«ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΜΑΝΤΙΛΙ ΠΟΥ ΕΠΙΑΣΕ τα κάγκελα της σκάλας, σκουπίζει πολλές φορές τα μπροστινά του συρταριού. Ξαφανίζει έτσι τα δακτυλικά αποτυπώματα που μπορεί να έχει αφήσει. Μ’ αυτόν τον πρωτόγνωρο τρόπο στραπατσάρει άκοπα την περίφημη αυτή ανακάλυψη της νεότερης επιστημονικής αστυνομίας. Ενώ οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί του, την ίδια ίσως στιγμή, με μέσα πιο τελειοποιημένα, ποδοπατούνε όλες τις τέτοιου είδους προόδους της Καταδίωξης ενάντια στο έγκλημα». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Πέτρος Πικρός μια διάρρηξη που διαπράττει ο Αράπης, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός του «Τουμπεκί» (1927).
Ο Πέτρος Πικρός (1894-1956) δεν είναι βέβαια μονάχα λογοτέχνης του ελληνικού Μεσοπολέμου, αλλά και δημοσιογράφος του αστυνομικού και δικαστικού ρεπορτάζ της εποχής, με τις δύο αυτές ιδιότητες να συνομιλούν στο έργο του σε τέτοιον βαθμό και με τέτοιον τρόπο που θα άξιζε μια ξεχωριστή ανάλυση εστιασμένη αποκλειστικά σε αυτό. Το θέμα όμως εν προκειμένω είναι οι εξελίξεις των εγκληματολογικών ερευνών ή της επιστημονικής αστυνομίας (forensic science) κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όχι μέσα από το πεδίο της μυθοπλασίας –ακόμα και αν πρόκειται για πολύ ρεαλιστικές αναπαραστάσεις, όπως αυτές του Πικρού– μα κυρίως μέσα από τις δημοσιογραφικές αφηγήσεις που φιλοξενήθηκαν στον ημερήσιο Τύπο της εποχής.
Μια τέτοια πολύ ενδιαφέρουσα δημοσιογραφική αφήγηση, λοιπόν, που περιγράφει και αποτυπώνει τη διαδικασία των εγκληματολογικών ερευνών της αστυνομίας κατά τη δεκαετία του 1930 εντοπίζεται από τον Ε. Θωμόπουλο για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις».
Με βάση ένα τραγελαφικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ακρόπολις», μπορούμε να υποθέσουμε ότι μέχρι το 1932 δεν υπήρχε κοινή τράπεζα αποτυπωμάτων, αλλά η αστυνομία κάθε πόλης είχε τη δικιά της.
Συγκεκριμένα, τον Μάρτη του 1932 ο Γιάννης Δημητρίου δολοφονεί τον αδελφό του Γιώργο στην περιοχή των Νέων Σφαγείων επειδή εκείνος είναι «ψιμυθιωμένος» –κουίρ θα λέγαμε σήμερα– και θίγει την τιμή του ίδιου και της οικογένειάς τους. Το πτώμα βρίσκεται τυχαία από διερχόμενους στην κοίτη του Κηφισού.
