Όταν η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, προσκαλεί τους ηγέτες των χωρών της G7 σε ένα πολυτελές θέρετρο με θέα την Αδριατική Θάλασσα, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι οι καλεσμένοι της αναζητούν καταφύγιο.
Εκτός από την ίδια την Τζόρτζια Μελόνι, όλοι οι ηγέτες έφτασαν στη σύνοδο της G7 «πολιορκημένοι, μαχόμενοι ή απειλούμενοι» σημειώνουν οι New York Times, περιγράφοντας έτσι τους πολιτικούς κραδασμούς στη Δύση. Δεν προοιωνίζεται επίσης κάτι καλό για τα αποτελέσματα μιας συνάντησης που ήδη αντιμετώπισε προκλήσεις, από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία μέχρι τον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό της Κίνας.
Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ρίσι Σούνακ, απέχει τρεις εβδομάδες από τις εκλογές στις οποίες το Συντηρητικό Κόμμα του αναμένεται να χάσει την εξουσία. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές μετά τη βαριά ήττα που υπέστη το κόμμα του στις ευρωεκλογές από την ακροδεξιά. Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του ταπεινώθηκαν και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραμπ.
Ακόμη και ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Φούμιο Κισίντα, αντιμετωπίζει μια ολοένα και αυξανόμενη αναταραχή στο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του και ενδέχεται να χάσει τη θέση του το φθινόπωρο. Ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, ο οποίος αντιμετωπίζει το δικό του απογοητευμένο κοινό μετά από περισσότερα από οκτώ χρόνια στην εξουσία, μίλησε για τους συναδέλφους του ηγέτες όταν εξέφρασε το παράπονό του για την έξαρση του λαϊκισμού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. «Είδαμε σε όλο τον κόσμο μια άνοδο των λαϊκιστικών δεξιών δυνάμεων σχεδόν σε κάθε δημοκρατία» δήλωσε ο Τριντό τη Δευτέρα (10/6). «Είναι ανησυχητικό να βλέπουμε τα πολιτικά κόμματα να επιλέγουν να εργαλειοποιήσουν τον θυμό, τον φόβο, τη διαίρεση, το άγχος» σημείωσε ο Καναδός πρωθυπουργός.
Οι έξι «κουτσές πάπιες» και η Μελόνι
Οι έξι από τους επτά ηγέτες των χωρών της G7 μοιάζουν με «κουτσές πάπιες», σύμφωνα με την αμερικανική έκφραση «lame duck» που αναφέρεται στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τους τελευταίους μήνες της δεύτερης θητείας του, όταν δεν μπορεί να διεκδικήσει τρίτη θητεία και επί της ουσίας δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει πολιτικές για κανένα θέμα αφού αυτό θα αποτελέσει προνομία του ανθρώπου που θα αναλάβει μετά τη διαδοχή. Κατά το σκεπτικό αυτό, σαν «κουτσές πάπιες», μοιάζουν τόσο ο Βρετανός Ρίσι Σούνακ που εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα παραδώσει την εξουσία στον Κιθ Στάρμερ, αλλά και ο Εμανουέλ Μακρόν που προσέφυγε σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές μετά την ήττα στις ευρωεκλογές από την Μαρίν Λεπέν, αλλά και ο Όλαφ Σολτς το κόμμα του οποίου (SPD) πήρε την τρίτη θέση στις ευρωεκλογές και υποχωρεί διαρκώς. Για τον Τζο Μπάιντεν, η κατάσταση είναι περίπλοκη όχι μόνο λόγω της δυναμικής του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική κοινωνία και των περιπετειών που έχει στη δικαιοσύνη ο γιος του αλλά και λόγω της δημόσιας εικόνας του που απογοητεύει πολλούς. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα είναι κάθε άλλο παρά πανίσχυρος και ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό μοιάζει σε αποδρομή. Από τους επτά ηγέτες της κάποτε πανίσχυρης G7 μόνο η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι μοιάζει να καλπάζει στο εσωτερικό της χώρας της αυξάνοντας την επιρροή και τα εκλογικά της ποσοστά.
Η ανησυχία για το ρόλο της G7 δεν είναι κάτι καινούργιο: οι 7 αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν ένα ολοένα και μικρότερο μερίδιο του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Οι ηγέτες της Κίνας και της Ρωσίας απουσιάζουν επιδεικτικά. Σημειώνεται ότι η Ρωσία ανεστάλη από την G7 το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και αποχώρησε οριστικά το 2017.
