Σκηνοθέτησε μία από τις εμπορικότερες ταινίες που είδαν ποτέ οι ελληνικές αίθουσες για τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, αλλά πριν από την «Ευτυχία» ο Άγγελος Φραντζής υπηρετούσε ένα είδος πειραματικού, art-house κινηματογράφου που έβλεπαν λιγότερα μάτια. Ο ίδιος μοιάζει να πηδά από το ένα είδος και τη μία κινηματογραφική φόρμα στην άλλη με μια εφηβική ευκολία∙ πετά το σύστημα που έχει μόλις δημιουργήσει στην άκρη, για να επιστρέψει με κάτι νέο.
Από το απόλυτο τρολ, της νεανικής του ταινίας «Polaroid» έως το υπερκινητικό, όπως το χαρακτηρίζει ο κριτικός κινηματογράφου Γιάννης Βασιλείου, θαύμα του «Ονείρου του σκύλου» και το κάπως πιο δύσκολο, αλλά αισθητικά άρτιο «Ακίνητο Ποτάμι», ο Άγγελος παραμένει σε αυτή την πιο ανοιχτή φάση, σε επίπεδο απεύθυνσης έστω, που εγκαινίασε με την προηγούμενη ταινία του και επιστρέφει στις αίθουσες με τον «Νόμο του Μέρφυ». Μια σουρεαλιστική υπαρξιακή κωμωδία με ηρωίδα μια αποτυχημένη ηθοποιό, τη Μαρία Αλίκη, την οποία υποδύεται η σταθερή κινηματογραφική συνοδοιπόρος του Κάτια Γκουλιώνη. Μαζί μάς φέρνουν μια τελικά τρυφερή ιστορία για την αναζήτηση του εαυτού μας, η οποία μας λέει πως αν αλήθεια θέλουμε να ζήσουμε, καλύτερα να αρχίσουμε τώρα αμέσως, αλλιώς καλύτερα να αρχίσουμε να πεθαίνουμε.
Τον συναντώ στο σπίτι του στην Κυψέλη λίγο πριν αναχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη και την avant première της ταινίας στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Πιστεύω πάρα πολύ στην πίστη. Είναι κάτι το οποίο με συγκινεί βαθύτατα. Γι’ αυτό νομίζω ότι μου αρέσει τρομερά ο Κάπρα, γιατί έχει πίστη στο θεϊκό κομμάτι του ανθρώπου, στο θεϊκό κομμάτι μέσα μας, δηλαδή σε αυτό που νομίζω ότι μας συνδέει, ανεξάρτητα από το εγώ και την προσωπικότητά μας.
— Την πρώτη φορά που σε είχα γνωρίσει, Άγγελε, ήταν έξω από τα Benetton στη Σόλωνος και σε είχα βρει πάρα πολύ αστείο και διασκεδαστικό. Οπότε από τότε είχα πάντα ένα άγχος πως θα πρέπει να είμαι κι εγώ έτσι κάθε φορά που συναντιόμασταν.
Μα τι φρίκη είναι αυτό που περιγράφεις; Δεν υπάρχει χειρότερο από το να προκαλείς σε κάποιον την αίσθηση πως πρέπει να είναι κάπως αλλιώς. Λοιπόν, δεν πρέπει να είμαστε καθόλου fun! Πρέπει να είμαστε πάρα πολύ θλιβεροί. Πάρα πολύ μελαγχολικοί, πάρα πολύ σοβαροί.
— Το είχα, βέβαια, στο μυαλό μου ως κάτι καλό αυτό.
Ναι, αλλά τίποτα δεν είναι καλό όταν πρέπει να είσαι κάπως αλλιώς από αυτό που νιώθεις.
— Μπορεί όμως και να σε ξεκουνήσει κάτι τέτοιο. Να πεις, «α, θα γίνω κι εγώ έτσι».
Έτυχε τότε να έχουμε κέφια. Δεν είναι ότι κι εγώ είμαι πάντα έτσι.
— Μου είχες υποσχεθεί την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε πως θα έκανες αυτήν τη φορά μια χαρούμενη ταινία που θα μοιάζει με αυτό που βλέπει όποιος σε γνωρίζει.
Δεν ξέρω αν τήρησα την υπόσχεσή μου, αλλά σίγουρα γελάς σε αυτή την ταινία. Έχει σίγουρα πολύ χιούμορ, αλλά έχει και μια μελαγχολία.
