Στην Μπογκοτά με το Μουσείο Χρυσού, μια εκκλησία βγαλμένη απ' το «Dune» και τηγανητά μυρμήγκια
Μια πόλη που δύσκολα αποκαλύπτεται, με απελπιστική κίνηση και συνεχή βροχή αλλά και ένα από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου.
Η περιοχή της Μπογκοτά όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο, La Porciúncula, είναι κάτι σαν την Εκάλη, αρκετά κυριλέ, με ουρανοξύστες και πολυτελή συγκροτήματα κατοικιών όπου μένουν στελέχη της κυβέρνησης, μεγαλοδημοσιογράφοι και επιχειρηματίες. Από τον τελευταίο όροφο βλέπουμε μόνο ψηλά κτίρια, μπεζ και στο χρώμα του τούβλου (πολυκατοικίες και συγκροτήματα γραφείων) που κρύβουν τις φαβέλες, και στο βάθος συστάδες από σύννεφα, σωρείτες, που οι φωτογραφίες του κινητού τους κάνουν να φαίνονται ασημί – σαν πίνακες του Τζον Κόνσταμπλ. Η τζαμαρία της αίθουσας εκδηλώσεων στον 20ό όροφο (στολισμένη με θέμα «Μικρός Πρίγκηπας» για κάποιο παιδικό πάρτι) είναι το ιδανικό μέρος για να παρατηρήσεις την καταπληκτική street art που καλύπτει ολόκληρους τοίχους και είναι τέχνη πολύ υψηλού επιπέδου. Τα έργα στους δρόμους της Μπογκοτά είναι από τα πιο όμορφα που έχω δει ποτέ στον δρόμο.
Γενικά είναι μια ασφαλής περιοχή όπου κυκλοφορείς άνετα μέχρι νωρίς το απόγευμα που σχολάνε οι ντόπιοι από τις δουλειές τους, αλλά το βράδυ όλοι σε συμβουλεύουν «να προσέχεις», που σημαίνει ότι πρέπει να μετακινείσαι με ταξί και να αποφεύγεις να περπατάς στον δρόμο, ειδικά σε μέρη που δεν είναι πολυσύχναστα. Μάλιστα, το ταξί πρέπει να είναι επίσημο, δηλαδή να το έχει καλέσει το ξενοδοχείο ή να το έχεις βρει μέσω αξιόπιστου application, «καλό είναι να αποφεύγεις τα busetas». Για να πάμε το βράδυ στο εστιατόριο όπου είχαμε κάνει κράτηση στην Chapinero Alto, άλλη μια κυριλέ περιοχή, ο ρεσεψιονίστ μας είπε μάλλον αυστηρά ότι δεν είναι καλή ιδέα να περπατήσουμε, παρότι ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο απ’ το ξενοδοχείο. Μας πήγε και μας γύρισε ο ίδιος ταξιτζής – που δεν ήξερε ούτε λέξη αγγλικά, αλλά είχε καλό translator στο κινητό του.
Η αίσθηση ότι δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις άνετα στον δρόμο και τα αγχωτικά «μη» («μην κυκλοφορείς με το κινητό φόρα παρτίδα», «μη βγάζεις φωτογραφίες ανθρώπους», «μην πας μέσα από τα στενά», «μην κρεμάσεις την τσάντα στην πλάτη, μόνο μπροστά»), όπως και η ανάγκη να έχεις παντού συνοδό, δημιουργούσαν συνεχώς έναν εκνευρισμό που δεν είχα αισθανθεί ξανά σε ταξίδι. Δεν γνωρίζω πόσο ασφαλής πόλη είναι η Μπογκοτά. Το κέντρο της μου φάνηκε όπως κάθε άλλης μεγαλούπολης, με άπειρους μικροπωλητές που πουλάνε χειροτεχνίες, φρούτα, φαγητά και γλυκά, ανθρώπους που σε τραβάνε από το μανίκι για να τους δώσεις βοήθεια, καλλιτέχνες του δρόμου βαμμένους χρυσούς που στέκονται σαν αγάλματα, χορευτές και μουσικούς που παίζουν από σάλσα και ρεγκετόν μέχρι χιπ χοπ, χωρίς τα στίφη των τουριστών που βλέπεις σε άλλες μεγαλουπόλεις. Το πιο μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η ασφάλεια, είναι η κίνηση στους δρόμους, που σε κάνει να χάνεις την αίσθηση της απόστασης και όλες τις μετακινήσεις να τις υπολογίζεις με τον χρόνο, ειδικά αν η αφετηρία ή ο προορισμός σου είναι το κέντρο. Τη διαδρομή από το μουσείο Μποτέρο μέχρι το ξενοδοχείο (μια απόσταση περίπου όσο ο σταθμός Εθνικής Άμυνας από το Σύνταγμα) την κάναμε σε (σχεδόν) δύο ώρες.
