Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Γιάννενα. Ο πατέρας μου ήταν βέρος Γιαννιώτης, η μητέρα μου από το Πωγώνι. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν ευκατάστατη, με ανοιχτό πνεύμα, αριστεροί και ταυτόχρονα κοσμοπολίτες. Αδελφός της μητέρας του πατέρα μου, της Πάτρας, ήταν ο Χριστόδουλος Λογοθέτης, τον οποίο αναφέρει ο συγγραφέας Μιχαήλ Μητσάκης στο βιβλίο του Εν Ιωαννίνοις, ένας μυθιστορηματικός, πολύγλωσσος και μορφωμένος άνθρωπος με περιπετειώδη βίο: είχε τολμήσει σε εποχές δύσκολες να φύγει από τα Γιάννενα για το Παρίσι, επειδή είχε ερωτευθεί μια πριμαντόνα που την είχε δει να εμφανίζεται σε θέατρο στην πόλη – στα Γιάννενα είχαμε θέατρο κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα.
• Παρότι δεν μπορούσε να την ακολουθήσει επειδή ήταν Οθωμανός υπήκοος, κατάφερε να διαφύγει, πηγαίνοντας στην Άρτα, που τότε ήταν ρωμαίικο, και τελικά να βρεθεί στην πόλη του φωτός για να αναζητήσει τον έρωτά του. Όταν το αίσθημα, κάποια στιγμή, χάλασε, ο Χριστόδουλος μεταφέρθηκε στο ελληνικό προξενείο στο Κάιρο. Άφησε την τελευταία του πνοή στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου το 1907, δηλαδή τη χρονιά που γεννήθηκε ο πατέρας μου. Επειδή το μαύρο μαντάτο βρήκε τη γιαγιά μου Πάτρα έγκυο, λίγο πριν γεννήσει, αποφάσισε να δώσει το όνομα του αδελφού της στον πατέρα μου. Γι’ αυτό και τον πατέρα μου τον βάφτισαν Χριστόδουλο, αλλά τον φώναζαν Τάκη, κάτι που τον διευκόλυνε, αφού αρνιόταν να αποκαλύψει το πραγματικό του όνομα για να μην έρχονται στο σπίτι Χριστούγεννα να αγιάσουν οι παπάδες. Τους έλεγε ότι γιόρταζε άλλη μέρα, με άλλον άγιο, και άλλαζε κάθε φορά το πραγματικό του όνομα για να τους αποφύγει. Εξού και το ότι στο σπίτι μας δεν πάτησε ποτέ το πόδι του παπάς, παρά μόνο στην κηδεία του πατέρα μου, και αυτό αναγκαστικά.
«Το θέμα είναι να είναι κανείς ριζοσπαστικός και ασυμβίβαστος, με ανοιχτό το βλέμμα. Να ξέρει από πού προέρχεται, αλλά να μην κοιτάζει πίσω. Και να μη φοβάται την εξέλιξη, την αλλαγή. Όπως έλεγε ο πατέρας μου, "τα δάχτυλα να είναι καλά και δαχτυλίδια μπαίνουν άλλα"».
• Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ο κανόνας ήταν ο σεβασμός στον άλλον και η ελευθερία. Δεν υπήρχαν κουτσομπολιά, ούτε κοινωνική κριτική για το αν κάποια ήταν παντρεμένη ή χωρισμένη, ούτε καν τους περνούσε από το μυαλό να κρίνουν τον άλλο για την κοινωνική του θέση. Ο πατέρας μου ήταν ανοιχτόμυαλος και γλεντζές, έξω καρδιά, εξαιρετική περίπτωση. Είχε πάει και στο «Να η Ευκαιρία» το 1983, όπου διακρίθηκε, κέρδισε, μάλιστα, το πρώτο βραβείο. Παρότι φαινομενικά εξωστρεφής, είχε μια μεγάλη εσωτερική ευαισθησία. Έφερε πάντα το μεγάλο μαράζι για την περιουσία που του «υπέκλεψαν», μετά την αναγκαστική επίταξη που έγινε το 1948. Αυτό του στοίχισε πολύ γιατί είχε πολύ μεγάλη σύνδεση με τη γη, όπως εγώ. Σαν να μην έφτανε αυτό, επειδή αρνείτο να υπογράψει πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων, δεν του ανανέωναν την άδεια του αυτοκινητιστή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του.
