Πριν από μια δεκαπενταετία, όταν ακόμα η Αθήνα ήταν στάση για τους τουρίστες που πήγαιναν στα νησιά και όχι προορισμός για weekenders και φασέους που αναζητούν συγκινήσεις στα μπαρ των Εξαρχείων και του Κουκακίου ή στα πανάκριβα εστιατόρια που γέμισαν το ευρύτερο κέντρο τα τελευταία τρία χρόνια, η Αθήνα ήταν μια πόλη αρκετά φτηνή, που μπορεί να μην ασχολούνταν μαζί της οι trendy οδηγοί και τα μέσα όλου του κόσμου, αλλά ήταν μια πόλη που οι κάτοικοί της μπορούσαν να ζήσουν υποφερτά (αν όχι άνετα), με ποιότητα ζωής που ζήλευαν οι άλλοι Ευρωπαίοι. Μπορούσες να μείνεις σε σπίτια αξιοπρεπή, με λογικά ενοίκια, να φας φτηνά, να διασκεδάσεις. Για έναν άνθρωπο που έπαιρνε 1.000 ευρώ το μήνα η Αθήνα, ήταν μια πόλη που πρόσφερε πολύ καλή ποιότητα ζωής.
Σταδιακά, αλλά με πολύ γρήγορους ρυθμούς, έγινε μια πόλη που απευθύνεται σε τουρίστες, πανάκριβη, με τιμές που ανταγωνίζονται τα κέντρα των άλλων μητροπόλεων, με τη διαφορά ότι οι κάτοικοι των άλλων μητροπόλεων δεν παίρνουν κατώτατο βασικό 780 μισθό (μεικτά) και δεν είδαν τα ενοίκια να διπλασιάζονται μέσα σε πέντε χρόνια. Αυτήν τη στιγμή η Αθήνα είναι μια υπερβολικά ακριβή πόλη για να ζήσεις, ειδικά στο ευρύτερο κέντρο, με ενοίκια απαγορευτικά, με είδη πρώτης ανάγκης πιο ακριβά από του Παρισιού και του Λονδίνου, με το πιο ακριβό ρεύμα της Ευρώπης, το πιο ακριβό τηλέφωνο, πανάκριβη βενζίνη, εστιατόρια που για να φας πρέπει να ξοδέψεις 40 και 50 ευρώ το άτομο, με σοκαριστικές τιμές για φρούτα και λαχανικά που πριν από μερικά χρόνια ήταν πάμφθηνα (τα σύκα και τα καρπούζια έγιναν ξαφνικά είδη πολυτελείας). Και είναι μια πόλη όπου ένας νέος άνθρωπος είναι δύσκολο να ζήσει αν δεν συγκατοικήσει. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους νέους.
Αυτήν τη στιγμή η Αθήνα είναι μια υπερβολικά ακριβή πόλη για να ζήσεις, ειδικά στο ευρύτερο κέντρο, με ενοίκια απαγορευτικά, με είδη πρώτης ανάγκης πιο ακριβά από του Παρισιού και του Λονδίνου, με το πιο ακριβό ρεύμα της Ευρώπης, το πιο ακριβό τηλέφωνο, πανάκριβη βενζίνη, εστιατόρια που για να φας πρέπει να ξοδέψεις 40 και 50 ευρώ το άτομο, με σοκαριστικές τιμές για φρούτα και λαχανικά που πριν από μερικά χρόνια ήταν πάμφθηνα
Τον Ιούλιο του 2023 οι αυξήσεις μόνο στις τιμές των ειδών διατροφής ήταν της τάξης του 12% σε σχέση με το 2022 ‒ μπορεί ως ποσοστό να μην είναι τόσο τρομακτικό, αλλά δοκίμασε να πας με ένα εικοσάρικο στο σούπερ-μάρκετ για να ψωνίσεις, να βγεις με δέκα ευρώ για φαγητό ή για ποτό, να βρεις δυάρι με λιγότερα από 500 ευρώ… Σε μια χώρα όπου οι μισθοί δεν ανεβαίνουν, το κόστος ζωής στην Αθήνα έχει γίνει το πιο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοί της. Επιστρέφοντας από τις διακοπές, τη βρήκαμε πιο ακριβή από ποτέ. Αυτές είναι μερικές μαρτυρίες Αθηναίων που βλέπουν τον μισθό τους να εξανεμίζεται μόλις τον πάρουν και προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση.