Μια γενική οδηγία που ακούς συχνά είναι ότι «τη νύχτα αποφεύγεις το Parque de los Periodistas, το μεγάλο τετράγωνο ανάμεσα στην La Candelaria και το κέντρο». Επίσης, όσο λιγότερο μοιάζεις με gringo, τόσο το καλύτερο, οπότε καλό είναι να ντύνεσαι σαν Κολομβιανός. Προφανώς δεν εννοούν να είσαι ντυμένος σαν τους ιθαγενείς του Guambiano, αλλά χωρίς κοσμήματα και ακριβά ρούχα και να κουβαλάς μόνο όσα μετρητά χρειάζεσαι για την περίπτωση.
Κατά τ’ άλλα η Μπογκοτά είναι μια πόλη που αργείς να εκτιμήσεις, κοσμοπολίτικη αλλά με αρκετά κρυφά σημεία, που δύσκολα αποκαλύπτονται σε έναν επισκέπτη, με δικό της χαρακτήρα, που συνδυάζει το παλιό με το καινούργιο, προκολομβιανά κτίρια με ουρανοξύστες και φαβέλες, φτώχεια και απίστευτη κίνηση, με πλούτο και έγκλημα και συνεχή βροχή, σε απελπιστικό βαθμό. Θέλει υπομονή για να ανακαλύψεις την ομορφιά που κρύβεται στα πυκνοκατοικημένα barrios, τη super hip La Macarena, τη Zona Rosa, την ιστορική La Candelaria. Έχει ωραία κτίρια αποικιακής αρχιτεκτονικής, μίνιμαλ πολυκατοικίες και μοντερνιστικά μεγαθήρια, έχει αποικιακού στυλ εκκλησίες, μουσεία με αριστουργήματα, τεράστια πάρκα με ντόπια βλάστηση, νυχτερινή ζωή που φλερτάρει με το άγριο, εστιατόρια που βρίσκονται στα κορυφαία του κόσμου όπως το El Chato – που ήταν μια μεγάλη έκπληξη, όχι μόνο γαστρονομική. Το street food δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όπως π.χ. του Μεξικού ή του Περού – οι εμπανάδας, οι ταμάλες, οι αρέπας, τα μπουνιουέλος, το ψητό χοιρινό (lechona και chicharrón), οι ξεροψημένες γκοφρέτες σαν λεπτές βάφλες (οι bleas) είναι ok, αλλά δεν υπάρχει η μεγάλη ποικιλία των υλικών και των γεύσεων που υπάρχει σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής· το μόνο που τις ανταγωνίζεται είναι τα εξωτικά φρούτα που υπάρχουν σε αφθονία και ο καφές. Ο καφές είναι άλλη μια πονεμένη ιστορία στην Κολομβία, γιατί όσο καλής ποιότητας κι αν είναι αυτός που καλλιεργείται, αν δεν έχεις καλό μηχάνημα για να τον αλέσεις και να τον πιέσεις, το αποτέλεσμα είναι ένα άγευστο νεροζούμι. Πίνουν κυρίως αμερικάνο, και ο καφές που βρίσκεις στην επαρχία είναι κάτω του μετρίου. Στην Μπογκοτά ήπιαμε εξαιρετικό καφέ, καλύτερο και από αυτόν που σέρβιραν στις φυτείες.
