Σβησμένοι στίχοι, έγγραφα με τη σφραγίδα «απαγορεύεται» ή «απορρίπτεται», διορθώσεις για να «περάσουν» από τα γραφεία των λογοκριτών, σενάρια με φράσεις «κομμένες», κινηματογραφικές μπομπίνες ψαλιδισμένες, φορείς Τέχνης που ασφυκτιούσαν μέσα στα μελανά γραφεία της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών.Στρατιωτικοί και πολιτικό προσωπικό ήταν επιφορτισμένοι με το δυσώδες έργο να γνωμοδοτούν με τρόπο που συχνά ξεπερνούσε τα όρια της γελοιότητας, για το αν ένα τραγούδι επιτρέπεται να κυκλοφορήσει ή όχι.
Άλλες φορές μεμονωμένα έργα, άλλες φορές λίστες με δεκάδες εγγραφές απαγορευμένων τραγουδιών, κινηματογραφικών σεναρίων, ταινιών, θεατρικών έργων και βιβλίων έφταναν στα χέρια όσων έπρεπε να επιβάλουν τις απαγορευτικές αποφάσεις εκείνων που κρατούσαν τις ντροπιαστικές σφραγίδες της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, στις αρμοδιότητες της οποίας ήταν και η λογοκρισία.
Όπως είναι γνωστό, ένα από τα πρώτα πράγματα που απαγόρευσε η στρατιωτική Χούντα ήταν το σύνολο του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, με ξεχωριστή διαταγή που δημοσιεύτηκε και στον Τύπο της εποχής, τόσο για παραδειγματισμό των άλλων καλλιτεχνών όσο και γιατί ο Θεοδωράκης ήταν ένα εμβληματικό πρόσωπο που είχε τη δύναμη να κινητοποιήσει τους πολίτες με το έργο του.
Εδώ δημοσιεύουμε μία από τις πρώτες λίστες με 72 τραγούδια που απαγορεύτηκαν από την Υπηρεσία Εποπτείας Τύπου και σχετικό διαβιβαστικό έγγραφο της Διεύθυνσης Ελέγχου Δημοσίων Θεαμάτων του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως. Υπήρξαν και άλλες τέτοιες λίστες, ειδικά τα πρώτα τέσσερα χρόνια της μαύρης επταετίας.
Μουσικοί σταμάτησαν να εκδίδουν τη μουσική τους, συγγραφείς τα βιβλία τους, κινηματογραφιστές τις ταινίες τους. Αν έβρισκαν κάποιον ευφάνταστο τρόπο να αλλάξουν σημεία στο έργο τους χωρίς αυτό να χάσει το νόημα και την αξία του, το έκαναν και προχωρούσαν.
Δεν ήταν όμως μόνο η απαγόρευση ενός έργου αφού είχε κυκλοφορήσει. Με την επιβολή της δικτατορίας, εξανεμίστηκαν κι άλλες ελευθερίες πέρα από τις αμιγώς πολιτικές. Την ώρα που είχαν ανοίξει εκ νέου τόποι εξορίας όπως η Γυάρος και οι φυλακές γέμιζαν πολιτικούς κρατούμενους, όλα τα έργα τέχνης έπρεπε να περάσουν από την προληπτική λογοκρισία για να δουν το φως της δημοσιότητας. Ό,τι δεν είχε πάρει τη σχετική έγκριση πήγαινε απ’ ευθείας στην κατηγορία «παράνομο».
Καταστροφή δίσκων, κάψιμο βιβλίων, κατάσχεση ραδιοφώνων, κλείσιμο κινηματογράφων και θεάτρων - λίγο πολύ αυτά είναι γνωστά. Η εισβολή αστυνομίας και ασφάλειας σε μπουάτ, θέατρα, κινηματογράφους, ακόμα και σε γκαλερί δεν ήταν κάτι ιδιαίτερα σπάνιο από την 21η Απριλίου του 1967 κι έπειτα. Κάποιες φορές, υπήρχαν τυπικά προσχήματα, αλλά τις περισσότερες δεν υπήρχαν ούτε αυτά.