Η Μελόνι προσκάλεσε επίσης στην Ιταλία τον πρωθυπουργό της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι, τον πρόεδρο της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα, τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον πρόεδρο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ, καθώς και τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Επίσημος προσκεκλημένος είναι και ο πάπας Φραγκίσκος.
Ορισμένοι από αυτούς τους ηγέτες επωμίζονται τα δικά τους βάρη. Ο Μόντι μόλις εξελέγη για τρίτη θητεία, αλλά η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του κόμματός του εξαφανίστηκε. Ο Ερντογάν υπέστη πλήγματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ενώ οι ηγέτες αυτοί δεν θα λάβουν μέρος στις κεντρικές συνεδριάσεις, ορισμένοι θα πραγματοποιήσουν ξεχωριστές συναντήσεις με τον Μπάιντεν και άλλους ηγέτες, που θα χρησιμεύσουν ως υπενθύμιση του τρόπου με τον οποίο μετατοπίζονται οι δυναμικές ισχύος στον κόσμο.
Σύμφωνα με αναλυτές και διπλωμάτες, η εσωτερική πολιτική θα εισβάλει στις εργασίες της G7 με διάφορους τρόπους. Με τη Βρετανία να βρίσκεται στο κατώφλι μιας εκλογικής αναμέτρησης που είναι πιθανό να φέρει νέα κυβέρνηση, ο Σούνακ δεν αναμένεται να υπογράψει σημαντικές δεσμεύσεις για το εμπόριο με την Κίνα ή τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Αντιθέτως, η συμμετοχή του στη σύνοδο κορυφής της G7 θα μπορούσε να καταλήξει σε μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία.
«Πώς μπορείς να δεσμευτείς για οτιδήποτε αν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή στην κυβέρνηση;» δήλωσε στους NYT η Αγκάθι Ντεμαρέ, ανώτερη συνεργάτης πολιτικής και διευθύντρια της πρωτοβουλίας γεωοικονομίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων στο Λονδίνο. «Το 'περιμένουμε και βλέπουμε' θα είναι μάλλον η φράση-κλειδί» προσθέτει η Ντεμαρέ.
Ενώ ο Μπάιντεν δεν χρειάζεται να αντιμετωπίσει τους Αμερικανούς ψηφοφόρους μέχρι τον Νοέμβριο, οι αναλυτές εκτιμούν ότι και ο ίδιος μπορεί να βρίσκεται σε μια προεκλογική και προσωπική δίνη, μετά την καταδίκη του γιου του, Χάντερ, για τρία κακουργήματα που αφορούν ψέματα σε μια ομοσπονδιακή αίτηση για πυροβόλα όπλα το 2018.
Σε μικρότερο βαθμό, η εσωτερική πολιτική μπορεί επίσης να περιορίσει τον Σολτς και τον Μακρόν. Και οι δύο βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση μετά την προέλαση των ακροδεξιών κομμάτων στις ευρωεκλογές. Μια έξαρση του λαϊκισμού θα μπορούσε να διχάσει τους δυτικούς ηγέτες σε ορισμένα ζητήματα και να παίξει προς όφελος των μεγαλύτερων αντιπάλων τους σε άλλα. Τα ακροδεξιά κόμματα τείνουν να είναι πιο εχθρικά προς το ελεύθερο εμπόριο, αλλά πιο φιλικά προς την Κίνα και λιγότερο υποστηρικτικά προς αυστηρότερες κυρώσεις κατά του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν. Όλα αυτά είναι θέματα που θα είναι σημαντικά όταν οι ηγέτες καθίσουν στο ίδιο τραπέζι στην παραλιακή πόλη Μπόργκο Εγνάτσια.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν πίεσε την Ευρώπη να επιβάλει υψηλότερους δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων, μπαταριών και ημιαγωγών, όπως έκαναν οι ΗΠΑ τον Μάιο. Προσπαθεί να συγκεντρώσει υποστήριξη για δευτερογενείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μια σημαντική κλιμάκωση της πίεσης που θα στρέφεται κατά των εταιρειών που δραστηριοποιούνται εκεί.
«Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι ο Τραμπ μπορεί να αναιρέσει οτιδήποτε υπόσχεται ο Μπάιντεν. Και δεδομένης της δικής τους αποδυναμωμένης θέσης, αν υπογράψουν μια συμφωνία, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να μην πάρουν κοινοβουλευτική έγκριση γι' αυτήν» εξήγησε η Αγκάθι Ντεμαρέ.