«Μετ’ ολίγον ειδοποιείτο ο γειτονικός σταθμός Ν. Σφαγείων και κατέφθασαν επί τόπου οι επικεφαλής αυτού κ. κ. Σταματέλος και Παπακωστόπουλος. Δι’ αγγελιοφόρου επίσης ειδοποιήθη επειγόντως ο διοικητής του 9ου τμήματος κ. Κουμουράς, εις την δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο σταθμός, ευρισκόμενος κατ’ εκείνην την στιγμήν διά την τήρησιν της τάξεως εις τον μητροπολιτικόν ναόν. […] Ταυτοχρόνως ειδοποιείτο και κατέφθανε το ειδικόν συνεργείον της υπηρεσίας της σημάνσεως. Ούτως, ημισείαν ώραν από της ανευρέσεως του πτώματος, ήτοι περί την 10:15 π.μ. όλαι αι αρμόδιαι Αρχαί ευρίσκοντο εις τον τόπον του εγκλήματος και ενήργουν αυτοψίαν, εξετάζουσαι τους περίοικους και τους πρώτους ιδόντας το πτώμα. Ας σημειωθεί ότι λόγω της συνθέσεως του τοπίου και του αποκρήμνου αυτού, αστυνομικοί και δικασταί εκακόπαθαν, μωλωπισθέντες και κυλισθέντες εις τον βούρκον. Κυλιόμενοι, εν πάση περιπτώσει, κυριολεκτικώς, έφθασαν πλησίον του πτώματος, όπου έγινεν η φωτογράφησις του από τον φωτογράφον της Σημάνσεως και το συνεργείον ήρχισεν εκτελούν ιχνηλασίαν διά της ειδικής σκόνης. Γενομένης ούτω της απαραιτήτου εργασίας, ηρευνήθησαν τα ρούχα του θύματος. Κανέν νόμισμα δεν έφερε επ’ αυτού ούτε καμίαν επίσημον ταυτότητα. Εις μίαν τσέπην του γιλέκου ανευρέθη όμως εξιτήριον του νοσοκομείου Συγγρού, με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1932. Εις τούτο βεβαιούται ότι ο Γεώργιος Δημητρίου του Δημητρίου, ετών 18, ενοσηλεύθη εις το νοσοκομείον ως πάσχων εκ συφίλιδος. Αυτή υπήρξεν η μόνη ταυτότης, ήτις ανευρέθη επί του πτώματος. Όσον αφορά τον τρόπον της θανατώσεως, κατέστη εκ πρώτης στιγμής έκδηλον ότι ούτος είχε συντελεσθή διά λίθων, “βία κατενεχθέντων κατά του κρανίου και των κροταφικών χωρών επανειλημμένως, ιδιαιτέρως δε της αριστεράς” κατά την ιατροδικαστικήν έκθεσιν».
Αίμα, φασματοσκοπικές αναλύσεις και χημικές αντιδράσεις
Τον Μάιο του 1924 εντοπίζεται στη Μαλακάσα το πτώμα του Παναγιώτη Μωραΐτη. Ως βασικός ύποπτος για τον φόνο συλλαμβάνεται ο Τηλέμαχος Μπασιάκος, ο οποίος τον Ιούνη του 1925 καταδικάζεται τελικά στην ποινή του θανάτου από Στρατοδικείο. Εκτελείται την επόμενη μέρα, παρά την επίμονη άρνηση της ενοχής του. Η υπόθεση θα απασχολήσει ιδιαιτέρως τον ημερήσιο Τύπο και, κατ’ επέκταση, την κοινή γνώμη της εποχής.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Πέτρος Πικρός την ενσωματώνει με μια υπαινικτική αναφορά στο «Τουμπεκί», όπου περιγράφει τους φόβους του Αράπη μετά τη σύλληψη για το ενδεχόμενο θανατικής του καταδίκης: «Πολιτική όλ’ αυτά. Να δει ο κόσμος ότι τάχατες η κυβέρνηση εξοντώνει τη ληστεία. Κι επειδή δεν ήτανε να πιαστούν οι πραγματικοί ληστές, έπιανε η κυβέρνηση κι έστελνε στο τουφέκι οποιοδήποτε καταχραστή ή κλέφτη και φονιά μαζί που της έπεφτε στο χέρι. Να φανεί πως κάτι γίνεται. Ήταν η μόδα: μπαμ και κάτω!».
Η επιστημονική αστυνομία και τα ευρήματα των εγκληματολογικών εργαστηρίων και μεθόδων έπαιξαν μάλλον δευτερεύοντα ρόλο στην υπόθεση αυτή, καθώς, αν εξαιρέσουμε τον δημοσιογράφο Σπύρο Λεουτσάκο και την εμμονική βεβαιότητά του για την ενοχή του Μπασιάκου, η υπόθεση θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη κυρίως λόγω της μεγάλης πιθανότητας, κατά τις εκτιμήσεις πολλών δημοσιογράφων, ο ένοχος να ήταν στην πραγματικότητα αθώος και θύμα ορισμένων συμπτώσεων.
