Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ συνεχίζεται, αλλά ο δημόσιος διάλογος που την περιβάλλει παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις, όχι εξαιτίας των καταθέσεων των θυμάτων ή των νομικών επιχειρημάτων, αλλά εξαιτίας των εξωφρενικών τοποθετήσεων του ίδιου του εισαγγελέα.
Σε μια διαδικασία που θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα σοβαρότητας και σεβασμού προς τα θύματα έμφυλης βίας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αντιεπιστημονικές, σεξιστικές και άκρως επικίνδυνες απόψεις που αμφισβητούν την ίδια τη φύση του βιασμού.
Ακούστηκε ένας εισαγγελέας να μιλάει για τον «αυτοέλεγχο» του δράστη, να αμφισβητεί τη δυναμική της έμφυλης βίας μέσα από ανδρικές βιολογικές λειτουργίες και να υπαινίσσεται ότι το θύμα έπαιξε κάποιο ρόλο στην πράξη, επειδή «κάτι πρέπει να έχει προηγηθεί» ώστε να υπάρχει στυτική διέγερση. Η ρητορική αυτή δεν είναι απλώς ανάρμοστη για μια δικαστική αίθουσα, είναι επικίνδυνη.
Σε μια κοινωνία όπου τα θύματα βιασμού φοβούνται να μιλήσουν, όπου πολλές γυναίκες και άνδρες που έχουν υποστεί σεξουαλική βία δεν καταγγέλλουν τον δράστη από φόβο για στιγματισμό ή αμφισβήτηση, τέτοιες δηλώσεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς είναι εγκληματικές
Ας ξεκαθαρίσουμε το αυτονόητο: ο βιασμός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη συναίνεση. Ο δράστης δεν χρειάζεται καμία «διευκόλυνση» από το θύμα για να επιτεθεί, καθώς οι μηχανισμοί βίας και επιβολής δεν λειτουργούν βάσει ερωτικής επιθυμίας, αλλά βάσει εξουσίας. Αυτό είναι κάτι που έχει αναλυθεί εκτενώς από ειδικούς επιστήμονες, ψυχολόγους και νομικούς παγκοσμίως.
Όταν ένας εισαγγελικός λειτουργός εκφράζει τέτοιες απόψεις, όχι μόνο υπονομεύει τη δίκη, αλλά ενισχύει και τις αποκρουστικές αντιλήψεις που κανονικοποιούν τον βιασμό. Οι φράσεις «κάτι πρέπει να έχει προηγηθεί» και «ο άνδρας δεν έρχεται σε στύση άμεσα» αφήνουν περιθώριο για ρητορική ενοχοποίησης του θύματος, γεγονός που αναπαράγει την επικίνδυνη κουλτούρα του «το θύμα φταίει».
Πέρα από την απαράδεκτη τοποθέτηση για τη στυτική λειτουργία, ο εισαγγελέας προσπαθεί να παραβιάσει το ίδιο το νομικό πλαίσιο που προστατεύει τα θύματα σεξουαλικής βίας. Ο βιασμός είναι έγκλημα που βασίζεται στην άσκηση εξαναγκασμού και όχι στη φυσιολογία του δράστη. Η ελληνική Δικαιοσύνη έχει ήδη ορίσει ότι η συναίνεση είναι ο μοναδικός παράγοντας που διαχωρίζει τη συναινετική πράξη από την εγκληματική πράξη—οτιδήποτε άλλο είναι αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης.
Σε μια κοινωνία όπου τα θύματα βιασμού φοβούνται να μιλήσουν, όπου πολλές γυναίκες και άνδρες που έχουν υποστεί σεξουαλική βία δεν καταγγέλλουν τον δράστη από φόβο για στιγματισμό ή αμφισβήτηση, τέτοιες δηλώσεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς είναι εγκληματικές. Η δικαστική αίθουσα δεν είναι το κατάλληλο μέρος για ανδρολογικές θεωρίες, ούτε για την επαναφορά σκοταδιστικών αντιλήψεων που ανήκουν σε άλλες εποχές.
Η Δικαιοσύνη δεν κρίνεται μόνο από το τελικό της αποτέλεσμα, αλλά και από τον τρόπο που λειτουργεί. Αν τέτοιες απόψεις συνεχίσουν να έχουν χώρο σε ελληνικές δικαστικές αίθουσες, τότε δεν μιλάμε απλώς για μια εσφαλμένη νομική επιχειρηματολογία, αλλά για μια επικίνδυνη εκτροπή που θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα των θυμάτων και τη θεμελιώδη αρχή της προστασίας των πολιτών από την έμφυλη βία.