— Ήθελες συνειδητά να προσπαθήσεις να βγάλεις κάτι περισσότερο χαρούμενο;
Ναι. Ήμουν σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου, μόλις είχα χωρίσει με την Κάτια (σ.σ. Γκουλιώνη), υπήρχαν πάρα πολλοί θάνατοι γύρω μου, και όλα αυτά με οδήγησαν στο να θέλω να κάνω κάτι όπου θα έβλεπα τα πράγματα αλλιώς, κάτι που θα είχε πολύ χιούμορ. Ο Παναγιωτόπουλος έλεγε πως μπορείς να δεις τη ζωή από την πλευρά της κωμωδίας και από την πλευρά του δράματος και πως όσο ωριμάζει κανείς αρχίζει να βλέπει τη ζωή περισσότερο από την πλευρά της κωμωδίας.
— Πριν φτάσουμε στην ταινία, ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Να μιλήσουμε για τους γονείς σου;
Κοίταξε, οι γονείς μου είχαν και οι δύο το εξής παράδοξο: ο μπαμπάς μου τελείωσε την Καλών Τεχνών, αλλά δεν πήρε το πτυχίο του στην εποχή του και 65 χρονών, αφού πια είχε δουλέψει, αποφάσισε να επιστρέψει στη σχολή και να την τελειώσει. Και μέχρι τον θάνατο του στα 74 παρέμεινε εκεί, ως φοιτητής, ως εκπρόσωπος των φοιτητών, περήφανος που είχε πάσο και μπορούσε να μπαίνει στα λεωφορεία με φοιτητικό πάσο. Αντίστοιχα η μαμά μου ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά δεν την άφησαν οι γονείς της, έτσι κι εκείνη σε μεγάλη ηλικία, όταν εμείς είχαμε πια μεγαλώσει, είπε «θα πάω να κάνω αυτό που ήθελα πάντα»∙ κι έγινε ηθοποιός μεγάλη. Επειδή, λοιπόν, και οι δυο τους έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα αργά, ήταν από πολύ νωρίς ευαισθητοποιημένοι απέναντί μας, ήθελαν να δουν τι πράγματα θέλαμε να κάνουμε εγώ και ο αδελφός μου και να μας ωθήσουν προς αυτά.
— Πότε πήγες στις Βρυξέλλες;
Το 1988, ακριβώς μετά το σχολείο, για να σπουδάσω κινηματογράφο.
— Και πώς βρήκες τα πράγματα εκεί;
Χάλια. Ήμουν 18 χρονών κι έφυγα από μια Αθήνα που έβραζε. Εδώ είχε μόλις αρχίσει να γίνεται αυτό το μπαμ του clubbing, ενός πράγματος πολύ ζωντανού, και πήγα εκεί, που ήταν σαν μια μικροαστική πόλη στην οποία 11 το βράδυ είχαν τελειώσει τα πάντα. Όπου ξυπνάς το πρωί και ο ουρανός είναι έτοιμος να σε πλακώσει σαν να είναι ήδη 6 το απόγευμα.
— Γι’ αυτό αποφάσισες να γυρίσεις έπειτα;
Τελειώνοντας τις σπουδές, είχα κάνει ήδη κάποιες μικρού μήκους εκεί και είχα πάρει και έγκριση να κάνω μια επόμενη, αλλά δεν άντεχα. Τόσο πολύ δεν άντεχα, είχα τέτοια νοσταλγία, που την παράτησα. Γύρισα το καλοκαίρι στην Ελλάδα, πήρα μαζί μου έναν καθηγητή μου και κάποιους άλλους και γυρίσαμε μια μικρού μήκους εδώ που λέγεται «19». Στα ’90s είχαμε μια αίσθηση ότι κάτι γινόταν στην Αθήνα ‒ όλο αυτό που έγινε με τους Στέρεο Νόβα, τα πάρτι, τη Βαβέλ. Οπότε ένιωθα ότι έχανα ένα κομμάτι, γι’ αυτό αποφάσισα να μη γυρίσω στις Βρυξέλλες ‒ με ενδιέφερε κιόλας πολύ περισσότερο να φιλμάρω πράγματα στην Αθήνα και την Ελλάδα.
— Είχε να κάνει με το τοπίο αυτό;
Με τη ζωή. Μου φαινόντουσαν όλα πολύ πιο κινηματογραφικά και ενδιαφέροντα. Δεν μου προκαλούσε τίποτα το να πάω να φιλμάρω το Παρίσι ή τις Βρυξέλλες.
