Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους πυροσβεστικών οχημάτων στον κόσμο, με 3.700 χιλιάδες οχήματα και έναν υπερμεγέθη επίσης στόλο από 92 εναέρια μέσα. Ταυτόχρονα οι πόροι που δίνονται για την πρόληψη και τη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων είναι υποπολλαπλάσιοι.
Η Ελλάδα διαθέτει επίσης μία ακόμη παγκόσμια πρωτοτυπία. Όταν ξεσπάει μία πυρκαγιά οι μόνοι που δεν έχουν λόγο και συμμετοχή στο επιχειρησιακό σχέδιο για την κατάσβεσή της είναι αυτοί που γνωρίζουν το δάσος, δηλαδή η δασική υπηρεσία.
Ψίχουλα στην πρόληψη, εκατομμύρια στην καταστολή
Από το 1998, που η ευθύνη των δασικών πυρκαγιών πέρασε στην Πυροσβεστική, στη χώρα υιοθετήθηκε ένα μοντέλο δασοπυρόσβεσης το οποίο βασίστηκε κατεξοχήν στην καταστολή και όχι στην πρόληψη. Οι δασικές υπηρεσίες εντάχθηκαν στις αποκεντρωμένες διοικήσεις και παραμένουν επί χρόνια υποστελεχωμένες, παρόλο που έχουν υπό την ευθύνη τους την προστασία του δασικού και αγροτικού πλούτου της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια η χώρα πλήρωσε ένα μεγάλο τίμημα από καταστροφικές πυρκαγιές με απώλειες ανθρώπινων ζωών και φυσικού κεφαλαίου στην Πελοπόννησο το 2007 και στο Μάτι το 2018.
Την τελευταία 20ετία το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας μειώθηκε κατά 53% και οι πόροι που διατέθηκαν σε αυτήν κατά 80%. Η μερίδα του λέοντος των δημόσιων πόρων, τόσο των εθνικών όσο και των ευρωπαϊκών, κατανέμονταν στην καταστολή των δασικών πυρκαγιών και όχι στην πρόληψή τους.
«Με το εφαρμοζόμενο μοντέλο η Δασική Υπηρεσία έγινε παρατηρητής στην αντιπυρική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων με αποτέλεσμα τα τραγικά γεγονότα που ζούμε: καταστροφές, καταστροφές και μόνο καταστροφές, αφανίζονται εκατομμύρια στρέμματα με δασικά οικοσυστήματα, χιλιάδες περιουσίες, και το τραγικότερο, θρηνούμε ανθρώπινες απώλειες» λενε και ξαναλένε οι δασολόγοι.
Για την πενταετία 2016-2020 η περιβαλλοντική οργάνωση WWF ανέφερε σε έκθεσή της ότι δαπανήθηκαν 577 εκ. ευρώ για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Αντίστοιχα τα κονδύλια που δόθηκαν για τη δασοπροστασία και τα μέτρα πρόληψης, σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών που ασχολούνται και έχουν κάποια αρμοδιότητα, ήταν μόλις 189 εκ. ευρώ.
Τα αποτελέσματα του μοντέλου της καταστολής στη δασοπυρόσβεση φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το αντιληφθεί. Τα τελευταία χρόνια η χώρα πλήρωσε ένα μεγάλο τίμημα από καταστροφικές πυρκαγιές με απώλειες ανθρώπινων ζωών και φυσικού κεφαλαίου στην Πελοπόννησο το 2007 και στο Μάτι το 2018.
Νέα υπηρεσία, αυξημένοι πόροι, μικρά αποτελέσματα
Μετά τις μεγάλες πυρκαγιές που ξέσπασαν το καλοκαίρι του 2021 και τα 1.301.239 καμένα στρέμματα δασικής και αγροτικής γης που έγιναν στάχτη, επιχειρήθηκε από την κυβέρνηση η αλλαγή στρατηγικής στη δασική διαχείριση.
Ίδρυσε τη Γενική Γραμματεία Δασών στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Στη νέα γραμματεία εντάχθηκαν οι 102 δασικές υπηρεσίες και 3.000 περίπου υπάλληλοί τους που υπάγονταν στις αποκεντρωμένες διοικήσεις. Ο στόχος της νέας υπηρεσίας ήταν να δοθεί νέος αυξημένος ρόλος και αρμοδιότητες στη διαχείριση και την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων.
Παράλληλα, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έπεσαν χρήματα σε έργα αντιπυρικής προστασίας από το Ταμείο Ανάκαμψης μέσω του προγράμματος Antinero, όπως λέγεται, το οποίο ενεργοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2022.