Ο Μακρόν, έχοντας χάσει στις ευρωεκλογές από το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν, διέλυσε τη γαλλική εθνοσυνέλευση και προκήρυξε πρόωρες εκλογές που θα ολοκληρωθούν στις 7 Ιουλίου. Αν και θα είναι πρόεδρος για άλλα τρία χρόνια, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, είναι αποδυναμωμένος και θα μπορούσε να αναγκαστεί να μοιραστεί την εξουσία με έναν πρωθυπουργό της αντιπολίτευσης.
Πολιτικοί αναλυτές παρομοίασαν τη «ζαριά» που έριξε ο Μακρόν με τη μοιραία απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον, του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας και νυν υπουργού Εξωτερικών, να προκηρύξει δημοψήφισμα για το Brexit το 2016. Στη Γερμανία, οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς τερμάτισαν τρίτοι στις ευρωεκλογές, μετά τους αντιπολιτευόμενους Χριστιανοδημοκράτες και την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία σάρωσε στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Οι κυβερνητικοί εταίροι του Σολτς, οι Πράσινοι και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, είχαν επίσης κακή επίδοση τις ευρωπαϊκές κάλπες.
Ενώ ο Σολτς είναι απίθανο να προκηρύξει νέες εκλογές όπως ο Μακρόν, δέχεται πιέσεις να το πράξει. Ο ίδιος και η κυβέρνησή του είναι βαθιά αντιδημοφιλείς, ενώ οι εσωτερικές τους διαμάχες αποτελούν συνταγή παράλυσης. Η γερμανική υποστήριξη θεωρείται κρίσιμη για τους δασμούς κατά της Κίνας, ενός σημαντικού ανταγωνιστή στα ηλεκτρικά οχήματα, καθώς και για τις δευτερεύουσες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Ακόμη και πριν από την πολιτική αναταραχή, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν για το τι θα κάνουν με τα σχεδόν 300 δισ. δολάρια σε ρωσικά συναλλαγματικά αποθέματα που έχουν δεσμευτεί από τις δυτικές τράπεζες. Ο Λευκός Οίκος ήθελε αρχικά να κατασχέσει ολόκληρο το ποσό για να το χρησιμοποιήσει στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες αντιδρούσαν, φοβούμενες ότι μια τέτοια κίνηση θα αποσταθεροποιούσε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τώρα, οι χώρες της G7 σταθμίζουν ένα σχέδιο για την απόσβεση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, ώστε η Ουκρανία να λάβει γρήγορα περίπου 50 δισ. δολάρια και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει τα κέρδη και τους τόκους που θα αποκομίσει για την αποπληρωμή του χρέους σε βάθος χρόνου. Αυτό θα αντικαθιστούσε ένα σχέδιο της ΕΕ να χρησιμοποιήσει μόνο τα κέρδη και τους τόκους για την Ουκρανία. Αλλά παραμένουν διαφωνίες σχετικά με το πώς ένα τέτοιο χρέος θα ήταν εγγυημένο εάν τα περιουσιακά στοιχεία επιστραφούν ή τα επιτόκια καταρρεύσουν.
Διπλωμάτες επαίνεσαν την προσπάθεια της Τζόρζια Μελόνι να προσεγγίσει νέους ηγέτες, αν και ο Πίτερ Ρίκετς -πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας της Βρετανίας- έκανε λόγο για μια «δικαιολογημένη αίσθηση ότι η G7 είναι πλέον μια γερασμένη ομάδα».
«Ο πιο ξεκάθαρος νικητής σε όλα αυτά μπορεί να είναι η ίδια η Μελόνι» εκτιμούν στην ανάλυσή τους οι NYT. Αν και ανήλθε στην εξουσία στο τιμόνι ενός ακροδεξιού κόμματος, έχει καλλιεργήσει μια εικόνα ως κάποια με την οποία οι κεντρώοι ηγέτες της Ευρώπης μπορούν να συνεργαστούν.
Για όλες τις διαφωνίες σχετικά με το εμπόριο της Κίνας ή τις ρωσικές κυρώσεις, διπλωμάτες δήλωσαν ότι οι ηγέτες ήταν ενωμένοι στα δύο μεγάλα θέματα της ημέρας: την υποστήριξη της Ουκρανίας και τις προσπάθειες του προέδρου Μπάιντεν να μεσολαβήσει για την κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο Ισραήλ-Γάζας. «Από τη σκοπιά των ηγετών» δήλωσε ο κ. Ρίκετς, «πρόκειται μάλλον για μια ευπρόσδεκτη εκτροπή από ένα δύσκολο εσωτερικό περιβάλλον».
Με πληροφορίες από New York Times