Τις καλύτερες ταμάλες τις φάγαμε στο La Puerta Falsa, το πιο παλιό φαγάδικο της Μπογκοτά, που έχει επίσης και απίθανη κοτόσουπα ajiaco, αλλά και ζεστή σοκολάτα που σερβίρεται με δυο βουτυρωμένα ψωμάκια και ένα κομμάτι τυρί! Ρίχνεις το τυρί μέσα στη ζεστή σοκολάτα για να λιώσει, και το τρως με το ψωμί πίνοντας το ρόφημα. Φαίνεται εντελώς αταίριαστο, αλλά είναι καλύτερο από ό,τι ακούγεται, κι η σοκολάτα συνοδεύει τις ταμάλες. Το La Puerta Falsa λειτουργεί από το 1816 και είναι ένα μαγαζάκι πολύ κοντά στην Πλατεία Μπολιβάρ, το οποίο έχει βιώσει όλες τις οδυνηρές στιγμές της κολομβιανής ιστορίας, από τις ταραχές του El Bogotazo το 1948 μέχρι την πολιορκία στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας από τα μέλη της αντάρτικης ομάδας M-19 το 1985. Τώρα το διαχειρίζεται η όγδοη γενιά. Οι περίφημες ταμάλες του μαγαζιού φτιάχνονται από χυλό καλαμποκιού που αναμιγνύεται με ρύζι και γεμίζεται με λαχανικά, χοιρινό και κοτόπουλο. Μετά τυλίγεται σε φύλλα bijao, ένα συγγενικό είδος της μπανανιάς, και μαγειρεύεται στον ατμό. Οι Κολομβιανοί τις λατρεύουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο κι αν θεωρείται η Κολομβία χώρα του καφέ, για τους Κολομβιανούς η σοκολάτα είναι πολύ πιο σημαντική για τη διατροφή τους και ήταν μέχρι πρόσφατα πολύ πιο δημοφιλές ρόφημα από τον καφέ. Το κακάο είναι ιθαγενές, φύτρωνε (και φυτρώνει) στα πεδινά σχεδόν σε όλη τη Νότια Αμερική, ήταν βασικό ρόφημα από την εποχή των Μάγια και πολύτιμο για τους Αζτέκους, οι οποίοι έφτιαχναν με αυτό ένα δυνατό, πικάντικο ποτό που οι Ισπανοί κατακτητές βρήκαν φρικτό, πικρό και δυσάρεστα μεθυστικό. Η κατανάλωση σοκολάτας τελικά απογειώθηκε στην Ευρώπη όταν αναμείχθηκε με ζάχαρη, έτσι οι Ισπανοί άρχισαν να καλλιεργούν το κακάο, κάνοντας τη σοκολάτα σοφιστικέ ρόφημα σε παλιό και νέο κόσμο. Μέχρι το 1866 η ζεστή σοκολάτα ήταν το βασικό ρόφημα της Μπογκοτά. Όπως γράφει ο –διανοούμενος της πόλης– Χοσέ Μαρία Βεργκάρα στο δοκίμιό του «Las tres tazas» («Τα τρία φλιζάνια»), «η ζεστή σοκολάτα είναι ασύγκριτα καλύτερη και πιο δημοφιλής από το “γευστικό φάρμακο”» –τον καφέ, που είχε εισαχθεί πρόσφατα– «και το “επιτηδευμένο διουρητικό που σε κάνει να ιδρώνεις”, το τσάι».
Η Μπογκοτά είναι μια πόλη που δύσκολα συνειδητοποιείς τις διαστάσεις της αν δεν τη δεις από ψηλά. Όσο πιο ψηλά ανέβεις, τόσο πιο εντυπωσιακή φαίνεται και σε μέγεθος και σε ποικιλία δόμησης. Η ανάβαση με το τελεφερίκ στον λόφο Μονσεράτ μπορεί να έχει αναμονή και στο ανέβασμα και στο κατέβασμα (ουρές προσκυνητών που έρχονται να τους ευλογήσει ο έκπτωτος Άρχοντας του Μονσεράτ, ένας σκουρόχρωμος Ιησούς που θεωρείται θαυματουργός), αλλά αξίζει πραγματικά, γιατί η θέα σε ολόκληρη την έκταση της πόλης είναι εκπληκτική. Οι Bogotanos που ανεβαίνουν στα 3.152 μέτρα, βέβαια, δεν έρχονται μόνο για τη θέα· το βουνό είναι ιερό από την εποχή των Μουίσκας, πολλά χρόνια πριν έρθουν στην περιοχή οι Ισπανοί, και σήμερα έχει μία από τις πιο δημοφιλείς εκκλησίες της Μπογκοτά αλλά και πολλά μικρά εστιατόρια με παραδοσιακό ντόπιο φαγητό, όπως επίσης καταφύγια πουλιών όπου μπορείς να δεις σμήνη από μικροσκοπικά κολιμπρί.