— Η Αθήνα εκείνης της περιόδου μού φαίνεται σήμερα σχεδόν μυθική. Μοιάζει να γίνονταν περισσότερα καινούργια και νέα πράγματα απ’ ό,τι τώρα. Αλλά μήπως τα φτιάχνουμε όλα πιο μυθικά εμείς στο μυαλό μας;
Δεν ξέρω να σ’ το απαντήσω αυτό γιατί δεν είμαι 23 τώρα, όπως τότε. Κι εμείς όλο αυτό το βλέπουμε με νοσταλγία. Νομίζω πάντα ισχύει αυτό. Αλλά και τι θα πει «το νέο»; Εγώ αυτό δεν το καταλαβαίνω. Τα πράγματα πάντα με έναν τρόπο ίδια είναι. Υπάρχουν περίοδοι που είναι πολύ πιο δραστικές και ζωογόνες, που συμβαίνουν πράγματα, κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Αλλά ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος.
— Η πόλη;
Η ίδια η πόλη μού φαίνεται ότι τότε ήταν πιο ενδιαφέρουσα από αυτό που είναι τώρα, πιο άναρχη, πιο παράξενη, είχε μεγαλύτερες αντιφάσεις. Και τώρα υπάρχουν υπέροχα πράγματα, αλλά όλα έχουν ίσως κανονικοποιηθεί, τότε όλα τα νέα πράγματα ήταν σαν αγριόχορτα, φύτρωναν όπως ήθελαν.
— Άγγελε, σε αγχώνει καθόλου η τόσο διαφορετική προσέγγιση που έχεις από ταινία σε ταινία; Το «Ακίνητο ποτάμι» και η «Ευτυχία» είναι σαν δύο διαφορετικοί κόσμοι.
Όχι, μου αρέσει αυτό πάρα πολύ, ίσως επειδή βαριέμαι εύκολα. Κάνεις κάθε φορά μια ταινία γιατί θες να φτιάξεις έναν κόσμο άλλο κι αυτός ο κόσμος έχει πάντοτε τους δικούς του κανόνες, δεν μπορεί να έχει τους ίδιους.
— Όμως εγώ ελπίζω πως στη γραφή, από ένα σημείο κι έπειτα, θα έχω βρει μια σταθερή προσέγγιση, που θα είναι, όπως λένε, «δική μου». Ενώ στη δική σου δουλειά, από τη μια σου ταινία στην άλλη η απόσταση είναι πολύ μεγάλη, είναι σαν να αφήνεις το ένα σύστημα πίσω για να προχωρήσεις στο επόμενο.
Αυτή η ταινία τώρα γι’ αυτό ακριβώς το πράγμα μιλά. Η ηρωίδα δοκιμάζεται με πολλές διαφορετικές ταυτότητες∙ θεωρώ πως όλοι μας έχουμε μέσα μας πολλές ταυτότητες, πότε βγαίνει η μία και πότε η άλλη στην επιφάνεια. Σίγουρα έχει να κάνει και με τη δική μου ιδιοσυγκρασία αυτό, μου αρέσει να εξερευνώ διαφορετικά πράγματα κάθε φορά και να μαθαίνω. Μπορεί αυτό να σημαίνει κιόλας ότι δεν εμβαθύνω με αυτόν τον τρόπο. Υπάρχουν δημιουργοί που έχουν μια υπογραφή πάρα πολύ δυνατή και πολύ ορατή, οι οποίοι χτίζουν ένα κόσμο τον οποίο εξερευνούν και επιστρέφουν σε αυτόν ξανά και ξανά. Αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία τους. Εμένα μου αρέσουν και μου πάνε περισσότερο οι σκηνοθέτες που δοκιμάζουν κάθε φορά διαφορετικά πράγματα. Κι όσο διαφορετικές κι αν είναι οι ταινίες, πάντα θα καταλάβεις το βλέμμα και την ιδιοσυγκρασία κάποιου.
— Μήπως και επειδή τα θέματα είναι τα ίδια;
Ναι, αυτό έλεγε ο Γκαίτε, πως τα θέματα είναι τριάντα και όλοι γυρνάνε γύρω από τα ίδια. Ο Παναγιωτόπουλος έλεγε πως πας στο σινεμά γιατί θες να δεις πώς βλέπει κάποιος. Αυτό μας ενδιαφέρει, το βλέμμα εκείνου που βλέπει, τίποτε άλλο. Ζούμε σε μια εποχή όπου όντως κυριαρχούν το θέμα και το μήνυμα, ενώ η τέχνη κάνει κάτι που μόνο εκείνη μπορεί, κι αυτό είναι κάτι που βρίσκεται στα όρια του άλεκτου, στην περιοχή του μεταφυσικού.
— Πιστεύεις;
Ναι, πιστεύω. Δεν πιστεύω σε μια θρησκεία αλλά σε αυτή την περιοχή όπου όλες οι θρησκείες συνυπάρχουν.