Σε κάθε περίπτωση, μέσα από τη συγκεκριμένη υπόθεση αποκτούμε πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο των εγκληματολογικών ερευνών κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου, όπως αυτές παραδίδονται από τον Σπύρο Λεουτσάκο στη στήλη «Εγκλήματα Μισού Αιώνος», όπου καταγράφει τις αναμνήσεις του, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες τον χειμώνα του 1963 στο περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά».
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ίδιος, προκύπτει ότι υπήρχε δυνατότητα φασματοσκοπικής ανάλυσης, προκειμένου να εντοπιστούν ίχνη αίματος σε υφάσματα που είχαν πλυθεί, καθώς και χημικές αντιδράσεις που φανέρωναν αν το αίμα ανήκε σε άνθρωπο ή σε ζώο:
«Παρά τα επανειλημμένα πλυσίματα που είχαν υποστεί το δάπεδο και τα πλαϊνά του αυτοκινήτου, η φασματοσκοπική ανάλυσις απέδειξεν ότι είχε αίμα. Κάτι ειδικά πειράματα και αναλύσεις σε αίμα κουνελιών-πειραματοζώων που είχε μπολιάσει ο μακαρίτης ο Γεωργιάδης με διάλυμα από νερό, που πάλιν είχαν μουσκέψει τα πλαϊνά και το χαλάκι, διεπίστωσαν ότι το αίμα ήταν από άνθρωπο και όχι από άλλο ζώο».
Το «Γραφείον Εγκληματολογικής Σημάνσεως»
Στο περιθώριο των αναμνήσεων του Σπύρου Λεουτσάκου μαθαίνουμε επίσης ότι «το Γραφείο Σημάνσεως το είχε οργανώσει η βρετανική αποστολή και συγκεκριμένα ο σερ Φρέντερικ Χαλλιντέι, όπου είχε εγκαταστήσει γραφεία, αρχεία, φωτογραφική μηχανή που έπαιρνε δυο όψεις, ανφάς και προφίλ, σε μια μεγάλη σάλα πάνω από τα γραφεία της παλιάς αστυνομικής διευθύνσεως χωροφυλακής σε ένα μέγαρο στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα».
Πολλά στοιχεία για τη λειτουργία του «Γραφείου Εγκληματολογικής Σημάνσεως» παίρνουμε και από κάποιον συντάκτη του «Ελευθέρου Τύπου», που υπογράφει τη μόνιμη στήλη του «Δημοσιογραφικοί Περίπατοι» με το όνομα «Χάρης» και ο οποίος το επισκέφτηκε τον Ιούνη του 1923, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του.
Ο «Χάρης» χαρακτηρίζει το γραφείο ως τον «σκεπτόμενο νου της αστυνομίας» και σημειώνει ότι αντιπροσωπεύει την αστυνομική επιστήμη: «Σε αυτό φυλάσσονται τα αρχεία της εγκληματικής κινήσεως. Αυτό κατέχει την ιστορία παντός κακοποιού. Είναι ο τεράστιος αστυνομικός πολύποδας από τον οποίον είναι αδύνατο να διαφύγει όποιος υποπέσει σε αξιόποινη πράξη. Ερευνά, καταγράφει, ταξινομεί, ψυχολογεί, φιλοσοφεί, περικλείει τον εγκληματία μέσα σε μια αλυσίδα γεγονότων και αποδείξεων, τον κρατεί, και μόνο ο θάνατος δύναται να τον γλιτώσει από την απαγόρευση».
Σύμφωνα με το άρθρο, πάντα υπήρχε παρόμοια υπηρεσία στην αστυνομία, αλλά ατελής και μη συστηματοποιημένη. Μόνο από το 1921, οπότε και ανέλαβαν το Γραφείο βαθμοφόροι της αστυνομίας πόλεων, «άρχισε να προοδεύει, να συστηματοποιείται, να επιστημονικοποιείται, να έχει προορισμό, να θριαμβεύει».