Καλλιτέχνες φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, αντιμετώπισαν βιοποριστικά προβλήματα, αναγκάστηκαν να κάνουν άλλες δουλειές παράνομα. Υπήρχαν κι εκείνοι που είχαν φιλικά αισθήματα προς αυτούς που είχαν βάλει τη χώρα στον γύψο (και στον βούρκο) και δεν ήταν απαραίτητο να περάσουν από τα λογοκριτικά γραφεία. Ένα τηλεφώνημα ή ένα σημείωμα ήταν αρκετό.
Μουσικοί σταμάτησαν να εκδίδουν τη μουσική τους, συγγραφείς τα βιβλία τους, κινηματογραφιστές τις ταινίες τους. Αν έβρισκαν κάποιον ευφάνταστο τρόπο να αλλάξουν σημεία στο έργο τους χωρίς αυτό να χάσει το νόημα και την αξία του, το έκαναν και προχωρούσαν. Άλλοι προτίμησαν να μεταναστεύσουν κι άλλοι επέλεξαν τη σιωπή.
Αρκετά έργα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν περάσει τη λογοκρισία, όταν γινόταν αντιληπτό από τους χουντικούς πως επηρέαζαν τον κόσμο αρνητικά για αυτούς και τα ήθη τους απαγορεύονταν εκ των υστέρων. Το ίδιο συνέβαινε και με έργα καλλιτεχνών που είχαν περάσει από τη λογοκρισία, αλλά με δηλώσεις τους ή με τις πράξεις τους τάσσονταν ανοιχτά κατά του καθεστώτος.
Σαββόπουλος, Γκάτσος, Ελευθερίου, Κηλαηδόνης, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Κωχ, Καραΐνδρου, αλλά και ο Άκης Πάνου είναι ελάχιστα από τα ονόματα που βρέθηκαν στις λίστες των λογοκριμένων. Μέχρι και ο Μάνος Χατζιδάκις είχε λογοκριθεί όπως θα δείτε στα τεκμήρια που παρουσιάζονται.
Καλλιτέχνες που έπαιζαν ρεμπέτικα ή επαναστατικά τραγούδια ήταν έτσι κι αλλιώς στη μαύρη λίστα. Συχνά υπήρχαν αντιδράσεις και από τις δισκογραφικές εταιρείες -όσες δεν έκλεισαν- που είτε για ηθικούς είτε για εμπορικούς λόγους έκαναν προσπάθειες να περνάνε τα τραγούδια των καλλιτεχνών τους χωρίς να λογοκριθούν πιστεύοντας ότι θα γίνουν επιτυχίες. Εδώ δημοσιεύουμε μία από τις επιστολές του ιστορικού διευθυντή δισκογραφικής εταιρείας Lyra, του Αλέκου Πατσιφά προς τον Βύρωνα Σταματόπουλο, Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, στην οποία διαμαρτύρεται για τη διαταγή της Υπηρεσίας Ελέγχου Ακροαμάτων βάσει της οποίας για την κυκλοφορία ενός τραγουδιού ή ορχηστρικού μουσικού κομματιού πρέπει αφενός να υποβάλλονται προηγουμένως οι μουσικές παρτιτούρες και αφετέρου οι μουσικοί υποχρεώνονται να μην προβαίνουν ποτέ σε μουσικούς αυτοσχεδιασμούς.
Σε ένα άλλο ντοκουμέντο διαβάζουμε το σκεπτικό της απόφασης πίσω από την απόρριψη ένας τραγουδιού σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική Μάνου Λοΐζου.