Ακριβό μου ενοίκιο
«Μπήκαμε στο σπίτι μας την 1η Φεβρουαρίου του 2015. Μέναμε χρόνια και οι δυο στο κέντρο, εγώ στην πλατεία Μαβίλη, ο φίλος μου στο Κουκάκι, τότε που το Κουκάκι ήταν απλώς μια κεντρική γειτονιά της Αθήνας και όχι “η πιο χιπ γειτονιά της Αθήνας”. Το σπίτι μας στο Παγκράτι το βρήκαμε από κάτι φίλους, είναι ρετιρέ, μεγάλο (110 τ.μ.) και με όμορφη βεράντα σε μια πολυκατοικία του ’70. Το νοικιάσαμε 450 ευρώ γιατί ενώ ήταν μεγάλο, δεν είχε θέρμανση, δεν ήταν ανακαινισμένο και επίσης ήταν 2015. Τα πρώτα χρόνια το βασικό μας πρόβλημα ήταν το κρύο. Στην πολυκατοικία είχαν σταματήσει να ανάβουν την κεντρική θέρμανση από το 2009. Λέγαμε ο ένας στον άλλον “δεν πειράζει, θα ζεσταινόμαστε με τα κλιματιστικά”, τόσο αφελείς ήμασταν. (Καλώ οποιονδήποτε έχει προσπαθήσει να θερμάνει διαμπερές διαμέρισμα τελευταίου ορόφου σε παλιά πολυκατοικία με κλιματιστικά να έρθει να γελάσουμε μαζί.) Τον χειμώνα πολλές φορές η αναπνοή μας πάγωνε μέσα στο σπίτι. Αγοράσαμε φανελένια σεντόνια και μαξιλαροθήκες, ηλεκτρική κουβέρτα και βαρύ πάπλωμα και περιμέναμε να περάσει ο χειμώνας.
Αυτό δεν κράτησε πολύ. Δύο χρόνια μετά το σπίτι είχε αρχίσει να βγάζει υγρασίες στους τοίχους, τα ξύλα να σαπίζουν, κι εμείς βήχαμε σαν πρωταγωνίστριες δραματικής βρετανικής ταινίας εποχής που πάσχουν από φυματίωση και πεθαίνουν πριν μπουν σε σανατόριο. Ο ιδιοκτήτης θορυβήθηκε ότι διαλύεται το σπίτι του (είχε δίκιο, καθώς αναγκαστήκαμε να πετάξουμε πάνω από τα μισά θερμαντικά σώματα γιατί είχαν σαπίσει από την αχρηστία) και πιθανόν να μας λυπήθηκε κιόλας. Μαζί με το φυσικό αέριο που έβαλε μας έκανε και μια αύξηση 100 ευρώ. Φτάσαμε στα 550 ευρώ.
Η γειτονιά άρχισε να αλλάζει. Τα κλειστά μαγαζιά γέμισαν ζωή, ένα κατάστημα που έμοιαζε καταραμένο “έπιασε” επιτέλους και έγινε καφέ για φασέους κι έτσι άνοιξαν κι άλλα καφέ για φασέους, wine bars και μέρη που σερβίρουν πουτίγκα τσία και avocado toast, γεμίσαμε Airbnb. Αλλάξαμε κι εμείς: αποκτήσαμε γάτο, σκύλο και μωρό. Το μόνο που δεν αποκτήσαμε ήταν αρκετά λεφτά για να αγοράσουμε δικό μας σπίτι. Το νοίκι έγινε 670 ευρώ, λίγο ακριβό για μας πλέον, αλλά ok, θα τα καταφέρναμε ‒ ή μάλλον έτσι νομίζαμε, μέχρι που ένα πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και ο ιδιοκτήτης μάς ζήτησε αύξηση 60%, όπερ σημαίνει κοντά στα 1.100 ευρώ. Τα βρήκαμε με “μαύρα” κάπου στη μέση, 850 ευρώ δηλαδή, κυρίως λόγω του παιδιού που έχει ήδη θέση σε βρεφονηπιακό σταθμό στη γειτονιά μας. Στην πραγματικότητα, αυτή η αύξηση ήταν σαν χαστούκι, νιώσαμε ότι μετά από δεκαπέντε χρόνια η ίδια η πόλη μάς διώχνει. Δεν είναι μόνο τα 1.100 ευρώ που ζήτησε, είναι ότι οι εναλλακτικές είναι ελάχιστες. Αναρωτιόμαστε για πόσα ακόμα χρόνια θα αντέχουμε να ζούμε στην Αθήνα, προτού μας απορρίψει για τα καλά. Ίσως, αν δεν είχαμε παιδί, θα ήμασταν κάπως πιο ευέλικτοι, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρη πως θα είχε μεγάλη διαφορά. Τα νοίκια είναι πλέον πανάκριβα παντού». Ν.Σ., ιδιωτική υπάλληλος.
