Πώς προέκυψε αρχικά η ιδέα για μια έκδοση αναφορικά με το σεξ στον Μεσοπόλεμο;
Τάσος Θεοφίλου: Το ενδιαφέρον μου για τον Μεσοπόλεμο ξεκίνησε αρκετά τυχαία – επισκεπτόμουν τακτικά το Αρχείο Τύπου της Βουλής στη Λένορμαν για ερευνητικούς λόγους και κάποια μέρα άνοιξα μια εφημερίδα του 1931 για να πέσω πάνω στην υπόθεση της δολοφονίας και τεμαχισμού του εργολάβου Μίμη Αθανασόπουλου, η οποία είχε αποδοθεί στη σύζυγο και την πεθερά του, τις οποίες το θύμα κακοποιούσε, μια υπόθεση που είχε κάνει μεγάλη αίσθηση. Από εκεί λοιπόν, σελίδα τη σελίδα, υπόθεση την υπόθεση, και δεδομένου ότι το Αρχείο Τύπου της Βουλής είναι ψηφιακά προσβάσιμο μέχρι κάποια χρονολογία, «κόλλησα» με τη συγκεκριμένη εποχή! Έτσι προέκυψε και η σελίδα «dirty '30s & late '20s» στο Facebook, την οποία ξεκινήσαμε με την Εύα αποσκοπώντας στο να αναδείξουμε τον ποπ χαρακτήρα του ελληνικού Μεσοπολέμου. Είναι αναμφίβολα πολύ συναρπαστική εποχή διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, το δε «νήμα» της το ξαναπιάνουμε ουσιαστικά στα '90s. Το σεξ ειδικά την περίοδο αυτή είναι μια σχετικά άγνωστη μεν αλλά πολύ ζωντανή και ενδιαφέρουσα ιστορία. Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, για επανειλημμένα «ντου» του Τμήματος Ηθών σε χώρους όπου γίνεται εκτός γάμου σεξ, το οποίο δεν είναι μεν παράνομο αλλά εμπίπτει στον αστυνομικό έλεγχο κυρίως επειδή υπάρχει ο κίνδυνος της σύνδεσής του με την πορνεία.
Εύα Γανίδου: Έτσι ακριβώς, ο Μεσοπόλεμος είναι μια εποχή με πολλά πρωτοποριακά και καινοτόμα στοιχεία, κάτι που την κάνει ιδιαίτερα ελκυστική – αναδεικνύονται και ωριμάζουν νέες ιδεολογίες, νέα ρεύματα και κινήματα στην αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες. Είναι μια εποχή που έχει τη ματιά της στραμμένη μπροστά, αντίθετα με τη σύγχρονη εποχή που είναι περισσότερο νοσταλγική και κοιτάζει μάλλον προς τα πίσω, επαναφέροντας λ.χ. το ρετρό και το βίντατζ ή ανασύροντας παλαιότερες αφηγήσεις. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό κινούνται τόσο η εν λόγω σελίδα όσο και το εκδοτικό εγχείρημα των Νέων Καιρών. Στον αφηγηματικό χάρτη για το σεξ στη μεσοπολεμική Αθήνα έχουν «καρφιτσωθεί» διάφορα σημεία ενδιαφέροντος που βασίζονται σε δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής. Κάθε «πινέζα» αντιστοιχεί σε έναν QR κωδικό που σκανάροντάς τον κανείς διαβάζει τη σχετική ιστορία.
Κάτι λοιπόν τα ήθη της εποχής, κάτι τα περί διαφθοράς των νέων ειδικά κοριτσιών, που τα οδηγεί στην εκπόρνευση, κάτι τα μέτρα για τη δημόσια υγεία, αναγκάζουν τα ζευγάρια που θέλουν να συνευρεθούν εκτός γάμου να κρύβονται.
— Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η «οργανική σύνδεση» του προγαμιαίου ή του εκτός γάμου σεξ με την πορνεία.
Τ.Θ.: Ναι, διαβάζοντας κανείς τα ρεπορτάζ εφημερίδων της εποχής για το πώς να προστατευτούν τα νέα κορίτσια από την πορνεία, παρατηρούμε ακριβώς ότι την μπλέκουν συχνά με το προγαμιαίο σεξ. Η ερωτική συνεύρεση εφόσον δεν καταλήξει σε γάμο λειτουργεί ως «προθάλαμος» της πορνείας, ειδικά για μια φτωχή γυναίκα. Η υπαρκτή σύνδεση πορνείας και προγαμιαίου σεξ είναι και ο λόγος ή ακριβέστερα η αιτιολόγηση για την αστυνόμευση που ασκεί το κράτος.