• Τη μητέρα μου, Αφροδίτη, που ήταν πολύ όμορφη και ευφυής, με τρομερό λέγειν –αν ζούσε άλλες εποχές, θα είχε γίνει τρομερή δικηγόρος– τη γνώρισε ο πατέρας μου ενώ ήταν χήρα, ο άνδρας της είχε σκοτωθεί στο αλβανικό μέτωπο. Σε αυτήν μοιάζει η μεγάλη μου κόρη, η Αφροδίτη. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ο πατέρας μου με το που την είδε, που αποφάσισε να της μιλήσει ή, μάλλον, έκανε κάτι καλύτερο από αυτό: τράβηξε την ασημένια αλυσίδα που φορούσε στον λαιμό, της την πέταξε στην ποδιά και της είπε «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο». Τότε ήταν που ξεκίνησε η γνωριμία, με αποτέλεσμα η μητέρα μου να ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν και στη συνέχεια να κληθεί για να γνωριστούν οι οικογένειες. Όταν, όμως, πρόσεξε ότι είχε ένα έντονο κόψιμο στα χείλη, είχε δεύτερες σκέψεις και είπε ότι δεν τον ήθελε, παρότι χήρα. Στην πραγματικότητα, το σχισμένο χείλος του πατέρα μου ήταν «παράσημο» ενός παλιότερου καβγά που είχε κάνει με χωροφύλακα. Ο πατέρας μου, που δεν είχε την αίσθηση του φόβου, τα έβαλε μαζί του όταν εκείνος του ζήτησε τον λόγο άδικα, χωρίς να φανταστεί ότι υπήρχαν κι άλλοι χωροφύλακες που θα έτρεχαν για ενισχύσεις. Ένας από αυτούς τού δάγκωσε το χείλος κι έτσι του έμεινε το μοιραίο σημάδι. Αλλά ήθελε τόσο τη μητέρα μου που έκανε πλαστική επέμβαση στα Γιάννενα με τον χειρουργό-στρατιωτικό γιατρό Δάνο και περίμενε έναν ολόκληρο χρόνο για να επιστρέψει στο σπίτι της με επίσημη πρόταση... Ήταν τρομερή προσωπικότητα ο πατέρας μου. Αλλά και η μητέρα μου ήταν πανέξυπνη και από οικογένεια με τρόπους. Αγαπούσε την ομορφιά και ήξερε να κρατάει μυστικά. Την εμπιστεύονταν όλες οι γενιές και μεγάλωσε όλα της τα εγγόνια.
• Η οικογένεια του πατέρα μου είχε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα: οι δυο αδελφές της γιαγιάς μου, η Φανιώ και η Όλγα, ήταν από τις πρώτες γυναίκες που τέλειωσαν τη Ζωσιμαία Σχολή και έγιναν δασκάλες. Έφυγαν μάλιστα για την Αμερική και είναι αυτές που έπεισαν την αγαπημένη αδελφή του πατέρα μου, τη Λέγκω, να τις ακολουθήσει. Έχω κρατημένη την αλληλογραφία που προηγήθηκε μεταξύ της θείας μου της Λέγκως και της αδελφής της γιαγιάς μου, της Όλγας, που είναι πραγματικά έργο τέχνης, αξίζει κάποια στιγμή να εκδοθεί. Όταν έφυγε η αδελφή του, ο πατέρας μου χρίστηκε προστάτης της οικογενείας. Είναι χαρακτηριστική μια φωτογραφία του που απλώνει σαν αετός τα φτερά του προς τους γονείς και τα αδέλφια του, δίνοντας το σήμα ότι είναι εκεί για να τους προστατεύει. Πάντοτε στο μυαλό του είχε τη Λέγκω. Ασυμβίβαστη αυτή, όπως ο αδελφός της, είχε τολμήσει, να χωρίσει με τρία παιδιά, τα οποία υιοθέτησε τελικά ο δεύτερος άνδρας της, λέγοντάς της «τα παιδιά σου είναι παιδιά μου». Φτάνοντας στην Αμερική, η Λέγκω συνάντησε στο Λονγκ Άιλαντ πολλές Γιαννιώτισσες Εβραιοπούλες φίλες της που είχαν βρει καταφύγιο στην Αμερική.