«Όταν μπήκα στο σπίτι μου στη Νεάπολη πριν από πέντε χρόνια το ενοίκιο ήταν 400 ευρώ, με συμφωνία να δίνω κάθε χρόνο τη νόμιμη αύξηση, οπότε η τριετία έκλεισε με 450 ευρώ, τα οποία μόλις ανανεώθηκε το συμβόλαιο έγιναν 500. Μέχρι να συμπληρωθούν τα δύο χρόνια του νέου συμβολαίου, τα 500 είχαν γίνει 550, κι αυτά επειδή ο ιδιοκτήτης “με συμπαθούσε και δεν θα ήθελε να με χάσει”. Δεδομένου ότι ένα σπίτι στη Νεάπολη δεν μένει ξενοίκιαστο πάνω από μία εβδομάδα, σε όποια κατάσταση και να είναι, και ότι για 40 τετραγωνικά ζητάνε τουλάχιστον 400 ευρώ, πριν από έναν μήνα, που ανανέωσα για τρίτη φορά το συμβόλαιο –αυτήν τη φορά για έναν χρόνο “και βλέπουμε”‒, ο ιδιοκτήτης ζήτησε 700 ευρώ αδιαπραγμάτευτα. Για να με διευκολύνει, πρότεινε να του δώσω 1.000 ευρώ στο χέρι για έναν χρόνο (μαύρα) και να μοιράσουμε τη διαφορά. Αυτός δεν θα φαινόταν ότι έκανε αύξηση στην εφορία (στο TAXIs δηλώνει 550) κι εγώ θα γλίτωνα 500 ευρώ. Δέχτηκα, και ήδη με έχει πιάσει άγχος για το τι θα γίνει όταν λήξει το συμβόλαιο σε έναν χρόνο. Τα “μαύρα”, για να βρεθεί μέση λύση, που να συμφέρει και τις δύο πλευρές, είναι νέο φρούτο αλλά και αναγκαίο κακό γιατί έχεις την ψευδαίσθηση ότι κάτι γλιτώνεις. Κι ας είσαι εντελώς χαμένος (και συμβάλλεις στην απάτη, γιατί, σύμφωνα με όσα δηλώνονται επίσημα, τα ενοίκια δεν ακριβαίνουν). Τα Εξάρχεια και η Νεάπολη γίνονται με ραγδαίους ρυθμούς όνειρο απατηλό, μάλλον θα το πρέπει να το πάρω απόφαση ότι σύντομα θα αποχαιρετήσω το κέντρο». Μ.Λ., γραφίστας
Διακοπές
«Η τελευταία φορά που επισκέφθηκα τη Νάξο ήταν τον Αύγουστο του 2021. Είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει ραγδαία το νησί σε σχέση με τρία καλοκαίρια πριν που είχα ξαναβρεθεί σε αυτό, αλλά το κομμάτι εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη (αρνητική) εντύπωση ήταν η δυσκολία εύρεσης τραπεζιού στις ταβέρνες της ακτογραμμής Άγιος Προκόπιος - Αγία Άννα - Μάραγκας - Πλάκα χωρίς να έχει προηγηθεί κράτηση. Αυτό, βέβαια, είναι μια προσωπική ενόχληση που με κάνει να αποφεύγω γενικότερα τα μικρά ή πολυσύχναστα μέρη στις διακοπές μου, αλλά μάλλον τελικά ήταν και μια ένδειξη για όσα θα ακολουθούσαν. Πολύς λόγος έγινε φέτος για τη “μυκονοποίηση” όχι μόνο της Νάξου αλλά και άλλων κυκλαδονησιών, με το ‘κίνημα της ξαπλώστρας” να είναι ένα από τα πιο συζητημένα θέματα του καλοκαιριού. Όσον αφορά τις ίδιες τις τιμές, οι διακοπές στη Νάξο, όπως σε κάθε άλλο κυκλαδονήσι, όπως στα περισσότερα μέρη που αποτελούν δημοφιλείς καλοκαιρινούς προορισμούς στην Ελλάδα, είναι πλέον ακριβές, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια για δύο ενήλικα άτομα και ένα αυτοκίνητο από και προς το νησί κυμαίνονται από 440 μέχρι 530 ευρώ για την οικονομική θέση και αυξάνονται ανάλογα με τις επιλογές μετακίνησης. Για μια τετραμελή οικογένεια το ποσό είναι απαγορευτικό». Α.Δ., ιδιωτικός υπάλληλος
«Φέτος είδα μια αύξηση της τάξης του 65% κατά μέσο όρο σε σχέση με το προπανδημικό καλοκαίρι του 2019 στις ταβέρνες και στα εστιατόρια της Νάξου, με την αύξηση να είναι μικρότερη σε χωριά όπως ο Δαμαριώνας (περίπου +37% κατά μέσο όρο). Το σουβλάκι επίσης έχει κυμανθεί σε αντίστοιχες αυξητικές τάσεις (60-70%). Αλλά και για τις ξαπλώστρες οι τιμές είναι ενδεικτικές της ανόδου των τιμών σε σχέση με μερικά καλοκαίρια πριν. Στη μικρή Βίγλα έχουν διπλασιαστεί από το 2019 μέχρι σήμερα (από 12 ευρώ το ’19, πλέον οι ενδιαφερόμενοι καταβάλλουν 25 ευρώ), ενώ στην εξίσου δημοφιλή παραλία του Αγίου Προκοπίου η τιμή μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 40 ευρώ, ανάλογα με το beach bar και τις παροχές του. Όταν τα πάντα ακριβαίνουν στην Ελλάδα, είναι αναμενόμενο ένα νησί που περιμένει να επιβιώσει από την τουριστική σεζόν να ανεβάζει τις τιμές του. Το θέμα είναι αν το αποτέλεσμα και η συνακόλουθη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των Ελλήνων, κατά βάση, επισκεπτών σε άλλες επιλογές, στην Ελλάδα ή ακόμα και στο εξωτερικό, είναι μακροπρόθεσμα κάτι που θέλει η Νάξος και η κάθε Νάξος. Φέτος το καλοκαίρι πληρώσαμε τις πιο ακριβές διακοπές που έχουμε κάνει ποτέ και είπαμε και ευχαριστώ». Χάρης Π., κάτοικος εξωτερικού, ελεύθερος επαγγελματίας που ασχολείται με τα λογιστικά, με καταγωγή από τη Νάξο
Το 2023 οι τιμές των ενοικιαζόμενων δωματίων στα νησιά, επίσημα, αυξήθηκαν από 10 έως 15% σε σχέση με το 2022. Σε κάποιες περιπτώσεις οι αυξήσεις τον Ιούλιο και τον Αύγουστο έφτασαν και το 80%!