Ε.Γ.: Ο Μεσοπόλεμος είναι κιόλας μια περίοδος υψηλής ευαλωτότητας για πολλές νεαρές γυναίκες. Πέρα από τη γενικότερα υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας, η αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου απαρτίζεται από πολλές φτωχές κοπέλες εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης, καθώς επίσης και από ορφανά κορίτσια, αλλά και από ασυνόδευτες προσφυγοπούλες που έχουν έρθει από τη Μικρά Ασία. Όλα αυτά οπωσδήποτε ευνοούν την εκμετάλλευση, το τράφικινγκ και την πορνεία κι επομένως εξηγούν τους λόγους για την αστυνόμευση του εξωσυζυγικού σεξ. Το προγαμιαίο σεξ και οι εξωσυζυγικές σχέσεις όμως ενοχοποιούνται και εξαιτίας της μεγάλης έξαρσης των αφροδίσιων νοσημάτων, που αναγκάζει τον τότε υπουργό Υγείας, Αντώνιο Χρηστομάνο, να λάβει μέτρα – μάλιστα στις εφημερίδες βρίσκουμε πολλές διαφημιστικές καταχωρήσεις αφροδισιολόγων. Κάτι λοιπόν τα ήθη της εποχής, κάτι τα περί διαφθοράς των νέων ειδικά κοριτσιών, που τα οδηγεί στην εκπόρνευση, κάτι τα μέτρα για τη δημόσια υγεία, αναγκάζουν τα ζευγάρια που θέλουν να συνευρεθούν εκτός γάμου να κρύβονται. Παλιότερα οι συνευρέσεις αυτές γίνονταν σε πάρκα ή σε λόφους (Λυκαβηττός, Φιλοπάππου, Τουρκοβούνια κ.λπ.), στον Μεσοπόλεμο όμως αυτό αρχίζει πια να γίνεται σε επιτούτου ιδιωτικούς χώρους, όπως οι γκαρσονιέρες που πλέον διαθέτουν πολλές νεόκτιστες κατοικίες – υπάρχει μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα και οι γκαρσονιέρες-«ερωτοφωλιές» πριμοδοτούνται καθώς αποδίδουν μεγαλύτερο κέρδος, δημιουργώντας ταυτόχρονα πρόβλημα εξεύρεσης στέγης για φοιτητές, εσωτερικούς μετανάστες και άλλες κατηγορίες ενοικιαστών, όπως συμβαίνει σήμερα με το Airbnb και την προτίμηση που δείχνουν οι ιδιοκτήτες σε τουρίστες και ψηφιακούς νομάδες! Η μεγάλη εξάπλωση του φαινομένου πιστοποιείται και από τις πολλές αναφορές στον Τύπο. Όσοι λοιπόν έχουν την οικονομική άνεση αγοράζουν μια τέτοια γκαρσονιέρα, άλλοι πάλι τη νοικιάζουν, συχνά εκ περιτροπής για να έρχεται πιο οικονομικά, με τη μέρα είτε με την ώρα. Τις τελευταίες μάλιστα ο Τύπος της εποχής τις αποκαλεί «διαφθορεία».
— Ώστε οι γκαρσονιέρες ταυτίζονται με τη διαφθορά και οι ενοικιαστές τους θεωρούνται τουλάχιστον ύποπτοι ηθικά.
Τ.Θ.: Πράγματι, και τα «διαφθορεία» αυτά που νοικιάζονται με την ώρα στοχοποιεί η αστυνομία – διότι αν νοικιάζεις κανονικά μια γκαρσονιέρα για να κάνεις προγαμιαίο ή εξωσυζυγικό σεξ, συναινετικό ή επί πληρωμή, η αστυνομία δεν μπορεί να μπει, καθότι θεωρείται οικογενειακό άσυλο. Σε αυτές όμως που νοικιάζονται όπως τα σημερινά ξενοδοχεία «ημιδιαμονής», τα λεγόμενα σεπαρέ, μικρά δωματιάκια που υπήρχαν επιτούτου σε πολυκατοικίες, η αστυνομία είχε απαγορεύσει τους σύρτες και τις κλειδαριές, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να μπουκάρει.