Τα δύο μουσεία που συγκεντρώνουν τον περισσότερο κόσμο στο κέντρο είναι το Μουσείο Χρυσού και το Μουσείο Μποτέρο. Το Μουσείο Χρυσού, που βρίσκεται στα ανατολικά του πάρκου de Santander, έχει τη μεγαλύτερη συλλογή χρυσών κοσμημάτων στον κόσμο, περίπου 55.000 αντικείμενα που στόλιζαν την αριστοκρατία όλων των προκολομβιανών πολιτισμών που έζησαν στη χώρα, μέσα σε αίθουσες-χρηματοκιβώτια (το μουσείο ανήκει στην Κεντρική Τράπεζα). Στον τρίτο όροφο, που είναι και ο πιο εντυπωσιακός, τα εκθέματα ακολουθούν μια «αφήγηση» που εξηγεί πώς χρησιμοποιούσαν τον χρυσό σε τελετές και τελετουργίες. Μερικές από τις πιο δημοφιλείς προσφορές βρέθηκαν κοντά στην πόλη Πάσκα το 1969, ανάμεσά τους και μια σχεδία-μινιατούρα από ατόφιο χρυσό, που ονομάζεται Balsa Muisca. Είναι αδύνατο να προσδιορίσουν την ηλικία της (όπως και κάθε χρυσού αντικειμένου που έχει βρεθεί και δεν έχει προσμείξεις άλλων υλικών) γιατί δεν μπορεί να υπολογιστεί με τη μέθοδο του άνθρακα. Γι’ αυτό και τα περισσότερα κοσμήματα που εκτίθενται έχουν μια απόκλιση στη χρονολόγηση τουλάχιστον 11 αιώνων. Το Μουσείο Χρυσού είναι στην ουσία ένα ανθρωπολογικό μουσείο· πέρα από τα χρυσά αντικείμενα και το μεγαλύτερο σμαράγδι του κόσμου, τα τελετουργικά εργαλεία των σαμάνων και των ανθρώπων που συμμετείχαν στις τελετές, τοποθετημένα θεματικά, δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την καθημερινότητα των ηγεμόνων και των ιερέων τους. Ο χρυσός δεν ήταν μέσο συναλλαγής, ήταν υλικό που συνδεόταν με τον ηγέτη, τον εκπρόσωπο του θεού Ήλιου, και είχε για τους λαούς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής διαφορετική αξία από αυτή που είχε για τους Ισπανούς κατακτητές – που έσφαξαν εκατομμύρια ανθρώπους αναζητώντας το Ελ Ντοράντο.
Στο Μουσείο Μποτέρο, αμέσως μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Χρυσού με τα καμπυλωτά ανθρωπόμορφα αγγεία της προκολομβιανής τέχνης, συνειδητοποιείς πόσο είχε επηρεαστεί ο καλλιτέχνης από την παράδοση της χώρας του και πόσο γνήσια κολομβιανές είναι και η ζωγραφική και η γλυπτική του. Ο Μποτέρο έφτιαχνε ευτραφείς, «στρογγυλούς» ανθρώπους σε πίνακες και γλυπτά επειδή το καμπυλωτό και το στρογγυλό ήταν παντού γύρω του, στα σώματα των γυναικών, στις προθήκες των μουσείων, στα έργα που είχαν κλέψει από τη χώρα του και βρίσκονται σε πολλά μουσεία του κόσμου. Στο Μουσείο Μποτέρο –που είναι δωρεάν κατ’ απαίτησή του– υπάρχουν κυρίως πίνακες με τις χαρακτηριστικές, υπερβολικού όγκου ανθρώπινες φιγούρες του, που συγκεντρωμένες σε κάνουν να δεις με διαφορετική ματιά το «boterismo», το μοναδικό στυλ του που τον έκανε περιζήτητο καλλιτέχνη. Πέρα από χιουμοριστική προσέγγιση και πολιτικό ή κοινωνικό σχόλιο, οι πίνακές του απεικονίζουν με έναν δικό του τρόπο την πραγματικότητα της Κολομβίας. Στην πόλη του, τη Μεντεγίν, την ώρα που κάναμε βόλτα στα γλυπτά που έχει χαρίσει στον δήμο και δίνουν το στίγμα στην περιοχή της La Candelaria, φωτογράφισα τυχαία μία Κολομβιανή δίπλα στην «ξαπλωτή γυναίκα» του Μποτέρο· δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να καταλάβεις από πού είχε εμπνευστεί τις μορφές του.