«Δεν βρίσκεις πια να φας έξω με 20 ευρώ»
«Το να θυμάται κανείς πόσο κόστιζε πέρυσι, πριν από τρία ή πριν από πέντε χρόνια ένα εστιατορικό πιάτο είναι κομματάκι δύσκολο, τουλάχιστον για τις πιο “παραγωγικές” ηλικίες που μεταφέρονται από τη μία νέα άφιξη στην άλλη, προκειμένου να έχουν άποψη για όλες. Πάντως, και στα πιο χαλαρά μέρη αυτής της πόλης, φαγητό έξω που να κοστίζει 15 και 20 ευρώ το κεφάλι δύσκολα βρίσκεις πλέον, μόνο σε καφενείο έχω πετύχει αυτή την τιμή τελευταία, και ήμασταν και παρέα έξι ατόμων. Είναι και απαγορευτικό πια να κλείνουμε ανά δύο άτομα αν θέλουμε να δοκιμάσουμε διάφορα και να μην ξεροκαταπίνουμε περιμένοντας να έρθει ο λογαριασμός. Το budget πια για φαγητό στην Αθήνα κυμαίνεται στα 30-40 ευρώ. Μπορεί και παραπάνω.
Ακόμα και το σουβλάκι, το εθνικό μας street food, δεν είναι πια συνώνυμο του τρίπτυχου “γρήγορο - χορταστικό - οικονομικό”. Το πιο αγαπημένο μου, ένα από τα πιο παλιά και φημισμένα του κέντρου, που, όπως όλα τα καλά και τα προσεγμένα, κόστιζε πάντα κάτι παραπάνω απ’ ό,τι σε ένα μέσο σουβλατζίδικο που δεν κάνει χειροποίητη δουλειά ‒και τα άξιζε φυσικά‒, πριν από μερικά χρόνια το πληρώναμε 2,20 ευρώ. Ανέβηκε στα 3, και πλέον έχει φτάσει στα 3,70 ευρώ. Η ανατίμηση κυμάνθηκε περίπου στο 30%, έπειτα προστέθηκε άλλο ένα 20%, ενώ όταν από τα 2,20 πάμε στα 3,70 ευρώ μιλάμε για αύξηση λίγο παραπάνω από 50%. Και είναι από αυτά που θα πρέπει να φας δύο για να σε πιάσουν.
Οι αυξήσεις στο φαγητό βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τις τιμές στις πρώτες ύλες, την ενέργεια, τα ενοίκια, και έχουν πάρει όλες τους την ανηφόρα. Θα πει κανείς ότι υπάρχουν και μέρη που πατάνε στο hype τους και τσιμπάνε τις τιμές ‒ συμβαίνει. Γι’ αυτό και κάποιοι πάνε μία φορά να τα δοκιμάσουν και δεν επιστρέφουν σε αυτά. Και παράπονα για τις μερίδες γίνονται, και δεν είναι πάντα αβάσιμα. Θυμάμαι να έχω βρεθεί σε μαγαζί, να έχουμε παραγγείλει ένα επιδόρπιο που έρχεται έτσι κι αλλιώς κομμένο σε μικρά κομμάτια, να είμαστε έξι άτομα και στο τραπέζι να φτάνουν τέσσερα κομματάκια. Εκεί θες να πεις “βάλε λίγο ακόμα, μωρέ”, αλλά δεν το λες. Το να περιορίσει κανείς τις εξόδους για φαγητό είναι κάτι doable. Αλλά θα κόψουμε και το σούπερ-μάρκετ; Πρόκειται για μια δαπάνη ανελαστική σε σχέση με τα ραντεβού που δίνουμε στα εστιατόρια, τα οποία όμως είναι επίσης απαραίτητα. Δεν γίνεται μόνο να επιβιώνουμε, πρέπει και να διασκεδάζουμε». Ε.Ζ., δικηγόρος
«Κάποτε γεμίζαμε καρότσι στο σούπερ μάρκετ, τώρα πια μια tote bag»
Επιδιώκω να μαγειρεύω τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Κάποτε ήταν ο στόχος μου, πλέον είναι αναγκαίο. Παρότι θεαματικές, οι αλλαγές στις τιμές σε μια σειρά από απολύτως αναγκαία τρόφιμα δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές απ’ όλους τους καταναλωτές, ειδικά όσους πληρώνονται σχετικά καλά. Είμαι οριακά δικαιούχος του food pass και, όπως πολλοί ιδιωτικοί υπάλληλοι, παίρνω ένα μέρος του μισθού μου σε κουπόνια για σούπερ-μάρκετ. Αυτοί οι δύο τελευταίοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στο ότι δεν έπιασα αμέσως τις ανατιμήσεις. Σαν ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών, τα κουπόνια και το food pass άφηναν σχετικά ανέπαφο τον λογαριασμό μισθοδοσίας μου. Μόνο όταν άρχισαν να τελειώνουν πιο γρήγορα τα κουπόνια κάθε μήνα κατάλαβα τι γίνεται.