Ε.Γ.: Συνέβαινε επιπλέον οικογένειες οι οποίες διέθεταν μεγάλα διαμερίσματα και κάποιο παιδί έφευγε για σπουδές, να επινοικιάζουν το δωμάτιό του σε ανθρώπους που αναζητούσαν μια γκαρσονιέρα-«ερωτοφωλιά» και να συζούν, τρόπον τινά, μαζί τους. Αυτή η ιδιότυπη συγκατοίκηση, που εξακολούθησε και στις μεταπολεμικές δεκαετίες, γινόταν όχι σπάνια αφορμή για σκάνδαλα, όταν π.χ. η κυρία του σπιτιού τα έμπλεκε με τον νοικάρη παρατώντας τον άντρα της! Στον Τύπο βρίσκει κανείς αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, με τις ανάλογες σπαρταριστές περιγραφές.
— Είχα ακούσει γι’ αυτά τα σεπαρέ, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο διαδεδομένα ήταν.
Τ.Θ.: Βεβαίως, σεπαρέ διέθεταν επίσης τόσο κάποια θέατρα όσο και όλα σχεδόν τα κέντρα διασκέδασης, από την Αλεξάνδρας, τους Αμπελόκηπους και τα Πατήσια μέχρι τα Παντρεμενάδικα, το σημερινό Μετς αλλά και το Φάληρο. Μπορούσε δηλαδή ένα ζευγάρι να πάει να πιει ένα ποτό, να ακούσει μουσική κι έπειτα να απομονωθεί για πιο ιδιαίτερες στιγμές, με τον λογαριασμό να περιλαμβάνει και αυτή την υπηρεσία. Οι επιδρομές του Ηθών σε τέτοιους χώρους ήταν συχνές και όσα κορίτσια συλλαμβάνονταν, στέλνονταν να εξεταστούν υποχρεωτικά. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άντρες, αν και η έρευνα προς αυτούς για μια σειρά λόγους, μεταξύ των οποίων ότι δεν περιλάμβανε ιατρικές εξετάσεις, ήταν λιγότερο ταπεινωτικές. Γινόταν επίσης ανάκριση ώστε να διαπιστωθεί αν επρόκειτο για πληρωμένο έρωτα. Μπορεί κανείς να φανταστεί τις συνέπειες για ένα νέο κορίτσι που επέστρεφε σπίτι του την επομένη, πλέον, έχοντας υποστεί όλα αυτά, και την αντίδραση των δικών του.
— Υπάρχουν άραγε μαρτυρίες και για ομόφυλα ζευγάρια που κατέφευγαν πιθανόν εκεί;
Τ.Θ.: Γενικά μιλώντας όχι, φαίνεται ωστόσο πολύ πιθανό. Συναντάμε μεν στον Τύπο κάποιες αναφορές σε «ψιμυθιωμένους νέους», σε θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλους ή «Νικολέτες», τρανς άτομα δηλαδή, που όμως αφορούν την παρουσία τους σε οίκους ανοχής. Το ομοφυλοφιλικό σεξ γινόταν κυρίως σε πάρκα όπως το Ζάππειο και ο Εθνικός Κήπος, τότε Βασιλικός. Υπάρχει επίσης μια μαρτυρία για αστυνομική επιδρομή σε ένα «άντρο οργίων» στα Εξάρχεια, όπου άντρες αναζητούσαν τη συντροφιά «ψιμυθιωμένων νέων» επί πληρωμή. Αυτό όμως που κάνει σίγουρα εντύπωση είναι ότι σε κάποια διαμερίσματα του κέντρου γίνονταν όργια, ετεροφυλοφιλικά αλλά όχι αποκλειστικά, με ανοιχτά παράθυρα, σε κοινή θέα δηλαδή! Ακόμα και ταξί παλαιού τύπου τα οποία είχαν διαχωριστικό και κουρτινάκια που έκλειναν στα παράθυρα μίσθωναν κάποια ζευγάρια και έκαναν σεξ εν κινήσει, υπήρχε μια τέτοια πιάτσα στα Προπύλαια.
— Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλο αυτό το κλίμα αλλάζει μετά το 1936 και τη δικτατορία του Μεταξά;
Ε.Γ.: Δεν το γνωρίζουμε αυτό με σιγουριά, γεγονός είναι πάντως ότι έκτοτε αραιώνουν οι σχετικές αναφορές στον ημερήσιο Τύπο, κάτι που σημαίνει ότι είτε δεν «πουλούσε» πια ως θέμα είτε ότι πέρασε σε ύφεση το φαινόμενο. Κάποια σεπαρέ εξακολούθησαν, ωστόσο, να λειτουργούν και μετά τον πόλεμο. Ο μεγαλύτερος όγκος στοιχείων που βρήκαμε ως τώρα αφορά την περίοδο 1929-1933 οπότε ήταν, καθώς φαίνεται, το αποκορύφωμα αυτού του φαινομένου.
— Κάποια παραδείγματα τέτοιων χώρων που θα ξεχωρίζατε;
Τ.Θ.: Ένα από αυτά είναι σίγουρα το Vancouver Apartments στη Μαυροματαίων, δίπλα στο Πεδίο του Άρεως, ένα κτίριο που υπάρχει ακόμα. Ένας μεγαλοαπατεώνας ονόματι Μέρμηγκας, γιος επιχειρηματία ο οποίος είχε κλείσει με την κυβέρνηση Βενιζέλου τις συμβάσεις των εθνικών οδών, αλλά μόλις εισέπραξε κάποια εκατομμύρια το έσκασε στο εξωτερικό και μάλιστα αεροπορικώς –«μοντέρνος σε όλα του», όπως γράφανε τότε οι εφημερίδες!–, νοίκιασε έναν ολόκληρο όροφο όπου φιλοξενούνταν όργια κάθε είδους, ακόμα και ομοφυλοφιλικά. Είχε μάλιστα φτιάξει τρία θεματικά δωμάτια, όπως θα λέγαμε σήμερα, ένα κόκκινο, ένα κίτρινο κι ένα μαύρο, με την ανάλογη διακόσμηση. Είχε, επιπλέον, φέρει από το Παρίσι κινηματογραφικό προβολέα με τον οποίο πρόβαλλε ταινίες πορνό στο μπαλκόνι, ενώ προσκαλούσε και χορεύτριες, γυναίκες, άντρες και «Νικολέτες». Χαμός γινόταν και μάλιστα σε κοινή θέα, χωρίς δηλαδή κουρτίνες ή άλλη κάλυψη, προκαλώντας συχνά τις διαμαρτυρίες των γειτόνων. Στο σπίτι αυτό, διαβάζουμε, σύχναζαν και επώνυμοι, ανάμεσά τους υπουργοί, πρέσβεις αλλά κι ο ίδιος ο διευθυντής της αστυνομίας.
Ε.Γ.: Το Vancouver Apartments ήταν ο πιο διάσημος τέτοιος χώρος, αλλά δεν ήταν ο μόνος στην Αθήνα του ’30. Ακόμη και αστές μεγαλοκυρίες είχαν μετατρέψει τα σαλόνια τους σε χώρους οργίων και χαρτοπαιξίας, όπου πολλές φορές γινόταν και χρήση ουσιών. Αυτά όλα τα σκηνικά, που γίνονταν βέβαια με άλλους όρους για τις ανώτερες τάξεις και άλλους για τις φτωχότερες, προσέφεραν μπόλικο υλικό στις «λαϊκές» εφημερίδες της εποχής, οι οποίες πέρα από τις σχετικές ειδήσεις φιλοξενούσαν και αναγνώσματα σε συνέχειες που αποκάλυπταν τα σκάνδαλα από τις γκαρσονιέρες και τις «κοριτσιέρες», εξιτάροντας την αναγνωστική περιέργεια. Από τη μια ο ηθικός πανικός, από την άλλη το «γαργάλημα» των αισθήσεων, μια τακτική που και σήμερα ακολουθούν κάποια μέσα!
— Η Εκκλησία, αλήθεια, δεν παρεμβαίνει δημόσια, κατακεραυνώνοντας τους αμαρτωλούς;
Τ.Θ.: Όχι, το εντυπωσιακό είναι ότι σε όλο αυτό το κλίμα η Εκκλησία δεν φαίνεται πουθενά! Πιθανόν να γίνονταν σε κάποιους ναούς κηρύγματα κατά του εξωσυζυγικού σεξ, της ηθικής κατάπτωσης κ.λπ., όμως το φαινόμενο να βγαίνουν μητροπολίτες στις εφημερίδες ή ο αρχιεπίσκοπος και να λένε τα δικά τους, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα, δεν υπήρχε τότε, δεν βρίσκουμε τέτοια δημοσιεύματα. Οι ιερωμένοι απασχολούν τον Τύπο μόνο αν βρεθούν μπλεγμένοι σε κάποιο σκάνδαλο.