Αμφότερες όμως οι προσπάθειες κρίνονται αποσπασματικές και ελλειμματικές: «Οι δασικές υπηρεσίες παραμένουν υποστελεχωμένες αφού οι προσλήψεις των 500 δασολόγων ακόμη είναι σε εκκρεμότητα, ενώ τα χρήματα που δόθηκαν δεν εντάσσονται σε ένα στρατηγικό σχέδιο μακρόπνοης πολιτικής που θα αλλάξει το αρνητικό ισοζύγιο πρόληψης καταστολής. Βρέθηκαν, δόθηκαν και του χρόνου πάλι βλέπουμε, ίσως και να ξαναβρεθούν», λένε στη LiFO επιστήμονες που έχουν γνώση της διαχείρισης των χρηματοδοτικών εργαλείων.
Το 2022 δόθηκαν για αντιπυρικές δράσεις 50 εκ. ευρώ. Φέτος τα χρήματα αυξήθηκαν. Διοχετεύτηκαν για αντιπυρικές δράσεις πρόληψης 87 εκ. ευρώ. Οι αντιπυρικές αυτές δράσεις αφορούν εργασίες καθαρισμών, διάνοιξη δασικών δρόμων, αντιπυρικές ζώνες και αφαίρεση καύσιμης ύλης και βιομάζας.
Ετησίως τα χρήματα για την αντιπυρική πρόληψη που προέρχονταν από το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το Πράσινο Ταμείο και τον τακτικό προϋπολογισμό δεν ξεπερνούσαν τα 4 εκ. ευρώ ετησίως. Οι οικονομικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να φαίνονται θηριώδεις σε σχέση με το τι δινόταν για τη δασική διαχείριση και την πρόληψη, αλλά στην πραγματικότητα «τα έργα αυτά έρχονται να καλύψουν την ακινησία πολλών ετών», όπως λέει στη LiFO ο Ηλίας Τζηρίτης, υπεύθυνος για θέματα δασικών πυρκαγιών στην περιβαλλοντική οργάνωση WWF. «Δόθηκαν αυτά τα χρήματα και μπορεί να ξαναδοθούν. Πού είναι όμως οι δασολόγοι που θα επιβλέψουν την καλή εκτέλεση των έργων αυτών; Ποιος θα το κάνει αυτό; Ο ένας δασολόγος που υπάρχει στη Χίο ή αλλού;» αναρωτιέται.
Το ΤΑΙΠΕΔ και το Antinero
Φορέας υλοποίησης των έργων αντιπυρικής προστασίας με την ονομασία Antinero είναι το ΤΑΙΠΕΔ και όχι οι δασικές υπηρεσίες. Από το ΤΑΙΠΕΔ υποστηρίζουν ότι «τα έργα που δημοπρατήθηκαν και η επιλογή των οικοσυστημάτων στηρίχθηκαν στις επιλογές και τις μελέτες που μας έχουν δώσει οι δασικές υπηρεσίες».
Θέμα τίθεται και για τον χρόνο υλοποίησης των έργων του προγράμματος, καθώς οι εργασίες των εργολαβικών συνεργείων βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, ενώ τα έργα πρόληψης θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί πριν από την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου. Το ΤΑΙΠΕΔ από την άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι «τα έργα δημοπρατήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ. Κι αυτό γιατί οι πρώτες προσκλήσεις των διαγωνισμών έτρεξαν μέσα στον Απρίλιο και σήμερα ήδη έχουν ολοκληρώσει 45 συμβάσεις με εργολάβους που εκτελούν εργασίες σε πάρα πολλά δασικά οικοσυστήματα σε όλη την Ελλάδα».
Το μεγάλο τίμημα που πληρώνουμε
«Πληρώνουμε τον λογαριασμό της απουσίας δασικής διαχείρισης. Και εφόσον δεν πήραμε το μήνυμα και το 2007 και το 2018 και αργότερα, δεν ξέρω πότε θα πάρουμε αυτό το μήνυμα», σχολιάζει η Ηλίας Τζηρίτης.
Το μεγάλο πρόβλημα, όπως λέει, «είναι η αναντιστοιχία των πόρων και η πλάστιγγα που γέρνει στην καταστολή και όχι στην πρόληψη». Πρέπει να υπάρξει ένα κεντρικός σχεδιασμός, όπως λέει, για την πρόληψη με ακριβή εκτίμηση των πόρων που πρέπει να δοθούν. Για παράδειγμα, για την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας δημιουργήθηκε το πρόγραμμα "Αιγίς" με 1,7 δισ. για δέκα χρόνια. Υπάρχει δηλαδή προγραμματισμός, συγκεκριμένη χρηματοδότηση και στόχευση. Κάτι αντίστοιχο δεν υπάρχει για τη δασική διαχείριση» λέει.