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ακρίβειας είναι οι κονσέρβες ολόκληρης αποφλοιωμένης ντομάτας και τα ξερά κρεμμύδια, δύο βασικά και φθηνά υλικά για τη μαγειρική μου. Η ίδια κονσέρβα που κόστιζε 0,62 ευρώ μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια κοστίζει 1,30 και αντίστοιχο διπλασιασμό παρατήρησα μια μέρα ξαφνικά και στα κρεμμύδια. Μισό ευρώ από εδώ, μισό ευρώ από κει, ξαφνικά το “πετάχτηκα να πάρω δύο-τρία πράγματα” κοστίζει 40 και 50 ευρώ αντί για 20. Έτσι αρχίζεις να μπαίνεις στη διαδικασία της αναζήτησης προσφορών, προτιμάς την ετικέτα του σούπερ-μάρκετ που κάποτε σνόμπαρες, θα επιλέξεις ένα όχι και τόσο φοβερό τυρί αντί για το 18μηνης ωρίμανσης.
Έχοντας περιορίσει το φαγητό έξω, προτιμώ να τρώω μία φορά τον μήνα σε ένα εστιατόριο των 50-60 ευρώ το άτομο παρά να δίνω 20-30 ευρώ κάθε εβδομάδα. Στο σπίτι δεν μπορώ και δεν θέλω να ρίξω τόσο πολύ την ποιότητα ζωής, κι ας ακούγεται ψωνισμένο. Προτίθεμαι να κόψω ακόμα περισσότερο από τις εξόδους μου προκειμένου να έχω καλή πρώτη ύλη στο σπίτι». Β.Μ., ιδιωτικός υπάλληλος
«Το καρότσι έχει γίνει “καλάθι του νοικοκυριού” και σύντομα θα φτάσει να έχει το μέγεθος tote bag. Μαγειρεύω πολύ συχνά στο σπίτι, μαγειρεύω ακόμα και στις διακοπές μου. Το βρίσκω πιο υγιεινό, δημιουργικό, αλλά πλέον είναι ακριβό σπορ. Προσπαθώ να μην κάνω εκπτώσεις στην ποιότητα των υλικών που επιλέγω. Ψωνίζω κρέατα από τον χασάπη της γειτονιάς αντί για τυποποιημένα από το σούπερ-μάρκετ, φρέσκα λαχανικά από τον μανάβη ή τη λαϊκή αγορά της γειτονιάς, φρέσκα ψάρια και όχι κατεψυγμένα. Για να το καταφέρω αυτό ρίχνω τα στάνταρ μου σε άλλα αγαθά, στα καθαριστικά, στα είδη προσωπικής υγιεινής και στα χαρτικά. Επίσης, στο εβδομαδιαίο μενού μου υπάρχει πια λιγότερες φορές το κρέας και είναι κυρίως λευκό, που είναι φθηνότερο.
Πλέον η βάση της μαγειρικής και της διατροφής μου είναι τα ζυμαρικά, τα λαχανικά και τα όσπρια. Ακόμα κι αυτά όμως, που ανήκουν στην κατηγορία των φθηνών τροφίμων, έχουν ανέβει δυο και τρεις φορές πάνω τα τελευταία έξι χρόνια. Γενικά, αν τα βάλεις κάτω και τα υπολογίσεις, αν μαγειρεύεις καθημερινά στο σπίτι και η εβδομαδιαία διατροφή σου περιλαμβάνει κρέας πάνω από μία φορά και κάτι θαλασσινό, η διαφορά με το να τρως απ’ έξω δεν είναι και τόσο μεγάλη.
“Εγώ το Φουαντρέ μου δεν το αλλάζω”, συνηθίζει να λέει μια φίλη μου κάθε φορά που ανοίγει η κουβέντα περί κόστους ζωής και των δυσανάλογων με αυτό μισθών. Πιστεύω ότι πολλοί θα αναγκαστούν να κάνουν σύντομα εκπτώσεις και στην ποιότητα της πρώτης ύλης. Σε ένα μήνυμα που της έστειλα πρόσφατα τη ρώτησα “Τελικά, εσύ το Φουαντρέ σου το άλλαξες με αυτή την ακρίβεια ή μπα;”.