— Ισχύει ότι η δημοσιογραφική γραφή, ακόμα κι όταν αναφερόταν σε σκάνδαλα, ήταν περισσότερο λογοτεχνική από τη σημερινή;
Ε.Γ.: Βέβαια, κι αυτό επειδή πολλοί λογοτέχνες, μεταφραστές και επιφυλλιδογράφοι δημοσιογραφούσαν ταυτόχρονα. Η γλώσσα είναι μεν καθαρεύουσα, αλλά στην ηπιότερη εκδοχή της, διαβάζεται δηλαδή πολύ εύκολα.
Τ.Θ.: Ναι, παρότι η λογοτεχνική δημοσιογραφία, που ως όρος αποδίδεται στον Τομ Γουλφ, θεωρείται ότι άνθησε τη δεκαετία του ’60, υπάρχουν αρκετά παλιότερα δείγματα. Την έντονη χρήση του στοιχείου της περιγραφής και την απομάκρυνση από την απλή παράθεση των γεγονότων, την ευρεία χρήση του διαλόγου, την έντονη παρουσία του δημοσιογράφου στην αφήγηση, την προσωπική του εμπλοκή στα γεγονότα και το λογοτεχνικό ύφος τα συναντάμε στην ελληνική δημοσιογραφία ήδη από τη δεκαετία του ’20. Τα στοιχεία αυτά προσπαθούμε να αναδείξουμε στις ιστορίες που παραθέτουμε μέσα στον χάρτη.
Ε.Γ.: Έχουμε έπειτα –ειδικά στο γύρισμα από την πρώτη στη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία– μια σειρά μυθιστορημάτων που βγαίνουν σε συνέχειες στις εφημερίδες κι έπειτα εκδίδονται σε βιβλία, τα οποία αντανακλούν αυτή την ελευθεριάζουσα ατμόσφαιρα της Αθήνας της εποχής. Ανάλογες αναφορές υπάρχουν και σε πεζογραφήματα όπως «Ο κατήφορος» του Γρηγόριου Ξενόπουλου αλλά και άλλων, ξεχασμένων σήμερα συγγραφέων αθηναϊκών μυθιστορημάτων που τότε ήταν διάσημοι, όπως π.χ. ο Διονύσιος Κόκκινος και ο Ντόλης Νίκβας (Απόστολος Βασιλειάδης). Ελληνικές ταινίες με αντίστοιχο περιεχόμενο δεν έχουμε βρει, δεν σώζονται άλλωστε και πολλές από εκείνα τα χρόνια, κάποιες όμως αναφέρονται στο φαινόμενο της σωματεμπορίας, που είχε πάρει κι αυτό διαστάσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως το ότι οι ίδιες οι κινηματογραφικές αίθουσες λειτουργούσαν και ως καταφύγια για «παράνομους» έρωτες, τόσο αυτές που πρόβαλλαν εμπορικές ταινίες όσο κι εκείνες που έπαιζαν πορνό – υπήρχαν ήδη από τότε πορνοσινεμά.
Τ.Θ.: Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ένα περιστατικό όπου μπαίνει ένας απατημένος σύζυγος στο σινεμά κρατώντας ένα ρόπαλο, σε αναζήτηση της γυναίκας του και του εραστή της. Μόλις το αντιλαμβάνεται ο διευθυντής της αίθουσας και προκειμένου να τους γλιτώσει, ανακοινώνει ότι «είναι εδώ ο άντρας μιας κυρίας η οποία καλύτερα να βγει από την πίσω πόρτα», οπότε ξαφνικά όλοι οι θεατές σηκώνονται και τρέχουν προς τα εκεί!
— Θα κυκλοφορήσουν κι άλλοι αφηγηματικοί χάρτες όπως αυτός για το σεξ στον Μεσοπόλεμο;
Τ.Θ.: Ναι, αυτός είναι ο πρώτος μιας σειράς αντίστοιχων χαρτών. Ο επόμενος θα έχει θέμα τη ζωή και τη δράση του λήσταρχου Τζάτζα, έπειτα σκοπεύουμε να «χαρτογραφήσουμε» τους «ψιμυθιωμένους νέους», δηλαδή την τρανς κοινότητα του ελληνικού Μεσοπολέμου και τα στέκια της, που ήταν κυρίως στα Εξάρχεια κ.ά. Σκοπεύουμε μάλιστα να συνδυάσουμε τις εκδόσεις αυτές με κάποιες ξεναγήσεις εάν υπάρξει ενδιαφέρον.