«Τη φωτιά τη σβήνεις με ένα ποτήρι νερό»
Στις περισσότερες μελέτες και τα πορίσματα που έχουν γραφτεί για το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών καταγράφεται ως προβληματικό σημείο η απουσία έγκαιρης αναγγελίας της πυρκαγιάς και άμεσης αποτροπής της μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στα μείον καταγράφεται ακόμη η απουσία και η ενεργός συμμετοχή της δασικής υπηρεσίας.
«Τη φωτιά στην αρχή τη σβήνεις με ένα ποτήρι νερό, όπως έλεγε ο καθηγητής Δασολογίας Σπύρος Ντάφης. Αν αργήσεις, το πιθανότερο είναι να ηττηθείς», λέει στη LiFO o Ελευθέριος Σταματόπουλος, δρ. Δασολόγος - Περιβαλλοντολόγος.
Για να γίνει αυτό βέβαια θα πρέπει να υπάρξει έγκαιρος εντοπισμός και πρόσβαση στον χώρο της πυρκαγιάς, πριν η φωτιά λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. «Πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι η αντιμετώπιση μιας δασικής πυρκαγιάς δεν είναι μια απλή υπόθεση πυρκαγιάς ρουτίνας. Είναι μέρος της διαχείρισης των δασών, μαζί με την πυροπροστασία και τη δασοπροστασία. Ο διαχειριστής του δάσους ξέρει από πριν και χωρίς άλλη ενημέρωση τα "περάσματα" στο δάσος, ξέρει ποιο τμήμα καίγεται πιο γρήγορα, ποιο θα μπορούσε να θυσιαστεί και ποιο πρέπει οπωσδήποτε να σωθεί. Ξέρει πού μπορεί να γίνει αντιπύρ, πού μπορούν να "σταθούν" οι δυνάμεις κατάσβεσης για να πάρουν "αναπνοές" και πού μπορούν να ανεφοδιαστούν με νερό ακόμα και μέσα στο καιγόμενο δάσος. Το κυριότερο, ξέρει τους δρόμους διαφυγής».
Έξω από τα δάση οι δασάρχες
Τη γνώση όμως του δάσους και των ιδιαιτεροτήτων του για να υπάρξει άμεση πυρανίχνευση και δασοπυρόσβεση την έχουν οι δασολόγοι. Οι δασολόγοι όμως είναι εξοβελισμένοι από το έργο της δασοπυρόσβεσης και της σωτήριας πρώτης επέμβασης στο πεδίο μίας δασικής πυρκαγιάς, όπως λένε στη LiFO.
«Η δασική υπηρεσία σήμερα δεν διαθέτει το απαραίτητο προσωπικό και την οικονομική στήριξη για την οργάνωση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού εποπτείας των δασών και πρόληψης των πυρκαγιών. Της έχει αφαιρεθεί η αρμοδιότητα της πρώτης επέμβασης μέσα στα δάση» λέει στη LiFO ο Νίκος Μπόκαρης, δασολόγος-περιβαλλοντολόγος και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων. «Δεν μπορεί να διαθέτουν σήμερα πυροσβεστικά οχήματα δεκάδες φορείς και να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις δασοπυρόσβεσης και να εξαιρείται από αυτήν τη δυνατότητα η δασική υπηρεσία».
Ο Νίκος Μπόκαρης εξηγεί ότι θα πρέπει να καταργηθούν οι εξαιρέσεις που θέτει κατά τον πλέον παράδοξο τρόπο ο νόμος του 1998, οι οποίες έχουν παροπλίσει τις δασικές υπηρεσίες από ζωτικές αρμοδιότητες. «Δεν μπορεί η υπηρεσία αυτή που έχει την αρμοδιότητα διαχείρισης, προστασίας και ανάπτυξης των δασών να αποκλείεται από την οργάνωση και λειτουργία ενός δικτύου ενεργών πυροφυλακίων που θα λειτουργεί αποτρεπτικά και προληπτικά. Και παράλληλα να μην έχει τη δυνατότητα διασποράς δικών της πυροσβεστικών μέσων μέσα στα δάση, που θα εντοπίζουν άμεσα τα περιστατικά πυρκαγιών και θα κάνουν την πρώτη επέμβαση».