“Όχι, αλλά έχουν υπάρξει φορές που θυσιάζω το αφρόλουτρό μου. Και το ψωμί του τοστ, με μεγάλο πόνο καρδιάς”. Σ.Μ., εκπαιδευτικός
Τον Ιούλιο του 2023, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022, υπήρξε αύξηση 12,3% στις τιμές των ειδών διατροφής (ψωμί, δημητριακά, κρέατα, ψάρια, γαλακτοκομικά και αυγά, λάδια, φρούτα και λαχανικά, ζάχαρη, γλυκά, παγωτά και μη αλκοολούχα ποτά), 3,4% στα αλκοολούχα ποτά και στον καπνό, 5,2% στα ρούχα και στα παπούτσια, 6,4% στις οικιακές συσκευές, στις επισκευές και στα σκεύη οικιακής χρήσης, 7,8% στα φάρμακα, 6,2% στις τιμές των ξενοδοχείων-καφέ-εστιατορίων-ζαχαροπλαστείων, και 3,6% στα κομμωτήρια και στα καταστήματα προσωπικής φροντίδας.
Η πανάκριβη συντήρηση και νοσηλεία των κατοικιδίων
«Ο σκύλος μου είναι έντεκα χρονών, που σημαίνει ότι έχει μεγαλώσει αρκετά και η διατροφή του απαιτεί μεγαλύτερη φροντίδα. Δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο θέμα υγείας, αλλά φροντίζω να τρώει μια καλής ποιότητας ξηρά τροφή και δύο φορές την εβδομάδα τού μαγειρεύω ρύζι με (απομεινάρια από) κρέας και εντόσθια που παίρνω από τον χασάπη σε πολύ χαμηλή τιμή. Πριν από δύο χρόνια η ξηρά τροφή κόστιζε 22 ευρώ το 20άκιλο, τώρα η ίδια ποσότητα στοιχίζει 28-30 ευρώ, αλλά τελευταία τού δίνω ενισχυμένη λόγω ηλικίας, που κοστίζει 60 ευρώ το 20άκιλο. Αν βάλεις τα αποπαρασιτικά, τις βιταμίνες (γιατί είναι μακρύτριχο και μαδάει) τα εμβόλια, τα κουρέματα και τα σαμπουάν για το πλύσιμο, τα μωρομάντιλα και το χαρτί κουζίνας, χρειάζεται συνολικά 180-200 ευρώ τον μήνα, αν δεν κάνουμε επίσκεψη στον κτηνίατρο. Σε αυτή την περίπτωση, βάλε συν 40 ευρώ την επίσκεψη.
Από πέρσι τα πάντα έχουν αυξηθεί τουλάχιστον 30% γιατί είναι μια αλυσίδα που η μία αύξηση επηρεάζει την άλλη ‒ ακόμα και το κρέας που μου έδινε ο χασάπης σχεδόν τσάμπα, τώρα το χρεώνει 10 ευρώ τη σακούλα (40 ευρώ τον μήνα). Το χειρότερο ήταν το καλοκαίρι, που πήγα 15 μέρες διακοπές στην Ιταλία, και αποφάσισα να τον πάρω μαζί, για να μην τον αποχωριστώ, οπότε με το ειδικό το κλουβί που έπρεπε να αγοράσω για το αεροπλάνο επειδή είναι πάνω από 10 κιλά (300 ευρώ), τα εισιτήρια πηγαινέλα (240 ευρώ), το διαβατήριο και τα εμβόλια έδωσα 600 ευρώ. Έτσι κι αλλιώς, τόσα περίπου θα έδινα για φιλοξενία σε πανσιόν ζώων για 15 μέρες τον Αύγουστο». Ε.Π., ζωγράφος
«Η τροφή που δίνω στη γάτα μου, μια αρκετά καλή τροφή για διαβητικές γάτες, έχει γίνει πλέον πανάκριβη (έχει αυξηθεί πάνω από 40% από πέρσι). Μαζί με την άμμο μού κοστίζουν γύρω στα 140 ευρώ τον μήνα. Πρόσφατα η γάτα μου έπαθε κρίση επειδή της έπεσαν πολύ τα νούμερα ινσουλίνης και έπρεπε να νοσηλευτεί, κι έζησα μια περιπέτεια που μου κόστισε πολύ ψυχολογικά και οικονομικά. Μια απλή επίσκεψη σε κτηνιατρείο κοστίζει από 20-40 ευρώ, ενώ η επίσκεψη σε νοσοκομείο που εφημερεύει 70 ευρώ. Η νοσηλεία είναι στα 60-180 ευρώ την ημέρα. Από κει και πέρα, η γενική αίματος κοστίζει 20-50 ευρώ, οι επιπλέον αιματολογικές εξετάσεις 50-150 ευρώ, η καλλιέργεια αίματος 120 ευρώ, ο υπέρηχος 90-150 ευρώ και η ακτινογραφία από 70-120 ευρώ. Αν χρειαστεί να κάνει χημειοθεραπεία, είναι 200 ευρώ η δόση. Η φαρμακευτική αγωγή μιας γάτας με χρόνια πάθηση μπορεί να ξεπεράσει τα 200 ευρώ τον μήνα. Το κόστος ενός ζώου με προβλήματα υγείας είναι δυσβάσταχτο για κάποιον άνθρωπο που ζει με τον βασικό μισθό, αλλά ο σκύλος ή η γάτα σου είναι σύντροφος και παιδί σου, μέλος της οικογένειας, πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη…». Μ.Σ.
