Στην 74η Μπερλινάλε, όπου θα του απονεμηθεί η τιμητική Χρυσή Άρκτος για την προσφορά του στον κινηματογράφο, ο Μάρτιν Σκορσέζε θα δώσει το «παρών», αναλύοντας γιατί οι ταινίες των Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Μπρεσμπέργκερ τον έχουν επηρεάσει θεμελιωδώς, με την αφήγησή του στο ντοκιμαντέρ του Ντέιβιντ Χίντον, «Made in England», που προβλήθηκε σε παράλληλο τμήμα.
Με το «The Movie Critic» που ετοιμάζει πυρετωδώς, ο Κουέντιν Ταραντίνο δικαιολογεί την ειλημμένη απόφασή του να «κρεμάσει τους φακούς του», λέγοντας πως όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες την πάτησαν με τις τρεις τελευταίες ταινίες τους, πως δεν έπρεπε ποτέ να τις έχουν γυρίσει, βάζοντας έτσι μια πικρή υποσημείωση στην υστεροφημία τους με εκείνη την παραπανίσια κωμωδία «που μας δίνει την εντύπωση πως την σκέφτηκαν είκοσι χρόνια πριν». Έχει προφανώς στο μυαλό του τον Μπίλι Γουάιλντερ ή τον Τζον Φορντ και μερικούς από τους επιφανείς κινηματογραφιστές της παλιάς φρουράς.
Ως λόγιος του κινηματογράφου, ευρυμαθής και θεματοφύλακας μιας τέχνης που χρειάζεται προσεκτικό χειρισμό και σοβαρές κινήσεις ίσως και να έχει δίκιο, ωστόσο γενικεύει και σκέφτεται κυρίως την παρακαταθήκη που αφήνει εγκαταλείποντας και τη δική του, πολύ μετρημένη, στα όρια της εμμονής, σπουδαία καριέρα.
Από την άλλη, έχουμε έναν παραγωγικό Σπίλμπεργκ, πολλούς ακόμη που δεν φιλοσοφούν το οργανωμένο πλάνο συνταξιοδότησης με παρόμοιους όρους αλλά και το μεγαλύτερο παράδειγμα πολυπραγμοσύνης, το πιο ανήσυχο από τα φωτεινά πνεύματα του σινεμά, τον Μάρτιν Σκορσέζε, που στα 82 του χρόνια συνεχίζει ακάθεκτος και δεν παραλείπει να υπενθυμίζει, με τις συνεντεύξεις, τις ομιλίες, τα αφιερώματα, τα ντοκιμαντέρ και, φυσικά, την αδιάκοπη ροή της φιλμογραφίας του, πως δεν υπάρχει ηλικία όταν το ταλέντο παντρεύεται αρμονικά με την επιθυμία.
Ο Σκορσέζε παρέλαβε το βραβείο από τα χέρια της τριανδρίας των καλών του φίλων, Σπίλμπεργκ - Λούκας - Κόπολα, και ομολόγησε πως ένιωσε έντονη την πίεση να του δοθεί το αγαλματάκι για να ευχαριστηθούν οι άγνωστοι φαν που του εύχονταν επί μήνες επιτέλους να κερδίσει!
Στην 96η απονομή των βραβείων Όσκαρ υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μείνουν έξω από το πάρτι οι «Δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» των 10 υποψηφιοτήτων και ο Αμερικανός δημιουργός να χειροκροτήσει έναν ακόμη συνάδελφό του και, ειρωνικά, ο θριαμβευτής της βραδιάς να επισημάνει τον Σκορσέζε στην ομιλία του, όπως αυθόρμητα συνέβη με τον Μπονγκ Τζουν-Χο το 2020 και τη νίκη του με τα «Παράσιτα», όταν έκανε quote τον δάσκαλο και το κοινό δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει επευφημώντας.
Άλλωστε, είναι τόσο πολλές οι φορές που κάποιος άλλος έφυγε από την τελετή με το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, και μάλιστα κατά τεκμήριο πολύ κατώτερος στο πολυσύνθετο αυτό επάγγελμα, όπως ο Μπάρι Λέβινσον ή ο Κέβιν Κόστνερ, ακόμη και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που όταν τελικά ήρθε η λαμπερή στιγμή, με τον «Πληροφοριοδότη», το ξέσπασμα στην αίθουσα υπήρξε αντάξιο της μεγάλης αναμονής ή της συνεχιζόμενης αδικίας.
Ο Σκορσέζε πήρε το βραβείο από τα χέρια της τριανδρίας των καλών του φίλων, Σπίλμπεργκ - Λούκας - Κόπολα και ομολόγησε πως ένιωσε έντονη την πίεση να του δοθεί το αγαλματάκι για να ευχαριστηθούν οι άγνωστοι φαν που του εύχονταν επί μήνες επιτέλους να κερδίσει!