Το «Γραφείον Εγκληματολογικής Σημάνσεως» διευθύνει ο αστυνόμος Κίνιας, ενώ αποσπασμένος εκεί είναι και ο υπαστυνόμος Τσιμπίδαρος, δυο αρχιφύλακες και πέντε αστυφύλακες. Η υπηρεσία αυτή, αντάξια σχεδόν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, εποπτεύεται από τον Άγγλο αστυνομικό Ριντ.
Ένα από τα κυριότερα όπλα της αστυνομίας κατά των κακοποιών είναι η δακτυλοσκόπηση, δηλαδή τα λεγόμενα δακτυλικά αποτυπώματα. «Ως γνωστόν», εξηγεί ο «Χάρης», «οι λεπτές γραμμές, οι διακρινόμενες επί των μήλων των δακτύλων, δεν είναι όμοιες σε κάθε άνθρωπο. Όταν η αστυνομία δακτυλοσκοπήσει έναν κακοποιό, τον κρατάει στο χέρι καθώς είναι αδύνατο να την εξαπατήσει όσα χρόνια και αν περάσουν ή αν αλλάξει μορφή και ονοματεπώνυμο. Όσο δυσδιάκριτα κι αν είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα, η αστυνομία τα εμφανίζει “διά τινός κόνεως”, τα φωτογραφίζει, τα μεγεθύνει και τα παραβάλλει με τα δακτυλικά αποτυπώματα των δελτίων δακτυλοσκοπήσεως».
Το 1923 το «Γραφείον Σημάνσεως» κατείχε 13.000 δελτία δακτυλοσκοπήσεως καταδίκων και 8.000 δελτία υποδίκων. Κάθε τμήμα που συλλάμβανε οποιονδήποτε κακοποιό ή εγκληματία, άνδρα ή γυναίκα, ήταν υποχρεωμένο να τον δακτυλοσκοπήσει και να τον στείλει στο «Γραφείον Σημάνσεως» για να φωτογραφηθεί και να συμπληρωθεί καταλλήλως το δελτίο του.
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, το «Γραφείον» συνεργάζεται με όλα τα γραφεία εγκληματολογικής σημάνσεως του κόσμου και, συν τοις άλλοις, αναλαμβάνει και την εργασία της διερεύνησης και φωτογράφισης του τόπου όπου διεπράχθη κλοπή ή έγκλημα.
Ωστόσο, με βάση ένα τραγελαφικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ακρόπολις», μπορούμε να υποθέσουμε ότι μέχρι το 1932 δεν υπήρχε κοινή τράπεζα αποτυπωμάτων, αλλά η αστυνομία κάθε πόλης είχε τη δικιά της. Μια σειρά από μυστηριώδεις διαρρήξεις είχαν απασχολήσει τις Αρχές της Λαμίας τον Οκτώβρη του 1932, καθώς, ενώ οι δράστες άφηναν αποτυπώματα, αυτά δεν αντιστοιχούσαν σε κάποιον σεσημασμένο. Τελικά προέκυψε ότι οι δράστες ήταν μια σπείρα κρατούμενων που δρούσε με την ανοχή ή καλύτερα με την εμπλοκή του διευθυντή των φυλακών Λαμίας, ο οποίος τους επέτρεπε ορισμένες νυχτερινές εξορμήσεις, προκειμένου να διαπράττουν διαρρήξεις σε παντοπωλεία και έπειτα να πουλάνε τα κλοπιμαία στο καφενείο της φυλακής. Το γεγονός ότι οι κρατούμενοι δεν είχαν συλληφθεί στη Λαμία, αλλά απλώς εξέτιαν την ποινή τους στις φυλακές της, εμπόδισε την έγκαιρη εξιχνίαση και διασταύρωση των αποτυπωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι από τα δακτυλικά αποτυπώματα μπορούσε η αστυνομία να εντοπίσει τον δράστη κάποιου εγκλήματος αποτελούσε κοινό τόπο, όχι μόνο για τον έμπειρο διαρρήκτη «Αράπη», καίτοι προϊόν της μυθοπλαστικής δεινότητας του Πικρού, αλλά και για υποκείμενα που θήρευε η δημοσιογραφική του απόχη.