• Ήταν τέτοιος ο καημός του πατέρα μου για την απουσία της Λέγκως, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν σταμάτησε ποτέ να μας στέλνει δώρα, δέματα, σε μας και σε όλη τη γειτονιά, ώστε αρνιόταν να μας βαφτίσει εάν δεν ερχόταν η αδελφή του από την Αμερική. Μέχρι εννιά χρονών με φώναζαν Μπέμπα και την αδελφή μου Μπούλα. Τελικά, χρειάστηκε η παρέμβαση των δασκάλων για να πείσουν τον πατέρα μου να μας βαφτίσει, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Θυμάμαι πολύ έντονα τη βάφτισή μου. Στήθηκαν όλα στην εντέλεια, ασβεστώθηκε, ως είθισται, το σπίτι, αφού οι βαφτίσεις γίνονταν τότε στα σπίτια, ήρθε ο κόσμος, μπήκαν στη σειρά οι καρέκλες, ήρθαν και τα κοκ, αλλά ο πατέρας μου απών. Τόσο συναισθηματικός ήταν που δεν άντεχε να παραστεί στη βάφτιση των παιδιών του εν απουσία της αδερφής του. Μετά από χρόνια η θεία Λέγκω ήρθε στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου πήγε να την υποδεχτεί, φορώντας την ωραία του καμπαρτίνα και παίρνοντας κι εμένα από το χέρι. Ήμουν τότε 11 χρονών. Εκεί να δεις σκηνή, όταν τα δυο αδέλφια συναντήθηκαν μετά από σαράντα χρόνια: δυο μεγάλα πλατάνια, αγκαλιά, να κλαίνε και να μην μπορούν να σταματήσουν. Η Λέγκω ήταν πλέον συνταξιούχος και έκτοτε φρόντιζε να έρχεται πιο τακτικά στην Ελλάδα. Έμενε μάλιστα στο ξενοδοχείο «Παλλάδιο» που παλιά ήταν καπνεργοστάσιο και μετέπειτα οι περιβόητες φυλακές «Φιξ».
• Πάντα μου άρεσε να διαβάζω και, ευτυχώς, για την πόλη η μόρφωση είχε μεγάλη αξία. Υπήρχαν βιβλιοθήκες που ευνοούσαν το διάβασμα αλλά και ωραία βιβλιοπωλεία όπως ο «Λυγούρας», ο «Κουμπλομάτης». Το μυστικό και το παράξενο με τα Γιάννενα είναι ότι δεν είχαμε τίποτε άλλο εκτός από τα γράμματα: δεν είχαμε κάμπο, η γη ήταν άγονη και σε αντίθεση με άλλες περιοχές που είχαν λάδι και ελιές, όπως η Πρέβεζα, εμείς είχαμε μόνο τη λίμνη και τα ψάρια της. Οι ψαράδες έβγαζαν στη Σκάλα την πραμάτεια τους – κυπρίνους, τσίμες –, ενώ άλλοι τη διακινούσαν στις γειτονιές με ποδήλατα. Είχαμε, ευτυχώς, τα μποστάνια που έβγαζαν τα ζαρζαβατικά τα οποία πωλούσαν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ΚΤΕΛ. Όσο για τα μαγαζιά, ήταν διαφορετικά, ανάλογα με τη γειτονιά. Στη δική μας, τη συνοικία Αρχιμανδρείου, είχαμε φούρνους, γαλατάδικα, μπακάλικα. Δεν υπήρχε έντονη φτώχεια ή, τέλος πάντων, ήταν διαφορετική η εικόνα από άλλων γειτονιών, όπως η Καλούτσα, όπου όλοι μοιράζονταν την ίδια μοίρα. Στην πραγματικότητα, δεν ξέραμε τι συμβαίνει σε άλλες γειτονιές γιατί ήταν εκδρομή για εμάς να πάμε στην άλλη άκρη της πόλης.