Το Εθνικό Μουσείο της Κολομβίας στην περιοχή La Macarena δεν είναι τόσο δημοφιλές όσο τα άλλα δύο, αλλά αξίζει την επίσκεψη, ακόμα κι αν πας μέχρι εκεί μόνο για καφέ (στο ισόγειο έχει και ένα εστιατόριο με δύο αστέρια Michelin). Φιλοξενείται σε ένα κτίριο που κάποτε ήταν φυλακή, σχήματος σταυρού (για να μπορούν οι φύλακες να στέκονται στο κέντρο και να βλέπουν κάθε πτέρυγα) και είναι μικρό και πλούσιο, με τέχνη και αντικείμενα ιστορικής αξίας από κάθε περίοδο της κολομβιανής ιστορίας, από την προϊστορία μέχρι την απελευθέρωση από τους Ισπανούς και τα ’80s, όταν ο πόλεμος των Narcos διέλυσε τη χώρα. Τα χρυσά αντικείμενα βρίσκονται κι εδώ σε αίθουσες-θησαυροφυλάκια και είναι το ίδιο εντυπωσιακά και σημαντικά με του Μουσείου Χρυσού. Έχει κι αρκετούς πίνακες του Μποτέρο αλλά και στρατιωτικές στολές και όπλα που σου υπενθυμίζουν τη βία και την ταλαιπωρία που έχουν υποστεί οι λαοί της Νότιας Αμερικής από τους Ευρωπαίους κατακτητές αλλά και από τις εμφύλιες διαμάχες. Το πρωί που πήγαμε οι μόνοι επισκέπτες ήταν σχολεία, μαθητές καθισμένοι οκλαδόν μπροστά στα εκθέματα να παρακολουθούν με ενδιαφέρον αυτά που τους έλεγαν οι καθηγητές τους. Ήταν μια πολύ συγκινητική εικόνα, γιατί σε μία αίθουσα τους έδειχνε τα εκθέματα και τους ξεναγούσε ένας τυφλός συνοδός.
Το πιο δημοφιλές από τα αξιοθέατα της Μπογκοτά βρίσκεται 48 χιλιόμετρα βόρεια από την πόλη, στη Ζιπακίρα, και είναι μια εκκλησία που έχει φτιαχτεί μέσα στα αρχαία ορυχεία, σε βάθος 230 μέτρων, από την εξόρυξη 250 χιλιάδων τόνων αλατιού. Το ορυκτό αλάτι που είχε δημιουργηθεί πριν από 25 εκατομμύρια χρόνια ήταν πολύτιμο για τους Μουίσκας γιατί το χρησιμοποιούσαν ως μέσο συναλλαγής, ή για να φτιάχνουν από αυτό σκεύη και να επεξεργάζονται υφάσματα. Το 1810, ένας Γερμανός επιστήμονας και εξερευνητής, ο Alexander von Humboldt, έφτασε μέχρι εκεί με όραμα να βοηθήσει στο χτίσιμο της Νέας Δημοκρατίας της Κολομβίας – που τότε ονομαζόταν Nueva Granada και μόλις είχε απελευθερωθεί από τους Ισπανούς. Ο Humboldt εκσυγχρόνισε τις τεχνικές εκσκαφής, έβαλε να σκάψουν φρεάτια και μεγάλα τούνελ για να μεταφέρεται πιο εύκολα το αλάτι και σε λίγα χρόνια η Ζιπακίρα έγινε μια σημαντική πόλη με χιλιάδες εργάτες. Κι επειδή τα τούνελ κατέρρεαν και πλάκωναν τους σκαφτιάδες, φτιάχτηκαν μικροί ναοί για να προσεύχονται