Βενζίνη πολυτελείας
«Για τη βενζίνη ενός μεσαίας κατηγορίας Ι.Χ. ξοδεύουμε από 2.100 έως 2.400 ευρώ τον χρόνο. Έχοντας αυτήν τη σκέψη στο μυαλό μου, φέτος ήταν η πρώτη φορά που αναπόλησα την περίοδο της πανδημίας, όταν οι τιμές της βενζίνης, επειδή δεν υπήρχε κινητικότητα, είχαν πέσει στο 1,20 ανά λίτρο. Σήμερα η εικόνα αυτή φαντάζει όνειρο απατηλό. Τα δύο ευρώ ανά λίτρο είναι πλέον η νέα κανονικότητα στη βενζίνη. Και δεν μιλάμε μόνο για τα πρατήρια της Αττικής, αλλά σε πανελλαδικό επίπεδο. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητήριου Υγρών Καυσίμων, όσον αφορά την αμόλυβδη 95 οκτανίων, η μέση τιμή είναι σήμερα στα 1,994 ευρώ, στην αμόλυβδη 100 οκτ. στα 2,170, το πετρέλαιο κίνησης στα 1,769, ενώ το υγραέριο κίνησης στα 0,861 ευρώ. Το κόστος του ταξιδιού με το αυτοκίνητο είναι εντελώς απαγορευτικό και ακριβό σε σχέση με τις τιμές που συναντάς σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις τρεις πρώτες θέσεις της Ευρώπης με τις ακριβότερες τιμές στα καύσιμα. Σήμερα στη χώρα μας, σε 31 νομούς, η μέση τιμή της απλής αμόλυβδης ξεπερνάει τα 2 ευρώ.
Κάνω συχνά τη διαδρομή Αθήνα - Ναύπακτο, δηλαδή μια απόσταση 250 χιλιομέτρων, και, ταξιδεύοντας με ένα αυτοκίνητο 1.100 κυβικών, χρειάζομαι 30 ευρώ βενζίνη, συν 12 ευρώ για τα διόδια, συν 14 ευρώ για τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, συνολικά 56 ευρώ. Στις διακοπές του Αυγούστου, σε όποιο μέρος κι αν βρέθηκα, αναζητούσα σχολαστικά πρατήρια που είχαν χαμηλότερες τιμές. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Στην επαρχία και κυρίως στα νησιά η τιμή της βενζίνης έφτανε μέχρι και τα 2,5 ευρώ το λίτρο. Σε όποιον τουριστικό προορισμό και να ταξίδευες, το μόνο που σε έσωζε ήταν να ήσουν μέρος μεγάλης παρέας, για να μοιραστείς τα έξοδα μετακίνησης. Στα Κύθηρα, για παράδειγμα, το φθηνότερο πρατήριο είχε την απλή αμόλυβδη 2,20το λίτρο, ενώ και στην Κρήτη, όπου έχεις να διανύσεις μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, δεν έβρισκες κανένα πρατήριο με τιμές κάτω των 2 ευρώ. Αν υπολογίσεις και το εισιτήριο των 150 ευρώ στη γραμμή Πειραιάς - Ηράκλειο και το service για να έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας στις διακοπές, το κόστος γίνεται τεράστιο. Ένα ολοκληρωμένο service αυτοκινήτου μέχρι 1.600 κυβικά, το οποίο περιλαμβάνει τον απλό γενικό έλεγχο στα μηχανικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά μέρη του αυτοκινήτου, κοστίζει σήμερα 150 ευρώ, όταν πριν από δύο χρόνια δεν ξεπερνούσε τα 70-80. Οι συγκεκριμένες τιμές, βέβαια, αφορούν στη γενική εικόνα, καθώς θα πρέπει να συνυπολογίσεις και τυχόν έξτρα εργασίες ή προβλήματα που ίσως προκύψουν. Τελικά, αποφάσισα να περιμένω καμιά δεκαριά περίπου χρόνια, αφού, όπως ανακοινώθηκε: “Τέλος η βενζίνη από το 2035”. Είναι κι αυτό μια κάποια λύση». Γ.Κ., ιδιωτικός υπάλληλος
Σχολικά και φροντιστήρια
«Σε λίγες ημέρες ξεκινάει η νέα σχολική χρονιά και το budget για τα σχολικά είδη και την εκπαίδευση των παιδιών είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος. Τα σχολικά έξοδα του Σεπτεμβρίου αποτελούν υποχρέωση διαχρονική. Με τις τιμές ωστόσο να ανεβαίνουν κατακόρυφα και στα είδη αυτά, οι αγορές μας έχουν περιοριστεί σημαντικά. Την τσάντα της μεγάλης μας κόρης την πήραμε πρόπερσι 50 ευρώ και κάτι, τώρα έχει 70. Η τιμή των τετραδίων έχει ανέβει 1 με 1,5 ευρώ την τελευταία τριετία. Προσπαθούμε να “ανακυκλώνουμε” ό,τι αγοράζουμε και το ένα παιδί να βρίσκει έτοιμο υλικό από το άλλο. Γενικότερα, ό,τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε από τα προηγούμενα χρόνια, το χρησιμοποιούμε. Πέρσι το βασικό πακέτο (τετράδια, μολύβια, γόμες, ξύστρες, μαρκαδόροι, ξυλομπογιές, μπλοκ ζωγραφικής κ.λπ.) κόστιζε 35-50 ευρώ για κάθε παιδί, φέτος θα ξεπεράσει τα 50, χωρίς να συνυπολογίσουμε βιβλία για τις ξένες γλώσσες, τσάντες, κασετίνες, μπολάκια για φαγητό, αξεσουάρ. Για τα τρία παιδιά θα χρειαστούν γύρω στα 500-600 ευρώ μόνο για το ξεκίνημα της χρονιάς, χωρίς τα βιβλία αγγλικών, τα περισσότερα από τα οποία εννοείται ότι θα χρειαστεί να τα ανανεώνουμε συνεχώς. Γενικά, τα έξοδα μέχρι τον Ιούνιο είναι ατελείωτα.