Τα ανενεργά πυροφυλάκια
Σύμφωνα με τους συνομιλητές μας, στη χώρα υπάρχουν περισσότερα από 200 πυροφυλάκια τα οποία θα μπορούσαν να εντοπίσουν πολλές πυρκαγιές στο ξεκίνημά τους. Υποστηρίζουν όμως ότι τα περισσότερα από αυτά δεν χρησιμοποιούνται.
«Όταν πιάσει φωτιά σ’ ένα δάσος πολύ μεγάλη σημασία έχει η πρώτη πλήξη της φωτιάς», λέει ο Ε. Σταματόπουλος. Η αξιόπιστη πρώτη πλήξη, όπως εξηγεί, συνδέεται άμεσα με την καθημερινή λειτουργία των βασικών πυροφυλακίων που διαθέτουν όλα τα μέσα επικοινωνίας και παρατήρησης.
«Η χώρα μας έχει πάνω από 200 τέτοια μεγάλα πυροφυλάκια σε αντίστοιχες κορυφές, που επιτηρούν ολόκληρη τη χώρα. Έχει βέβαια και βοηθητικά». Ο Ε. Σταματόπουλος υποστηρίζει ότι τα «περισσότερα από τα κύρια πυροφυλάκια είτε απαξιώθηκαν είτε δεν λειτουργούν καθόλου«. Όσο για τα βοηθητικά, όσα είναι κοντά σε πόλεις λειτουργούν από εθελοντές αλλά δεν έχουν την ορατότητα που έχουν τα κύρια.
Ο ρόλος των εναέριων μέσων
Οι συνομιλητές μας εξηγούν ότι ουσιαστικά οι δασικές πυρκαγιές σβήνουν από τις επίγειες δυνάμεις και από αυτούς που είναι εκπαιδευμένοι στην τεχνική της κατάσβεσής τους. Οι εναέριες δυνάμεις απλά βοηθούν να κατευνάσουν την πυρκαγιά: «Η λανθασμένη και αντιεπιστημονική προσέγγιση της "απλής πυρόσβεσης" στα δάση έχει ως αποτέλεσμα να εγκαταλείπονται τα δάση μόνο στα εναέρια μέσα, που ποτέ δεν σβήνουν αλλά απλώς ταπεινώνουν ή επιβραδύνουν μια φωτιά» λέει ο Α. Σταματόπουλος. «Έτσι οι δασικές πυρκαγιές τροφοδοτούνται στους δασικούς ορεινούς όγκους που έχουν αφεθεί κυριολεκτικά στην τύχη τους και βέβαια φτάνουν στα χωριά και στις πόλεις ενισχυμένες, οπότε είναι και δύσκολο να σβηστούν».
«Το πυροσβεστικό σώμα μπορεί να έχει ως επιχειρησιακή προτεραιότητα την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της περιουσίας των πολιτών και την προστασία των πόλεων και των οικισμών, αλλά με τα δάση η μάχη του έχει χαθεί ή, μάλλον, είναι μια μάχη που δεν δόθηκε ποτέ με αξιώσεις αποτελεσματικότητας» λέει ο κ. Μπόκαρης
Αναμένοντας τα έξυπνα δάση
Πριν από μερικές μέρες ο γενικός γραμματέας Δασών Κωνσταντίνος Αραβώσης μίλησε για τις νέες τεχνολογίες που θα έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται ο σύγχρονος δασάρχης. Οι σύγχρονοι δασάρχες είπε ότι θα μπορούν να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν έκτακτες καταστάσεις μέσω αισθητήρων, drones, δορυφορικών εικόνων, καμερών και εφαρμογών κινητών τηλεφώνων. Προς το παρόν όμως αναμένονται ακόμη οι προσλήψεις των 500 υπαλλήλων που θα στελεχώσουν αυτές τις υπηρεσίες και πιθανότατα να απαιτείται και άλλος δρόμος για τη χρήση όλων αυτών των τεχνολογιών.
Η αναγκαιότητα ενός νέου σχεδιασμού για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων από τις πυρκαγιές, την ενίσχυση των δασικών υπηρεσιών, αλλά και την αλλαγή του μοντέλου της καταστολής σε πολιτικές πρόληψης έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα από τρία διαφορετικά πορίσματα. Στο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής, της Μόνιμης Επιτροπής Περιβάλλοντος το 2007, στην οποία πρόεδρος ήταν ο σημερινός πρωθυπουργός, και της Επιτροπής Goldammer, το 2018, που εξέδωσε πόρισμα μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Ακόμη όμως το ισοζύγιο των πολιτικών παραμένει εξαιρετικά ανισοβαρές.