνή όπου τα μέλη της πολυεθνικής ομάδας, όταν έχουν εξαντλήσει στο «δούλεμα» τον «έλληνα ξεναγό», εξαπολύουν μύδρους μεταξύ τους.
Η ταινία είναι ευανάγνωστη, διασκεδαστική, χαριτωμένη, αστεία, ανθρώπινη, αξίζει να έχει και εμπορική επιτυχία. Αξίζει, όμως, επίσης να τη δεί κανείς πολύ προσεκτικά, ίσως και να την ξαναδεί, για να μπορέσει να εκτιμήσει τις αποχρώσεις στα αισθήματα που την πλουτίζουν, τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης των σημάτων που την διανθίζουν, την ψυχική υπόσταση των χαρακτήρων. Ο κεντρικός ήρωας ούτε ωραίος ούτε άσχημος, ούτε έξυπνος ούτε βλάκας, οπωσδήποτε όμως συμπαθής και ειλικρινής στην αμηχανία του μπροστά στα πάντα. Το κλασικό τοπικιστικό δίπολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Η πίκρα πίσω από τον σαρκασμό, η συμπάθεια πίσω από την απόρριψη. Το παιχνίδι με τα χαρτάκια στο μέτωπο και τα πάγια ερωτήματα «είμαι άντρας;» «είμαι έλληνας;» «είμαι ζωντανός;». Η Ακρόπολη πανταχού παρούσα στο κέντρο μιας χαοτικής μητρόπολης του νότου.
Εγινε λόγος παραπάνω για ταυτότητες γιατί είναι ένας όρος που υπεισέρχεται συχνά στη σύγχρονη σκέψη. Επισημαίνω ότι η ανάγκη επιλογής ταυτότητας είναι σήμα καταστολής, οι συνειδήσεις είναι που μας ενδιαφέρουν. Οι διάλογοι της ταινίας ακροβατούν με άνεση σε ένα περιβάλλον ταυτοτήτων και συνειδήσεων, σε μια νεανική γλώσσα «της πλάκας» ανθρώπων που «ξέρουν γράμματα», με αποτέλεσμα τα λόγια να πυροβολούν χρώματα ανεξίτηλα.
Τα κινούμενα κολλάζ με τους τίτλους στην αρχή, και αυτά που στη συνέχεια αρθρώνουν τα επεισόδια και σχολιάζουν με πολύ χιούμορ τα τεκταινόμενα στην ταινία είναι ευρηματικά, για να μην πω πρωτότυπα, αποτελεσματικά, αριστουργηματικά.
Μια ταινία με διακεκριμένο ύφος, εσκεμμένη και, παρ’ όλ’ αυτά απρόβλεπτη, νευρική, αισθησιακή που, εν τούτοις, τα δένει όλα έτσι που να αποπνέει απλότητα, ξεκούραση, ανθρωπιά. Και τεχνικά άρτια, αξίζει να τονιστεί κι’ αυτό, τόσο στην εικόνα όσο και στον ήχο.
Ίρις Τζαχίλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
O τίτλος της ταινίας του Ζαχαρία Μαυροειδή, είναι κυριολεκτικός. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός που «άγει τους ξένους» στην Αθήνα, τους οδηγεί σε ό,τιδήποτε θεωρείται αξιοθέατο. Στα μνημεία δηλαδή. Ποια είναι τα μνημεία, ποια είδους κτήρια πήραν το χαρακτηρισμό μνημεία, για ποιο λόγο έγινε αυτό και πώς γίνονται σημεία επισκέψιμα έχει αποφασιστεί από άλλους.
Εκείνος, ως ξεναγός, προσπαθεί να προσαρμοστεί σε ό,τι απαιτείται από αυτόν και στο «κόνσεπτ» του ταξιδιού. Τα ετοίμασε όλα: το περιεχόμενο, την ομάδα στόχευσης (φοιτητές Erasmus της αρχιτεκτονικής), τον τρόπο ζωής τους στο ταξίδι, την κατανομή του χρόνου στην ολιγοήμερη εκδρομή, τη ζωή που πρέπει να κυλά ανάμεσα από κανόνες για να εξυπηρετηθεί το «κόνσεπτ».
Το σιωπηλό κέντρο αναφοράς είναι αυτά τα μνημεία που οφείλει να δείξει ο ξεναγός, ο λόγος του ταξιδιού και ο λόγος της ταινίας. Εκεί είναι, αμετακίνητα, ενώ όλοι οι άλλοι, πρόσωπα της ταινίας και περαστικοί κινούνται γύρω τους. Γύρω από αυτά στριφογυρίζουν όλοι θέλοντας και μη θέλοντας. Εμείς δε οι θεατές του έργου καλούμαστε να δούμε πώς τα βλέπουν οι νεαροί ευρωπαίοι φοιτητές της αρχιτεκτονικής, καλούμαστε να παρακολουθήσουμε την ιστορία του βλέμματός τους. Σε όλη την ταινία λοιπόν γίνεται λόγος για τα μνημεία της Αθήνας, σε όλο το έργο υπάρχουν «ξένοι» που επισκέπτονται, ή ώφειλαν, ή αρνούνται να τα δουν.
Στο μεταξύ η ζωή κυλά. Όλοι βγαίνουν από τους κανόνες (αλλά για να βγούν πρέπει να υπάρχουν) και μαθαίνουν απορρίπτοντας. Τα μνημεία εννοείται. Συνεχώς διαλέγουν άλλους τρόπους από αυτούς που τους προτείνονται, άλλα λόγια και άλλους συντρόφους, μιλώντας στο μεταξύ για τα γλυπτά του Παρθενώνα που πρέπει να γυρίσουν από το Βρετανικό, για τη Σέριφο και τον ήλιο ενώ επάνω τους επικρέμαται ένα όχι, όχι δεν πήγαν να επισκεφθούν την παράδοση, την κληρονομιά, που ωστόσο συγκροτούσε το λόγο του ταξιδιού τους.
Σε ολόκληρη την ταινία αυτή η κληρονομιά, όλων των εποχών, η σχέση μας με το παρελθόν, ακόμη και το πρόσφατο, είναι παρούσα, είτε στο οπτικό μας πεδίο, ή αν είναι έξω, είναι γιατί επιλέξαμε να περιφρονείται. Αυτή όμως έδωσε και τη θετική και την αρνητική επιλογή. Αυτή δομεί και δίνει νόημα στο ταξίδι, σε αυτήν πάμε ή από αυτήν φεύγουμε, την εγκαταλείπουμε ή την λοιδωρούμε, αλλά αποτελεί το σταθερό σημείο που δίνει ιδιότητα στην ομάδα και στον ξεναγό.
Όταν το έργο τελειώνει η ακρόπολη φαίνεται η ίδια, στο σούρουπο ή με φεγγάρι, ή με τα φώτα της πόλης. Για κάποιο λόγο είχα την εντύπωση ότι τα φώτα σβήνουν σιγά σε ένα αλλού, σε μία άλλη ζωή, σε άλλες κατευθύνσεις. Φτάνει, ο ξεναγός επέστρεψε σπίτι του, έκανε και αυτός ένα ταξίδι, αλλά έπαψε πια να είναι ξεναγός. Τα μνημεία δεν φεύγουν από τη θέση τους αλλά ξεναγοί μπορεί να γίνουν άλλοι.
Culture /