• Το τι συνέβαινε στα Γιάννενα την εποχή που συζητάμε τα λέει καλύτερα ο Δημήτρης Χατζής στο Τέλος της μικρής μας πόλης και στο διήγημα Μαργαρίτα Περδικάρη, όπου μιλάει γι’ αυτήν τη «μεγάλη και απλησίαστη αρχοντιά». Εκεί μιλούσε για τη Μαργαρίτα Μολυβάδα, της οποίας η οικογένεια είχε εκπέσει και η θεία της έπαιρνε την πατσαβούρα, την έβαζε βρεγμένη πάνω στο ξύλο και τη χτυπούσε δυνατά ώστε να νομίζουν οι γείτονες ότι κόβει κρέας.
• Ήμουν το πρώτο πρόσωπο από το περιβάλλον μου που πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή στην Ελλάδα. Ήμουν πολύ τυχερή που έγινα φοιτήτρια ενός προοδευτικού πανεπιστημίου, το οποίο πρωτολειτούργησε αρχικά ως παράρτημα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Φαντάσου ονόματα όπως ο Λίνος Πολίτης και ο Σταμάτης Καρατζάς να διασχίζουν την Κατάρα τότε για να έρθουν να διδάξουν εμάς. Ήμουν πολύ χαρούμενη που τους συνάντησα και παρακολούθησα διαλέξεις τους. Γενικότερα, ο τίτλος «φοιτήτρια» ήταν φόρος τιμής και εγώ ήθελα πάση θυσία να τον αποκτήσω. Πριν από τη Φιλοσοφική είχα περάσει στη Νομική Αθηνών, όταν έδωσα εξετάσεις ως απόφοιτος της Εμπορικής Σχολής, αλλά, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάω Αθήνα για σπουδές.
• Την ίδια χρονιά που προετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις, γνώρισα τον μετέπειτα σύζυγό μου σε μια βόλτα στο λεγόμενο «νυφοπάζαρο», όπως έλεγαν την κεντρική περατζάδα στα Γιάννενα, όπου μαζεύονταν όλοι. Παρότι μου άρεσε και είχα μάθει ότι τον λένε Στάθη Παναγιωτάκο και ότι είχε πάρει μετάθεση από την Αθήνα, δεν ξανακατέβηκα για να τον βρω. Δεν ήθελα να αποσπαστώ από το διάβασμα στο οποίο ήμουν πάντα πολύ στοχοπροσηλωμένη. Τον ξαναβρήκα αφότου έδωσα εξετάσεις. Ήταν πολύ ωραίος άνδρας, αλλά όχι φιγουρατζής. Δύσκολος άνθρωπος, ιδιαίτερα ευφυής – σήμερα δεν ζει, σκοτώθηκε σε τροχαίο. Περάσαμε πολλές περιπέτειες, για να το θέσω διακριτικά, ως οικογένεια αφού οι αντιδράσεις του ήταν πάντα απρόβλεπτες.
• Τελείωσα το πανεπιστήμιο με άριστα, διαβάζοντας για το πτυχίο με ένα μωρό στην αγκαλιά. Το πρόβλημά μου ήταν να ορκιστώ και να βρω δουλειά, αφού δεν ήθελα να εξαρτώμαι οικονομικά από τον σύζυγό μου. Θα μπορούσα να δουλέψω ως καθηγήτρια σε κάποια άλλη πόλη, αλλά φοβόμουν ότι αν διοριζόμουν μακριά, ο άνδρας μου μπορούσε να επικαλεστεί λόγους για επικείμενο διαζύγιο. Όλα αυτά άλλαξαν αργότερα με τη Μαργαρίτα Παπανδρέου και τις αλλαγές που έφερε με τις ΕΓΕΣ.