Μια τέτοια περίπτωση προσφέρει το ρεπορτάζ του με τίτλο: «Επτά νεαροί διαρρήκται με… το γάντι», στο οποίο περιγράφει τη δράση μιας σπείρας νεαρών από 15 μέχρι 19 χρονών που είχε συλληφθεί για μια σειρά διαρρήξεων σε περίπτερα και καταστήματα του κέντρου της Αθήνας. «Παρά το νεαρό της ηλικίας των, οι διαρρήκται αυτοί “εργάζοντο” με σύστημα και με μέθοδον. Χάρις ακριβώς εις τας εντελώς “μοντέρνας μεθόδους” των, δεν ήτο δυνατόν να ανακαλυφθούν. Εν πρώτοις, ουδέποτε διέπραττον κλοπήν ή διάρρηξιν δίχως… γάντια. Και ακριβώς δι’ αυτό, αυτοεκαλούντο οι… “διαρρήκται με το γάντι”. Φυσικά έπειτα από μια τέτοιαν πρόνοιαν εκ μέρους των, ήτο αδύνατον να ανακαλυφθούν δακτυλικά αποτυπώματα».
Ζητήματα Επιστημονικής Αστυνομίας και Ιατροδικαστικής του Ι. Γ. Καλυβίτη
Ο Πικρός έχει δημοσιεύσει άλλο ένα διαφωτιστικό άρθρο στις 8 Φλεβάρη 1932 για το στάδιο στο οποίο βρίσκονταν οι εξελίξεις των εγκληματολογικών ερευνών και της επιστημονικής αστυνομίας. Πρόκειται για μια διθυραμβική κριτική του καινούργιου βιβλίου «Ζητήματα Επιστημονικής Αστυνομίας και Ιατροδικαστικής» του Ι. Γ. Καλυβίτη, ο οποίος, εκτός από πρώην καθηγητής και διευθυντής της Σχολής Αστυνομίας Πόλεων της Κέρκυρας, ήταν και διευθυντής της αστυνομίας Πειραιώς:
«Πλούσιο και συμπυκνωμένο μέσα σε εκατό σελίδες, το υλικό του βιβλίου ενδιαφέρει κύκλους ευρύτερους από αυτούς για τους οποίους εγράφη. […] 145 εγκλήματα του τελευταίου καιρού, με αφορμή τα οποία εκθέτει μέσα σε λίγες γραμμές το καθένα τους, κάνει τις ακριβείς παρατηρήσεις και δίνει τις κεντρικές γραμμές της πορείας για την αποκάλυψη και διασαφήνισή τους. Λεπτομέρειες επουσιώδεις για τον κάθε ανίδεο φαίνεται να παίζουν έναν σπουδαιότατο ρόλο σε ένα έγκλημα και την αποκάλυψη του».
Έπειτα παραθέτει μερικά παραδείγματα από το βιβλίο: «Αυτοκτονία ή έγκλημα; Ένας άνδρας βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του με τραύμα από πυροβόλο όπλο στον δεξιό κρόταφο. Στο τραπέζι βρέθηκε σημείωσή του, με την οποία γνωστοποιεί ότι αυτοκτονεί επειδή πάσχει από ανίατο νόσημα. Θα μπορούσε βέβαια και η γραφολογία να λύσει το μυστήριο, όμως η αυτοψία βεβαίωσε ότι το αίμα είχε πήξει, αλλά η μελάνη ήταν υγρή ακόμα. Πρόκειται λοιπόν για έγκλημα, καθώς η πήξη του αίματος επέρχεται δυο ώρες μετά από την έξοδό του από το σώμα, χρόνος που προφανώς επιτρέπει στην μελάνι να στεγνώσει. Σε μια άλλη περίπτωση βρέθηκε ένα πτώμα με το περίστροφο σταθερά κρατημένο στο χέρι. Πρόκειται για αυτοκτονία καθώς είναι “ιατροδικαστικώς παραδεδεγμένον” ότι αν το περίστροφο τοποθετηθεί στο χέρι μετά τον θάνατο δεν μπορεί να κρατηθεί καλά και πέφτει».