Η κορυφαία ανταμοιβή στα Όσκαρ ή σε υψηλού προφίλ βραβεία δεν είναι ποτέ στο χέρι των ενδιαφερομένων, αλλά για τις δικές του ταινίες ο «Μάρτι» πιστώνεται εξ ολοκλήρου την ευθύνη, από τη σύλληψη και τη χρηματοδότηση –τα τελευταία χρόνια από πλατφόρμες (μια και τα στούντιο αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά)– μέχρι την πολυετή υλοποίησή τους. Και δεν μιλάμε μόνο για τις μεγάλου μήκους αλλά για την ακούραστη συμβολή του τόσο στη διατήρηση τόσο της μνήμης του σπουδαίου σινεμά απ' όλον τον κόσμο όσο και στη συντήρηση των ταινιών – που έχουν αισίως φτάσει τις 850 μέσω του Film Foundation και της στενής του συνεργασίας με την Criterion.
Προσθέστε δυο ακόμη σημαντικότατα πρότζεκτ, το American Film Foundation και το African Film Heritage, και έχετε έναν καθαρόαιμο ακτιβιστή του κινηματογράφου και άδολο προπαγανδιστή της έννοιας του φιλμ και της διαχρονικής του δύναμης, που δεν παραλείπει να θυμίζει τους μέντορές του, να ξεχωρίζει τους ταλαντούχους νεότερους συναδέλφους του, να συμμετέχει σε ψηφοφορίες-ορόσημα και σε επιτροπές φεστιβάλ – ήταν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής που απένειμε τον Χρυσό Φοίνικα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Υπήρξε ανέκαθεν ανοιχτός και φιλομαθής όσον αφορά σινεμά που δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό του: από το να αναζητήσει τις ιταλικές του ρίζες στο «Viaggio in Italia» μέχρι την αποκατάσταση της τιμής των ταινιών αγνώστων στο πλατύ κοινό, όπως ο Καμερουνέζος Ντικόνγκ-Πιπά, και εγνωσμένης αξίας μετρ, όπως οι Πάουελ/Πρεσμπέργκερ, ως ελάχιστο φόρο τιμής στην επιστήθια φίλη και αιώνια συνεργάτιδά του, τη μοντέζ Θέλμα Σκουνμέικερ, τον άνθρωπο που κόβει και ράβει με ευλάβεια και ιδιοφυΐα όλες του τις ταινίες πάνω από πενήντα χρόνια, από το ξεκίνημα μέχρι σήμερα.
Martin Scorsese - My Voyage To Italy / Il mio viaggio in Italia 1999 (Part 1)
Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ «Made in England» στις εκπληκτικές πολυθρόνες του Cinemaxx στη φετινή Μπερλινάλε, σαν σε ιδιωτική προβολή παρέα με τον καλύτερο δάσκαλο του είδους, η τόλμη και ο ιδεαλισμός του ασύγκριτου ντουέτου δημιουργών ξαναφωτίζονται με την προσωπική, βιωματική ματιά του Σκορσέζε.
Χωρίς να βγαίνει πάνω από το έργο τους, τσεκάρει μία-μία τις σπουδαίες σεκάνς από τα αριστουργήματά τους, κυρίως το «A matter of life and death», τον «Μαύρο Νάρκισσο» και τα «Κόκκινα Παπούτσια», χωρίς να προσπερνά τα παραγνωρισμένα διαμάντια τους, και αφήνει τις επιρροές να ξεδιπλωθούν, από τη χρήση του χρώματος και της κάμερας μέχρι το έτοιμο να εκραγεί βλέμμα του Τράβις Μπικλ που μοιάζει με εκείνο του ιμπρεσάριου που εκβιάζει την μπαλαρίνα στο όνομα της τέχνης ή τον ερωτικό δισταγμό στα «Χρόνια της Αθωότητας». Μετά από τόσα χρόνια, ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν παύει να μπλέκει τη φωνή της καρδιάς του με τις τεχνικές λεπτομέρειες του σινεμά, καθισμένος αναπαυτικά σε μια αίθουσα, αφηγούμενος της ιστορία της ζωής του, δηλαδή την ιστορία του σινεμά.