πριν κατέβουν σε μεγαλύτερα βάθη, ζητώντας προστασία από τους αγίους. Το 1953 άνοιξαν μια μεγάλη γαλαρία σε βάθος 200 μέτρων και έφτιαξαν έναν καθεδρικό ναό σκαμμένο μέσα στο αλάτι, ο οποίος έκλεισε τη δεκαετία του ’90 επειδή είχε προβλήματα στατικότητας. Αμέσως άρχισε να χτίζεται ένας καινούργιος, τριάντα μέτρα βαθύτερα. Τέλος πάντων, η τρίκλιτη ρωμαιοκαθολική εκκλησία που εγκαινιάστηκε το 1995 και θεωρείται το θαύμα των ορυχείων μαζεύει μιλιούνια κόσμου, τουρίστες από όλη την Κολομβία που δεν έρχονται μόνο για θρησκευτικό τουρισμό· τα ορυχεία είναι μέρος της ιστορίας τους και είναι ακόμα ενεργά, η μισή ποσότητα αλατιού που καταναλώνεται στη χώρα βγαίνει από εκεί.
Η εμπειρία για τον επισκέπτη ξεκινάει από τη θολωτή κύρια είσοδο που είναι η αρχή ενός τούνελ, σκαμμένου μέσα στον βράχο, το οποίο φωτίζεται από ροζ νέον και συνεχίζει για χιλιόμετρα, οδηγώντας σε ένα σύμπλεγμα από στοές με σταυρούς σμιλεμένους στο αλάτι, καταλήγοντας στις κεντρικές γαλαρίες όπου είναι ο κύριος ναός. Τα δεκατέσσερα παρεκκλήσια που συναντάς μέχρι να φτάσεις στην κεντρική αίθουσα συμβολίζουν τις στάσεις του Ιησού στην πορεία του προς τον Σταυρό, με πιο εντυπωσιακό τον χώρο όπου βρίσκεται ο θόλος από συμπαγές αλάτι, ο οποίος λαμπυρίζει και δημιουργεί μια αλλόκοτη, απόκοσμη ατμόσφαιρα, όπως επίσης και την κεντρική γαλαρία όπου είναι το ιερό· μπροστά του υπάρχει μια εικόνα της «Δημιουργίας του Αδάμ» του Μιχαήλ Άγγελου από την Καπέλα Σιστίνα, όπου υπάρχει μόνιμα ουρά πιστών για σέλφι.
Στην πραγματικότητα ο υπόγειος ναός της Ζιπακίρα δεν «επίσημος» καθολικός ναός και δεν λειτουργεί σε μόνιμη βάση γιατί δεν έχει επίσκοπο, είναι όμως μια εκκλησία που μπορεί να φιλοξενήσει κυριακάτικες λειτουργίες (και 8.500 άτομα) και ένας πολύ σημαντικός τόπος προσκυνήματος των Κολομβιανών. Ο γιγαντιαίος φωτεινός σταυρός (ο πιο μεγάλος σκαλιστός σταυρός του κόσμου) είναι από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα στη χώρα. Ως κατασκευή δεν είναι μια τυπική εκκλησία, δεν είναι ένας ενιαίος χώρος, αλλά απλώνεται σε διαφορετικές τεράστιες στοές με θόλους που φωτίζονται από νέον και αλλάζουν χρώμα συνεχώς, δίνοντάς τους μια εξωγήινη χροιά. Μοιάζει λες και είναι βγαλμένος από σκηνή του «Dune» και είναι μία από τις πιο αλλόκοτες και ενδιαφέρουσες εκκλησίες του πλανήτη.