Παρακάτω εξηγεί μέσα από ένα παράδειγμα τη διαδικασία της αστυνομικής έρευνας και τις ενέργειες που συνοδεύουν την ανακάλυψη ενός εγκλήματος: «Ένα πτώμα άνδρα εντοπίζεται στον Πειραιά με τραύματα στην κεφαλή και το σώμα. Από την ιατροδικαστική εξέταση βεβαιώνεται ότι αυτά προήλθαν από το μαχαίρι που βρέθηκε δίπλα στον τόπο του εγκλήματος και το οποίο έφερε τα εξής αρχικά: “Α.Γ.Φ. Παλ 1909 ατρομ”. Στις τσέπες του θύματος, ενός ζωέμπορου από τον Πειραιά, βρέθηκε ένα σημείωμα με απειλητικό περιεχόμενο και την υπογραφή “Ατρόμητος”. Τα γράμματα που έφερε το μαχαίρι σήμαιναν τα αρχικά “Α. Γ.” και “Φυλακές Παλαμηδίου”. Έτσι, στάλθηκε έγγραφο στις φυλακές Παλαμηδίου με το ερώτημα ποιος πρώην κατάδικος είχε αυτό το παρώνυμο και ποιο το αληθές του όνομα. Ακολούθως θα συγκρίνονταν ο γραφικός χαρακτήρας του με αυτό του σημειώματος».
Οι πρόοδοι της γραφολογίας
Παράλληλα, η γραφολογία φαίνεται να σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο στην Ελλάδα. Ο δημοσιογράφος Γ. Βαρβαρέτος κάνει για λογαριασμό της εφημερίδας «Πατρίς» ένα πολυήμερο αφιέρωμα που ξεκινάει από τα τέλη Φλεβάρη του 1930 για να παρουσιάσει τις κατακτήσεις της επιστήμης της γραφολογίας. Ο δικηγόρος - γραφολόγος Αριστείδης Πουλαντζάς απαντάει στις ερωτήσεις του και εξηγεί ότι η γραφολογία «δεν έχει προφητικό χαρακτήρα, αλλά διαγνωστικό» και ότι δεν είναι μια φαντασιώδης επιστήμη, αλλά αντίθετα μια επιστήμη που στηρίζεται σε ακλόνητους κανόνες και επιστημονικά δεδομένα.
Ο Βαρβαρέτος εξηγεί ότι, αν οι διαρρήκτες μπορούν να αποφύγουν να αφήσουν δακτυλικά αποτυπώματα φορώντας γάντια, το ίδιο δεν μπορεί να συμβεί με τους πλαστογράφους. «Γιατί οσοδήποτε κι αν προσπαθήσουν να μιμηθούν μια ξένη υπογραφή ή ένα ξένο γράψιμο, πάντως θα γίνουν αντιληπτοί και η πλαστογραφία τους θα ανακαλυφθεί. Μέχρι πρότινος, οπότε την πραγματογνωμοσύνη στα προσβαλλόμενα ως πλαστά έγγραφα την έκαναν οι καθηγηταί της καλλιγραφίας, οι λογισταί και άλλων ειδικοτήτων άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα από γραφολογία, οι πλαστογράφοι δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο. Από τη στιγμή όμως που ενεφανίσθησαν οι επιστήμονες γραφολόγοι, τα πράγματα άλλαξαν. Οι σημερινοί γραφολόγοι πρέπει να ξέρουν χημεία, χρήσιν υπεριωδών ακτίνων, τις μεταβολές και τα συστατικά του χάρτου και των άλλων ειδών της γραφής, τη μικρογραφία, τη χρήση πλάγιου φωτός και τόσα ακόμα. Είναι δυνατόν ο πλαστογράφος να μεταχειρισθεί διάφορες χημικές ουσίες και να εξαφανίσει φαινομενικώς ένα κείμενο που δεν του χρειάζεται, να γράψει έναν άλλο αριθμό αντί άλλου. Πώς θα μπορέσει να το διακρίνει αυτό ο πραγματογνώμων αν δεν μεταχειριστεί ατμούς ιωδίου, ακτίνες ή άλλα χημικά αντιδραστήρια; Ένας γραφολόγος πρέπει να τα ψιλοκοσκινίζει πολύ τα πράγματα, γιατί αλλιώς μπορεί να πάρει στον λαιμό του έναν αθώο ή να αθωώσει έναν ένοχο».