Και, εν όψει της νέας σχολικής χρονιάς, δεν αφορούν μόνο τα κλασικά σχολικά είδη. Φόρμες, παπούτσια και κάθε λογής παιδικό ρούχο προστίθεται στην πολυέξοδη λίστα των αγορών. Ορισμένα ρούχα τα δανειζόμαστε, έτσι κι αλλιώς, από συγγενείς μας. Τα παιδιά φοράνε μπουφάν από τα ξαδέλφια τους. Όσον αφορά τα ρούχα που θα χρειαστεί να αγοράσουμε, όμως, ένα παιδικό φορεματάκι μπορεί να κάνει και 70 ευρώ, ενώ πριν από τρία χρόνια κόστιζε 55. Και υπάρχουν και οι επώνυμες μάρκες που δεν γίνεται να τις αποφύγεις, οι οποίες ανεβάζουν το κόστος στα ύψη.
Ευτυχώς, στο θέμα των διδάκτρων οι τιμές είναι σχεδόν παγωμένες. Τα παιδιά πηγαίνουν Αγγλικά, χορό και στίβο και για καλή μας τύχη δεν έχουμε δει τις τιμές να ανεβαίνουν αισθητά σε αυτό. Σίγουρα μας εξυπηρετεί και το γεγονός ότι επωφελούμαστε από οικογενειακές προσφορές.
Η ακρίβεια παρατηρείται πια σχεδόν σε κάθε είδος και προϊόν, ακόμη και σε βασικά αγαθά, όπως το φαγητό. Από εκεί που τα εβδομαδιαία έξοδα για το φαγητό των παιδιών από το σουπερμάρκετ ανέρχονταν στα 25 ευρώ, τώρα δίνουμε 40. Για παράδειγμα, κόψαμε τα πολλά δημητριακά και σπάνια θα δώσουμε λεφτά στα παιδιά για να ψωνίσουν από το κυλικείο. Συνήθως τους δίνουμε φαγητό από το σπίτι. Αυτό που σίγουρα έχουμε περιορίσει περισσότερο απ’ όλα είναι η αγορά παιχνιδιών. Η τιμή κάποιων προϊόντων μπορεί να είναι και τριψήφια. Καταφεύγουμε πια στη λύση των χρησιμοποιημένων παιχνιδιών ή αγοράζουμε κάτι ευτελέστερο, με λιγότερα χρήματα.
Συνήθως ψωνίζουμε σε τοπικά μαγαζιά, στηρίζοντας έτσι την αγορά της γειτονιάς μας, γνωρίζουμε όμως πως πολλά είδη μπορούμε να τα βρούμε φθηνότερα από το Ίντερνετ. Κάποιες φορές ψωνίζουμε διαδικτυακά, κυρίως ρούχα των παιδιών. Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι παπούτσια μπορείς να το βρεις πολύ πιο φθηνά στο διαδίκτυο, έως και 40 ευρώ πιο κάτω απ’ ό,τι στη βιτρίνα ενός καταστήματος. Τα σχολικά, όμως, δεν θα μπούμε στη διαδικασία να τα πάρουμε από το ίντερνετ. Εκεί η διαφορά στις τιμές είναι σαφέστατα μικρότερη. Δεν στερούμαστε τα βασικά αγαθά, τα οικονομικά περιθώρια όμως της οικογένειας στενεύουν και με τις ανάγκες που προκύπτουν από την ανατροφή τριών παιδιών δεν περισσεύουν χρήματα για αποταμίευση και αναψυχή». Ο Δαμιανός Ζ. και Γιώτα Ζ., γονείς τριών παιδιών, δημόσιοι υπάλληλοι
Οι τιμές για τα σχολικά είδη είναι ανεβασμένες κατά 6-30% σε σχέση με το 2022. Η αύξηση στο χαρτί Α4 ξεπερνάει το 80%.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.