Ε.Γ.: Τόσο η έρευνα όσο και ο όγκος του υλικού που έχουμε συγκεντρώσει θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε μια αυτοτελή έκδοση. Συνειδητά επιλέξαμε τον αφηγηματικό χάρτη ακριβώς γιατί είναι κάτι πολύ πιο δυναμικό και διαδραστικό, το οποίο μάλιστα προσφέρει τη δυνατότητα διαρκούς εμπλουτισμού με νέο υλικό. Σε αντίθεση δε με το βιβλίο, που για να ανανεωθεί χρειάζεται επανέκδοση, ο αφηγηματικός χάρτης με QR μπορεί να διανθίζεται διαρκώς τόσο μέσα από τα ευρήματα της δικής μας περαιτέρω έρευνας όσο και από στοιχεία που μπορεί να μας στέλνει όποιος/-α διατίθεται να συνδράμει. Επιπλέον, μέσα από τους αφηγηματικούς χάρτες αξιοποιούμε ένα εργαλείο που παραδοσιακά χρησίμευε για την περιήγηση στον χώρο και στον τόπο ως ένα μέσο για να περιπλανηθούμε και στον χρόνο, κάνοντας δηλαδή ένα ταξίδι στο παρελθόν. Συγχρόνως προτείνουμε στο αναγνωστικό κοινό έναν νέο τρόπο να προσεγγίσει την πόλη και την ιστορία της αλλά κι ένα νέο μοντέλο αφήγησης και ανάγνωσης. Ακριβώς όπως το κοινό του Μεσοπολέμου είχε εμπεδώσει μέσω των επιφυλλίδων του ημερήσιου Τύπου τον κατακερματισμό των κειμένων και την αποσπασματική τους ανάγνωση σε επεισόδια δημοσιευμένα σε διαδοχικές συνέχειες, η εποχή μας έχει αναπτύξει τα δικά της αναγνωστικά ήθη: αναρτήσεις σε social media, διάσπαση προσοχής, εθισμός στην κυλιόμενη οθόνη του κινητού. Κρίναμε επομένως σκόπιμο να προσαρμόσουμε το υλικό μας σε έναν τρόπο ανάγνωσης που είναι περισσότερο οικείος στον 21ο αιώνα.
Να πούμε, τέλος, ότι το όνομα των εκδόσεων Νέοι Καιροί όπως και το λογότυπο προέρχονται από το ομώνυμο έντυπο των Νίκου Μαράκη και Δημήτρη Πιτσάκη που κυκλοφορούσε στον Πειραιά της δεκαετίας του 1930, συγκεντρώνοντας γύρω του νέους ανθρώπους οι οποίοι αποτελούσαν τον πνευματικό κύκλο του επινείου των Αθηνών. Η συνείδηση των μεσοπολεμικών υποκειμένων ότι ζούσαν σε «Νέους Καιρούς» (ή «Μοντέρνους Καιρούς», κατά τη γνωστή ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν) είναι κάτι που βρίσκουμε ιδιαίτερα γοητευτικό, καθώς, όπως είπαμε, ο Μεσοπόλεμος είναι μια εποχή που κοιτάζει μπροστά. Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο προσεγγίζουμε τον ελληνικό Μεσοπόλεμο δεν θέλουμε να θυμίζει την προθήκη ενός μουσείου, αλλά να επιχειρεί να αναβιώσει όσο πιο έγχρωμα και παιχνιδιάρικα γίνεται αυτούς τους παλιούς αλλά απολύτως «Νέους Καιρούς».
Η Εύα Γανίδου είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Η διατριβή της αφορά την παρουσία του μυθιστορήματος και της αφηγηματικής πεζογραφίας στον ημερήσιο Τύπο του Μεσοπολέμου. Ο εκδότης και συντάκτης Τάσος Θεοφίλου ασχολείται με την ίδια περίοδο τόσο ερευνητικά όσο και στο πλαίσιο του δικού του μεταπτυχιακού πάνω στη δημιουργική γραφή, το οποίο εστιάζει στη λογοτεχνική δημοσιογραφική αφήγηση γύρω από το αστυνομικό και το δικαστικό ρεπορτάζ.