ΠΟΛΛΗ ΣΚΟΝΗ ΣΗΚΩΘΗΚΕ –και τις τελευταίες μέρες με αφορμή το θέμα του Αρίστου Δοξιάδη και της παραίτησής του– σε σχέση με την τοξικότητα. Τοξικά λόγια, τοξικοί άνθρωποι, τοξικές επιθέσεις, κάπως έτσι διαχέεται μια ολόκληρη σχολιογραφία για την κατάντια του… «σχολίου», μια κριτική του τοξικού λόγου, ανάλογα φυσικά με την πολιτική πλευρά με την οποία συντάσσεται κανείς.
Η διοχέτευση των δημόσιων διενέξεων στα social είναι, όπως έχει ειπωθεί συχνά, ένας τροφοδότης τοξικότητας. Μια επιθετικότητα που τις παλαιότερες εποχές της «σωματικής μάχης» εκφραζόταν με τη φυσική βία πέρασε στο περιβάλλον των πληκτρολογίων. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη με το συναίσθημα, και αυτό επενδύθηκε στα αρνητικά και θετικά vibes του συναισθηματικού μας καπιταλισμού.
Είναι μεγάλη η συγκεκριμένη συζήτηση και όχι πάντοτε απλή, αφού από το 2007-8 κι έπειτα, κυρίως όμως τα τελευταία χρόνια, η καταβύθιση στο σύμπαν των κοινωνικών μέσων έγινε βαθύτερη και διαρκέστερη σε σχέση με τις πρώιμες, λιγότερων δυνατοτήτων, εκδοχές τους.
Η κουβέντα περί τοξικότητας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες στεγάζει μια συγκεκριμένη αντίληψη: ότι η σύγχρονη δημοκρατία υποφέρει από την «οχλοκρατία» και ιδίως από αυτήν.
Υπάρχουν, όμως, κάποια σοβαρά ζητήματα με αυτή την επαναλαμβανόμενη ρητορική περί τοξικότητας. Έχουν αρχίσει να τη χρησιμοποιούν κατά κόρον πρόσωπα και δυνάμεις που προβάλλουν τον εαυτό τους ως θύμα. Και ενώ μπορεί να είναι ισχυροί, να κατέχουν θέσεις εξουσίας ή να έχουν μεγάλο λόγο στο πώς περνούν τη ζωής τους οι άλλοι, οι πιο «καθημερινοί» πολίτες δεν αντέχουν τον αντίλογο και τις φωνές των πολιτών. Επιλέγουν, λοιπόν, να σταθούν στις πιο κραυγαλέες και όντως τοξικές περιπτώσεις (στις πιο ακραίες επί προσωπικού επιθέσεις εναντίον τους) για να κρυφτούν από τον έλεγχο του δήμου.
Η «τοξικότητα» μεταβάλλεται έτσι σε άλλοθι ισχυρών προσώπων όταν τους κρίνουν αυστηρά και ενδεχομένως άδικα. Γιατί, βέβαια, στη δημόσια ζωή αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μας αδικήσουν, να μας πικράνουν και να μας εξοργίσουν. Σε ανταγωνιστικά πεδία και περιβάλλοντα πολιτικών παθών το ενδεχόμενο είναι σχεδόν βέβαιο. Δεν είναι όμως τοξικότητα η διαπάλη των γνωμών και η ένταση των αντιθέσεων.
Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να δούμε την ίδια τη δημοκρατία ως τοξικό πολίτευμα και να προσφύγουμε σε αεροστεγείς συσκευασίες μικρών εκλεκτορικών σωμάτων, ολιγομελών επιτροπών ή «έξυπνων» εμπειρογνωμόνων. Και αυτό θα καταργούσε τη δημοκρατία στο όνομα μιας «αντι-τοξικής» σύναξης των σοφών και ώριμων να κυβερνούν.
Όλο και πιο συχνά, λοιπόν, η κουβέντα περί τοξικότητας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες στεγάζει μια συγκεκριμένη αντίληψη: ότι η σύγχρονη δημοκρατία υποφέρει από την «οχλοκρατία» και ιδίως από αυτήν. Προφανώς, οι πάντες έχουν δει αυτόν τον καιρό την άνοδο των ολιγαρχιών και των δισεκατομμυριούχων, έχω όμως την εντύπωση ότι ο κύριος, συναισθηματικός και υπαρξιακός αντίπαλος ορισμένων ελίτ φαίνεται να είναι ο λαός ως «όχλος» και οι όποιες διαμαρτυρίες του.
