ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΕΙΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, αυτοί που πετάνε πράγματα και αυτοί που τα κρατάνε: εισιτήρια από συναυλίες, λαστιχάκια, διαφημιστικές μπλούζες από βενζινάδικα, κουτιά, αποκεφαλισμένα αρκουδάκια, 1 εκατομμύριο DVD χωρίς να έχουν πια DVD player. Ανήκω ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία.
Σε μια μετακόμιση των γονιών μου βρήκα τα παλιά Μικρά μου Πόνυ, μαζί με το σπίτι-στάβλο των Πόνυ. Στη δεκαετία του ’80 τα Μικρά μου Πόνυ παράγονταν στην Ελλάδα από την εταιρεία παιχνιδιών El Greco. Ήταν η ίδια εταιρεία που έβγαζε και την κούκλα bibi-bo, την εθνική μας Μπάρμπι. Eίχε ένα πελώριο κεφάλι και παράξενα ματοτσίνορα, και τον μελαχρινό σύζυγό της τον έλεγαν Τζον-Τζον. Η Ελλάδα ήταν από τις λίγες χώρες που παρήγε μοντέλα για την τοπική αγορά των Πόνυ έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνικά Μικρά μου Πόνυ να θεωρούνται σπάνια στον κόσμο και να πωλούνται ακριβά ανά τον κόσμο.
Βλέποντας ένα βίντεο που μια παιδήλικας με φλούο ρούχα έκανε ένα τελετουργικό το οποίο και αποκαλούσε «pony spa day», όπου χάιδευε τα πόνυ και τα έπλενε με αγάπη, κάτι έσπασε μέσα μου. Ίσως να μην ήμουν ακόμα έτοιμη για τον μεγάλο μαγικό κόσμο των συλλεκτών του Μικρού μου Πόνυ, ίσως να μην ήθελα να τους κάνω μπουκλίτσες με μπικουτί.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η κατάδυσή μου στον μεγάλο, μαγικό κόσμο των συλλεκτών του Μικρού μου Πόνυ. Σκέφτηκα να τα πουλήσω. Πρώτα έψαξα να βρω τα πόνυ που είχα σε διάφορα αλλόκοτα φόρουμ στο ιντερνέτ –καθένα είχε και διαφορετική ονομασία: Χλόη, Λαμπαδίτσα Μελένια, Νεράιδα– και μετά έψαξα πόσο και πού θα μπορούσε να πωληθεί το καθένα online. Η έρευνα και η ταξινόμηση σχεδόν με συνεπήραν, όπως και τα παθιασμένα ποστ των συλλεκτών. Εκεί που ναυάγησε το σχέδιό μου ήταν στη φροντίδα. Τα ελληνικά πόνυ, έμαθα στα φόρουμ, ξεχώριζαν γιατί είχαν μια χαρακτηριστικη μυρωδιά – κάτι πολύ γλυκό, μεταξύ τσίχλας και βανίλιας. Τριάντα πέντε (οk, 40) χρόνια μετά η μυρωδιά τους θύμιζε κάτι μεταξύ ξεθυμασμένου αρώματος και καμένου πλαστικού, ενώ τα περισσότερα ήταν ξεμαλλιασμένα και ταλαιπωρημένα.
Είδα πολλά YouTube videos με όλους τους εναλλακτικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να φροντίσει ένα G1 (Generation 1) πόνυ: πλένεις πολύ μαλακά το πλαστικό του κορμάκι, με πανάκι ή οδοντόβουρτσα. Μετά λούζεις τη χαίτη του με μαλακτικό, τη χτενίζεις με προσοχή και της κάνεις μια μπουκλίτσα με μπικουτί. Βλέποντας ένα βίντεο που μια παιδήλικας με φλούο ρούχα έκανε ένα τελετουργικό το οποίο και αποκαλούσε «pony spa day», όπου χάιδευε τα πόνυ και τα έπλενε με αγάπη, κάτι έσπασε μέσα μου. Ίσως να μην ήμουν ακόμα έτοιμη για τον μεγάλο μαγικό κόσμο των συλλεκτών του Μικρού μου Πόνυ, ίσως να μην ήθελα να τους κάνω μπουκλίτσες με μπικουτί.
Εάν υπάρχει κάτι στο οποίο ειδικεύεται η γενιά μου, είναι σίγουρα η σχεδόν ηλίθια νοσταλγία – πέρα από τη γνωστή νεύρωση «τα παλιά, καλά χρόνια των ’90s και των ’00s, τότε που έβγαινε καλή μουσική», υπάρχει και η ασταμάτητη νοσταλγία για τη δεκαετία του ’80, την εποχή ΠΑΣΟΚ, της Κάντυ-Κάντυ και της υποτιθέμενης ανεμελιάς. Η σύντομη κατάδυσή μου στον μεγάλο, μαγικό κόσμο των συλλεκτών Μικρού μου Πόνυ με έκανε να προβληματιστώ πάνω στη νοοτροπία των συλλεκτών. Έχω συναντήσει ανθρώπους που μαζεύουν τα πιο παράξενα πράγματα, και δεν εννοώ ρολόγια, έργα τέχνης και κάρτες Panini αλλά πορσελάνινους νάνους και σκούπες dyson. Τι μπορεί να παρακινήσει κάποιον να μαζεύει σκούπες dyson ή πόνυ της δεκαετίας του ’80; Η αίσθηση κοινότητας; Η νοσταλγία; Μάλλον είναι όλα αυτά, μαζί με την πολύτιμη αίσθηση ταξινόμησης και οργάνωσης: oλα μοιάζουν ήρεμα όταν όλα τα Μικρά μου Πόνυ βρίσκονται παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.