Φεύγοντας από την Μπογκοτά, κάνοντας απολογισμό όσων είχαμε δει (και όσων δεν προλάβαμε να δούμε) και κάνοντας εκκαθάριση στο χαρτομάνι που είχα μαζέψει, πρόσεξα με έκπληξη ότι στο μενού που μας είχαν δώσει για ενθύμιο από το Le Chato υπήρχε ένα πιάτο που εκτός από αστακό περιείχε και μυρμήγκια! Τα τηγανητά μυρμήγκια –που δεν τολμήσαμε να τα δοκιμάσουμε, παρότι πουλούσαν οι πλανόδιοι σχεδόν παντού– είναι τοπική λιχουδιά και μάλιστα, για να τα κάνουν πιο ελκυστικά στους τουρίστες που φρικάρουν στην ιδέα να φάνε έντομο, τα πλασάρουν ως αφροδισιακά. Είναι φοβερό το πώς αλλάζει η ψυχολογία των ανθρώπων όταν υπάρχει η ψευδαίσθηση της θεραπείας ή της αύξησης της σεξουαλικής επιθυμίας – τα μυρμήγκια είναι από τις πιο δημοφιλείς λιχουδιές του δρόμου. Το δείπνο στο El Chato είναι από τις κορυφαίες εμπειρίες του ταξιδιού στην Κολομβία και σίγουρα ήταν το καλύτερο φαγητό που φάγαμε στη χώρα.
«El chato» αποκαλούσαν οι παλιότερες γενιές της Μπογκοτά τους φίλους τους, κι οι άνθρωποι που έστησαν το εστιατόριο, με επικεφαλής τον σεφ Alvaro Clavijo, έφτιαξαν ένα μαγαζί στο οποίο, πέρα από το φαγητό, μας εντυπωσίασε η ηλικία των μαγείρων, των σερβιτόρων αλλά και των πελατών: ήταν όλοι 20άρηδες. Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο, αλλά και οι πελάτες τη βραδιά που πήγαμε ήταν 20άρηδες. Και μάλιστα δεν ήταν μόνο παρέες και ζευγάρια, αλλά και άτομα που έτρωγαν μόνα, αγόρια και κορίτσια, κάτι που δεν συναντάς στην Αθήνα, π.χ., ειδικά στο fine dining. Φωτογράφιζαν με μεγάλη επιμέλεια τα πιάτα και προφανώς ανέβαζαν στόρι.
Το εστιατόριο, το μοναδικό κολομβιανό που υπάρχει στη φετινή λίστα με τα 50 καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, στην 25η θέση, θεωρείται από τα δύο-τρία κορυφαία αυτήν τη στιγμή στη Νότια Αμερική. Το μενού του είναι μια σύνθεση από παραδοσιακές γεύσεις και κλασικά κολομβιανά υλικά με όσα ο Alvaro έμαθε δουλεύοντας σε κάποια από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, το Per Se στη Νέα Υόρκη, το L’ Atelier στη Γαλλία και το Noma στη Δανία. Γυρνώντας στην Μπογκοτά με όραμα να δημιουργήσει υψηλή γαστρονομία με την κουζίνα της περιοχής και τα τοπικά υλικά, άνοιξε ένα σύγχρονο μπιστρό στην περιοχή Chapinero Alto, με προϊόντα μικρών παραγωγών της σαβάνας της Μπογκοτά, τολμώντας να δουλέψει με ξεχασμένα υλικά και γεύσεις που έχουν χαθεί. Ένα από αυτά είναι το μαστάρι της αγελάδας, που κάποτε ήταν πολύ συνηθισμένο στις ντόπιες κοινότητες, αλλά κανείς δεν το τρώει πια (το σερβίρει ψητό, σε ένα καλαμάκι από δεντρολίβανο, μαζί με καρδιά αγελάδας).
Το γεύμα που φάγαμε είχε 14 στάδια, με πιάτα που δύσκολα μπορείς να τα περιγράψεις, με κορυφαίο ένα πιάτο με σαλιγκάρια που ήταν βρασμένα και μετά περασμένα απ’ τα κάρβουνα, με μια εθιστική γεύση, το ψητό μοσχάρι με μια εξαιρετική συνοδεία μαγειρεμένης μελιτζάνας σε σιρόπι ζαχαροκάλαμου, και το σουβλάκι της ψητής καρδιάς (που μόλις συνειδητοποίησα ότι είχε και μαστάρι!). Επίσης, το γλυκό από διάφορες υφές μαραθόριζας ήταν κάτι μοναδικό. Το El Chato είναι από μόνος του λόγος για να πας μέχρι την Μπογκοτά.