Ενώ έτσι, πράγματι, η μεταμοντέρνα σκηνή συναισθημάτων και εκτονώσεων έχει σκοτεινές και βάναυσες πλευρές, η συζήτηση περί «τοξικότητας» δεν είναι τόσο αυτονόητη και αθώα. Πολλοί απ’ όσους σπεύδουν να καταγγείλουν τοξικές επιθέσεις εναντίον τους φαίνεται πως αντιλαμβάνονται τη δημοκρατική ζωή ως ένα θέατρο επιμελημένων και απαλών συγκρούσεων. Σαν να έχουμε απλώς έναν αριθμό φιλόδοξων ανθρώπων που ανταγωνίζονται για τα αξιώματα, καταθέτουν προτάσεις και ανταλλάζουν τροποποιήσεις και αμοιβαίες φιλοφρονήσεις.
Αυτή όμως η αίσθηση για τους «από πάνω» δίνει προς τα έξω και «κάτω» την εικόνα ενός κλειστού συστήματος αξιωματούχων και θεσμικών προυχόντων. Και είναι αυτή η εντύπωση που θερμαίνει μια πραγματική, αντιπολιτική τοξικότητα. Η τοξικότητα παράγεται περισσότερο όταν κάποιος/-α αισθάνεται ότι περιφρονούν το λόγο του/της, τις σκέψεις και τις υποψίες του/της για το ένα ή άλλο δημόσιο ζήτημα.
Όταν η δημοκρατία γίνεται περισσότερο ένα αριστοκρατικό κλαμπ και λιγότερο ένα πολίτευμα λογοδοσίας και κοινωνικού ελέγχου, τότε η ίδια είναι που «παρακινεί» στην τοξικότητα, δηλαδή σε λόγο προσωπικού μίσους ή χυδαιότητας. Και όταν θεσμικά και ορθολογικά (όπως διατείνονται τα ίδια) πρόσωπα της δημόσιας σκηνής αποκαλούν όχλο ένα τεράστιο μέρος του λαού, τότε κάνουν αυτό ακριβώς που καταγγέλλουν: ασκούν τοξικά τον λόγο τους και επιδεικνύουν περιφρόνηση.
Είναι λάθος να αρνηθεί κανείς πως υπάρχουν και διαχέονται συμπεριφορές και λόγια που ο σκοπός τους είναι να καταφέρουν πλήγματα στον αντίπαλο, να τον «ξεσχίσουν» και να τον κάνουν, με κάποιον τρόπο, να πονέσει. Πρέπει όμως να δούμε την ίδια τη δημόσια ζωή και τη ζωή μας στην κοινωνία ως πεδία όπου αντιμετωπίζουμε την πρόκληση του άλλου/των άλλων. Πού το αντιμετωπίζουμε όμως; Κυρίως στη διαφωνία, στην αντίρρηση αλλά και μέχρι τη μεγαλύτερη αντιπαράθεση και την τραυματική ένταση.
Δεν είναι όμως «τοξική» κάθε επίθεση που μας κάνουν οι αντίπαλοί μας ούτε αυτή που ασκούμε από τη δική μας πλευρά στον εκάστοτε αντίπαλο. Ασκούμε αμοιβαίο έλεγχο και καμιά φορά (αν είμαστε οικονομικά και κοινωνικά πιο εύρωστοι από τους πολλούς) θα εισπράττουμε μεγαλύτερο μερίδιο δυσαρέσκειας και απόρριψης. Το ξέρουμε από καταβολής πολιτικού σύμπαντος: η ισχύς και η άνοδος σε αξιώματα φέρνουν μαζί τους το κόστος της σύγκρουσης. Τοξική δεν είναι ούτε η άρνηση καθαυτή ούτε η πολιτική επίθεση. Είναι μόνο οι χυδαίες και απολύτως προσωπικού τύπου χειρονομίες, που κι αυτές συχνά παράγονται από την πολιτική της περιφρόνησης και της ανισότητας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.