«Απερρίφθη υπό της πρωτοβαθμίου επιτροπής: Διότι εκ του νοήματος των στίχων ως επί παραδείγματι "Ρωτάνε γιατί πολέμησαν" θίγουνται αι Εθνικαί παραδόσεις καθ’ ότι οι Έλληνες κατά τον Β’ Παγκόσμιον πόλεμον επολέμησαν αμυνόμενοι κατά επιθέσεως δυο αυτοκρατοριών υπέρ της Ελευθερίας των της τιμής των εστιών των...»
Αυτό κατάλαβε, αυτό έγραψε ο τμηματάρχης ονόματι Γεώργιος Φλουτσάκος.
Το τραγούδι «Νύχτα του ’42» κυκλοφόρησε το 1974 με τον τίτλο «Μη με ρωτάς» και αλλαγές στους αρχικούς στίχους που είχαν κατατεθεί στη λογοκρισία.
Η κυρία Ελένη Θεοδωροπούλου από την κεντρική υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους μας πληροφορεί σχετικά με το μέρος που βρίσκονται αυτά και άλλα αντίστοιχα αρχεία και ποια είναι η πορεία τους στο χρόνο:
«Το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (ΓΓΤΠ) φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους και ο όγκος του υλικού κατά την εισαγωγή του αρχείου στην Υπηρεσία ανερχόταν σε 823 κιβώτια, αριθμός που κατά το στάδιο επεξεργασίας και ευρετηρίασης μεταφράζεται σε χιλιάδες φακέλους, βιβλία και πολλαπλάσια έγγραφα. Οι ακραίες χρονολογίες του αρχείου είναι τα έτη 1934–1998, με τον κύριο όγκο των εγγράφων να καλύπτει κυρίως το χρονικό διάστημα 1950-1970.
Τα ΓΑΚ παρέλαβαν το αρχείο της ΓΓΤΠ σε δύο εισαγωγές. Tο Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, ο πρόδρομος κρατικός φορέας της ΓΓΤΠ, συστάθηκε από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου το 1936 με αρμοδιότητες τόσο την άσκηση της κυβερνητικής προπαγάνδας και τις παρακολουθήσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό όσο και τη συστηματοποιημένη επιβολή λογοκρισίας σε κάθε είδους έντυπο, εκδήλωση και καλλιτεχνική δημιουργία. Το 1951 καταργείται το Υφυπουργείο Τύπου και αντ’ αυτού συστήνεται Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών που υπάγεται στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, η οποία το 1970 μετονομάζεται σε Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών υπαγόμενη στον Πρωθυπουργό. Το 1974 η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, στην οποία –κατά κανόνα– προΐσταται Υφυπουργός, υπάγεται εκ νέου στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, ώσπου με το Π.Δ. 181/1994 η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών συγκροτείται σε Υπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Η κυρία Θεοδωροπούλου σχετικά με το περιεχόμενο αυτού που σημαντικού αρχείου που διασώζεται στα Γ.Α.Κ μας αναφέρει:
«Προέρχεται από την άσκηση των ποικίλων αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών που αφορούν την "ιδεολογική διαφώτιση" της κοινής γνώμης, καθώς και τον έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση, τον Τύπο και τα δημόσια θεάματα (κινηματογράφος, θέατρο, μουσική) και, παράλληλα, τη συλλογή πληροφοριών για συλλογικότητες, αλλά και μεμονωμένους πολίτες ενεργούς και μη στην πολιτική ζωή εντός και εκτός Ελλάδας. Οι αρχειακές σειρές του υλικού της ΓΓΤΠ που έχουν έως τώρα ταξινομηθεί είναι: η Προληπτική Λογοκρισία Ελληνικών Ταινιών, η Προληπτική Λογοκρισία Ξένων Ταινιών, η Προληπτική Λογοκρισία Κινηματογραφικών Σεναρίων και Θεατρικών Έργων, η Προληπτική Λογοκρισία στο Τραγούδι, η Υπηρεσία Πληροφοριών και τα Γραφεία Τύπου».