Το σάλιο
Πίσω στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, μυθιστόρημα του 1927 που πολύ απέχει από την κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, «[ο Αράπης] ξεδίπλωσε το χαρτί. Έκανε να φτύσει. Κρατήθηκε από φόβο μην τυχών και από το σάλιο μπορούν να καταλάβουνε τον άνθρωπο». Φαίνεται βέβαια πως ο συγγραφέας για άλλη μια φορά συνομιλεί με την ιδιότητά του ως αστυνομικός ρεπόρτερ και είναι ενήμερος για τις εξελίξεις.
Επιπλέον, η εφημερίδα «Ακρόπολις», ακολουθώντας τη γενική τάση του ημερήσιου Τύπου, φιλοξενεί πλήθος ανταποκρίσεων για τις σχετικές εξελίξεις κυρίως σε Γαλλία, ΗΠΑ και Γερμανία. Έτσι τον Φλεβάρη του 1934 δημοσιεύει μια ιστορία από το Βερολίνο για μια σχετική με το σάλιο πρόοδο:
«Μια συστηματική εργασία γίνεται καθημερινώς, τόσον στις ευρωπαϊκες, όσον και στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, όπου το έγκλημα παρουσιάζει μια τρομακτική εξάπλωση τα τελευταία χρόνια να ολιγοστεύουν, χάρις στα επιστημονικά πλέον μέσα, οι ελπίδες που έχει ένας εγκληματίας να ξεφύγει από τα νύχια των καταδιωκτικών αρχών. Έτσι, οι αληθινοί Σέρλοκ Χολμς δεν είναι πλέον τα λαγωνικά της αστυνομίας, αλλά ο χημικός, ο επιστήμων εγκληματολόγος, που θα ανακαλύψει εκεί που δεν περιμένει κανείς τα ίχνη του εγκλήματος και θα παραδώσει εις χείρας της δικαιοσύνης τον δράστην του».
Προς επίρρωση των λεγομένων του, παραθέτει μια ιστορία που συνέβη στο Βερολίνο, σύμφωνα με την οποία ο αστυνομικός που είχε σκύψει πρώτος πάνω από ένα πτώμα, παρατήρησε με την ηλεκτρική λάμπα του ένα αποτσίγαρο σε μικρή απόσταση από τον νεκρό. Το πήρε και το φύλαξε όπως ο θρυλικός Σέρλοκ Χολμς. Όταν δυο ύποπτα άτομα παρέμεναν στο ανακριτικό γραφείο για να εξεταστούν, κάπνιζαν κατά την αναμονή τους πολλά τσιγάρα. Ο ίδιος αστυνομικός περισυνέλεξε τις γόπες τους και τις παρέδωσε στον χημικό του ανακριτικού γραφείου, ο οποίος, έπειτα από ανάλυση, διαπίστωσε ότι οι δυο σίελοι αντιστοιχούν στο ίδιο πρόσωπο. Η σύγχυση που προκάλεσε η απροσδόκητη αυτή αποκάλυψη οδήγησε τον δράστη στην ομολογία της πράξης του.
Οι dirty 30's & late 20's είναι μια ερευνητική ομάδα που ασχολείται με την πρωτογενή έρευνα στον ημερήσιο Τύπο του ελληνικού Μεσοπολέμου.