Το μικρόσωμο αγόρι από το Μπρούκλιν καλλιέργησε την καλλιτεχνική του παλέτα, αλλά δεν ξέχασε τους συγγενείς του στον χώρο. Με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, με τον οποίο σύχναζαν στις ίδιες γειτονιές από παιδιά, ζει βίους παράλληλους και οι αφηγήσεις του για τις συνεργασίες και τα κοινά τους βιώματα έχουν πάντα ενδιαφέρον, με το χιούμορ και τη γενναιοδωρία με τα οποία τις εκμυστηρεύεται σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις και πάνελ. Από τους «Κακόφημους Δρόμους» και τον «Ταξιτζή» ως τον «Ιρλανδό» και τους «Δολοφόνους», η μυθιστορηματική τους διαδρομή αποτελεί κομμάτι ζωντανού μύθου που ευτυχώς δεν έχει κυλήσει στη σφαίρα της νοσταλγίας, γιατί ακόμη προσφέρουν, δουλεύουν μαζί, παραδίδουν αξέχαστες στιγμές, με σημαντική εμπορική και κριτική ανταπόκριση – όχι ακριβώς η λυπητερή κατάντια που έχει στον νου του ο Κουέντιν…
Εκτός από την πρωτότυπη μυθοπλασία με τη χαρακτηριστικά φουριόζα υπογραφή του και την αρχειακή ταξινόμηση από τις ταινιοθήκες ως τα εργαστήρια ήχου και εικόνας όλου του πλανήτη, ο Σκορσέζε παραμένει σταθερός συνδετικός κρίκος της κλασικής ροκ με το σινεμά. Εκτός από το «No Direction Home» για τον Μπομπ Ντίλαν και το «Shine a light», τη συναυλία των Rolling Stones, πήρε τις συνεντεύξεις και κινηματογράφησε το συναυλιακό κύκνειο άσμα των Ban, στο «The last waltz». Από το 1978 πήρε υπό την προστασία του τον «άνεργο» frontman του συγκροτήματος, τον Ρόμπι Ρόμπερτσον, και αξιοποίησε ένα μοναδικό ταλέντο, πέρα από τις καθαρά μουσικές του επιδόσεις, σε έναν μέχρι τότε ανεξερεύνητο τομέα, τη μουσική παραγωγή και το consulting στην επιλογή τραγουδιών ως ηχητικό καταλύτη στη δραματουργία μιας ταινίας.
Το περίφημο song score από πολύ γνωστά ή σχετικά άγνωστα κομμάτια στις ταινίες του Σκορσέζε οφείλεται εν πολλοίς στον Ρόμπερτσον, από το «Οργισμένο Είδωλο» μέχρι τον «Ιρλανδό». Η υπέροχη συνεργασία τους έληξε με τον θάνατο του Αμερικανού μουσικού τον Νοέμβριο του 2023, αλλά με τι φινάλε: η πρωτότυπη μουσική του επένδυση για τους –αφιερωμένους στη μνήμη του– «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ, την πρώτη του, και η εξιστόρηση της συνεργασίας τους από τον σκηνοθέτη στο talk show του Στίβεν Κολμπέρ συγκίνησε, ειδικά όταν εύστοχα παρατήρησε πως το μουσικό σκορ είναι ο παλμός του φιλμ, εξού και το χαρακτηριστικό track με τίτλο «Heartbeat».
Απόλυτος γνώστης της show business, ο λιγότερο σνομπ άνθρωπος στον χώρο, περπατημένος και απλός, ειλικρινής και ευρηματικός, ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν είναι μόνο ο γίγας τσέπης που σέβονται και οι πέτρες για ό,τι έχει καταφέρει, ένας από τους ελάχιστους σταρ σκηνοθέτες στο επίπεδο του Αλμοδόβαρ ή του Νόλαν που ο σινεφίλ θα σπεύσει να δει τις ταινίες τους κυρίως γι' αυτούς, αλλά και μια εξαιρετικά οικεία φιγούρα, απόλαυση να τον βλέπεις ξανανιωμένο όταν προωθεί τον κόσμο που κατοίκησε στην τελευταία του δημιουργία και να τον ακούς να γελά τρανταχτά, να εξιστορεί τα παλιά και τα καινούργια, να υποστηρίζει νέο αίμα και να τιμά τους άξιους, να συνευρίσκεται, φυσικά και ωραία, με τη Φραν Λίμποβιτς και να συζητούν για τη Νέα Υόρκη που αγαπούν να κουτσομπολεύουν, για παρουσιαστές και δημοσιογράφους σε εκπομπές και τελετές, φαν σε πρεμιέρες, συναδέλφους και συνεργάτες με την πρώτη ευκαιρία.
Βοηθά το ότι του άρεσε να εμφανίζεται περιστασιακά ως ηθοποιός, από το «Curb your enthusiasm» του Λάρι Ντέιβιντ ως τα «Όνειρα» του φίλου του, Κουροσάβα, ως Βαν Γκογκ! Λατρεύει το metier και πέτυχε να διατηρήσει την αμερικανική του στόφα, την ιταλοαμερικανική του καταγωγή και τη διεθνή αναγνώριση, χωρίς ποτέ να ταυτιστεί με την αρνητική χροιά του Χόλιγουντ. Εκτός από το έργο του, που συνεχίζεται με νέα πρότζεκτ, όπως η επερχόμενη τέταρτη επίσκεψή του στη ζώνη της πνευματικότητας, μετά τον «Τελευταίο Πειρασμό», το «Κουντούν» και τη «Σιωπή», το γεγονός οτι υπάρχει, ως μέλος της ευρύτερης οικογένειάς μας, ανακουφίζει και διαβεβαιώνει πως, όσο είναι παρών, στο σινεμά όλα θα πηγαίνουν καλά.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε ως Βίνσεντ βαν Γκογκ στην ταινία «Όνειρα» (1990) του Ακίρα Κουροσάβα.