• Εισήχθην στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων ως βοηθός το 1975. Επειδή με ενδιέφερε πολύ να μάθω την πνευματική κίνηση του τόπου μου, να δω τι έγινε χτες για να προσεγγίσω το σήμερα, άρχισα να ψάχνω στα αρχεία, να αποδελτιώνω παλιές εφημερίδες στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών (ΕΗΜ) και στη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη. Πήγαινα σε διαλέξεις, συμμετείχα στην πνευματική κίνηση της εποχής. Σε κάποια διάλεξη που είχα παρακολουθήσει φοιτήτρια, στο μάθημα του Χρήστου Φράγκου, είχα ακούσει για την Ελληνική Νομαρχία και μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση τότε. Ήταν, ουσιαστικά, ένας λόγος περί ελευθερίας που ήταν πάντα για μένα μεγάλο αιτούμενο. Μπορεί να μη μεγάλωσα σε σπίτι με βιβλία αλλά πάντα με ενδιέφερε πώς έχει κανείς μια ιδέα και πώς τη στήνει, πώς τη θεμελιώνει φιλολογικά και ιστορικά. Επιπλέον, η έρευνα που είχα ξεκινήσει ήδη για το έργο του Χρήστου Χρηστοβασίλη δεν με ικανοποιούσε, καθώς ποτέ δεν με συγκινούσε η ηθογραφία, και με ενοχλούσε ο υποτιμητικός τρόπος με τον οποίο ο Χρηστοβασίλης αναφερόταν μέσω της εφημερίδας του στο βενιζελικό κόμμα.
• Το 1985, με παρότρυνση του Δημήτρη Χατζή και του Γιάννη Δάλλα, άλλαξα το θέμα της διατριβής μου και ασχολήθηκα με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, με ιδιαίτερη αναφορά στους Γιαννιώτες πάροικους και στις δύο εξέχουσες μορφές, τον Αθανάσιο Ψαλίδα και τον Ιωάννη Βηλαρά. Την ίδια χρονιά, τον Μάρτιο του 1992, με αφορμή το διεθνές συνέδριο για τον Δημήτρη Χατζή, προσέγγισα το Τέλος της μικρής μας πόλης και το διήγημα Σαμπεθάι Καμπιλής. Έτσι γνώρισα τον Γιωσέφ Ελιγιά. Δίδαξα την ποίησή του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 1997 έως το 2013.
• Δεν συμβιβάστηκα ποτέ, όσο και αν κάποιοι επέμεναν για το αντίθετο. Και με ενδιέφεραν πάντα οι αυθεντικοί άνθρωποι, και οι χώρες με ιστορία, με ρίζες, αλλά και χώρες που βρίσκονται σε μετάβαση. Έτσι βρέθηκα να διδάσκω τη δεκαετία του ’90 στο Αργυρόκαστρο, παίρνοντας απερίγραπτη ικανοποίηση από τους φοιτητές μου που γέμιζαν τις αίθουσες. Ή, στις αρχές του 2000, στην Εντίρνε ή Αδριανούπολη της Τουρκίας, όπου και δίδαξα για περίπου δύο χρόνια. Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση για μένα είναι η σχέση με τους φοιτητές μου. Δεν σταματάω, από την έρευνα και τη συγγραφή περνάω στη διδασκαλία και τις δημόσιες ομιλίες για την αναγνώριση των μαρτυρικών χωριών της Ηπείρου, μια διαδρομή που κάναμε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Από το 2013 βρίσκομαι στο Πανεπιστήμιο «Άγιος Κύριλλος και Άγιος Μεθόδιος» του Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας, ζώντας στη φοιτητική εστία. Τα τελευταία εφτά χρόνια ερευνάμε με άλλους δύο συναδέλφους του εκεί πανεπιστημίου τη σχέση μεταξύ Νεοελληνικού Διαφωτισμού και βουλγαρικής Αναγέννησης. Πάντα πίστευα ότι η παιδεία και ο πολιτισμός είναι οι βασικοί άξονες επικοινωνίας των λαών. Με τη Βουλγαρία νιώθω ότι έχω αποκτήσει μια ακόμη πατρίδα.
• Το θέμα είναι να είναι κανείς ριζοσπαστικός και ασυμβίβαστος, με ανοιχτό το βλέμμα. Να ξέρει από πού προέρχεται, αλλά να μη κοιτάζει πίσω. Και να μη φοβάται την εξέλιξη, την αλλαγή. Όπως έλεγε ο πατέρας μου, «τα δάχτυλα να είναι καλά και δαχτυλίδια μπαίνουν άλλα». Είναι αυτό που έμαθα από το σπίτι μου μαζί με το ύψιστο αίσθημα της ελευθερίας, που δεν με εγκαταλείπει ποτέ.
Η Ελένη Κουρμαντζή είναι επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο «Αγ. Κύριλλος & Αγ. Μεθόδιος» στο Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.