— Θα ανάψεις όμως κεράκι;
Σε μια εκκλησία; Εννοείται. Πιστεύω πάρα πολύ στην πίστη. Είναι κάτι το οποίο με συγκινεί βαθύτατα. Γι’ αυτό νομίζω ότι μου αρέσει τρομερά ο Κάπρα, γιατί έχει πίστη στο θεϊκό κομμάτι του ανθρώπου, στο θεϊκό κομμάτι μέσα μας, δηλαδή σε αυτό που νομίζω ότι μας συνδέει, ανεξάρτητα από το εγώ και την προσωπικότητά μας.
— Μήπως αυτό το στοιχείο μάς λείπει και στη βόλτα μας στην πόλη;
Ναι. Γιατί θυμάσαι ότι είσαι ακριβώς το ίδιο με τον άλλο, θυμάσαι την κοινή μας υπόσταση.
— Άγγελε, θυμάσαι τον πρώτο σου έρωτα;
Όλοι οι πρώτοι μου έρωτες, στην εφηβεία ειδικά, και στην αρχή της νεανικής μου ηλικίας ήταν καταστροφικοί. Πέρασα μια μεγάλη περίοδο στη ζωή μου, μέχρι να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία, που μονίμως έμπαινα σε φαντασιακές σχέσεις και ερωτευόμουν ανθρώπους που δεν θα μπορούσα να έχω. Οι πρώτοι μου έρωτες ήταν μονόπλευροι, γι’ αυτό και πάρα πολύ δυνατοί.
— Ναι, αλλά η ανταποδοτικότητα δεν είναι το μεγάλο ζητούμενο του έρωτα για τους ανθρώπους;
Εντελώς. Κοίτα, η Κάτια ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας που ήταν έρωτας και από τις δύο πλευρές. Έχω υπάρξει ερωτευμένος κι άλλες φορές, αλλά πιο μικρά διαστήματα ή με άλλη ένταση. Με την Κάτια ήμασταν δεκαπέντε χρόνια μαζί.
— Πώς μπορείς να βιώσεις έναν χωρισμό, ενώ συνεχίζεις να δουλεύεις με τον άλλο; Γιατί δεν απέφυγες να συνεργαστείτε ξανά;
Γιατί θαυμάζω τρομερά την Κάτια ως ηθοποιό και γιατί έχουμε μια σχέση η οποία μας επιτρέπει, με όλους μας τους τσακωμούς και τις συγκρούσεις ‒δεν θέλω να το εξιδανικεύω‒ να είμαστε φίλοι, πολύ καλοί φίλοι. Η Κάτια για μένα είναι οικογένεια και δεν θα πάψει ποτέ να είναι.
— Στη νέα σου ταινία η πρωταγωνίστρια κάνει ουσιαστικά ένα ολόκληρο ταξίδι για να καταφέρει να συνδεθεί με τα συναισθήματα της, γιατί δεν μπορεί να κλάψει. Εσύ κλαις;
Πολύ. Είμαι πολύ ευσυγκίνητος και με κοροϊδεύουν γι’ αυτό.
— Και στους ανθρώπους σαν τη Μαρία-Αλίκη, οι οποίοι δεν μπορούν να κλάψουν, γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Γιατί κάτι έχει παγώσει μέσα τους. Κάτι έχει κλειδώσει κι έχουν φτιάξει μια δική τους θωράκιση. Η Μαρία-Αλίκη δεν είναι σε επαφή με αυτό που της συμβαίνει, αυτό είναι και όλο της το δράμα.
— Στην ταινία μένεις πολύ γύρω από το τραύμα και την ψυχανάλυση. Μου είπες προηγουμένως πως «όλη η ουσία είναι να πας στην πηγή των τραυμάτων». Γιατί;
Γιατί μόνο αν πας στην πηγή και τα κατανοήσεις, και τα ακούσεις, μπορείς να απελευθερωθείς. Γιατί πάντα αυτό που κάνουμε στην ενήλικη ζωή μας είναι να αναπαράγουμε αντανακλάσεις του παρελθόντος, έτσι λέω εγώ έστω.
— Δεν νιώθεις παγιδευμένος μέσα σε αυτό το σχήμα;
Ναι, είσαι παγιδευμένος, αλλά δεν πειράζει, ωραία είναι. Το ζήτημα είναι πως αυτό μετά κάπως το διαχειρίζεσαι.
— Στην πραγματικότητα, και ενώ η ηρωίδα σου κοροϊδεύει την ψυχαναλύτριά της, η πορεία της στην ταινία είναι πολύ ψυχαναλυτική.
Ναι, με κάποιον τρόπο είναι. Γιατί όλα τα κοροϊδεύει, όλα τα ειρωνεύεται και με τίποτα ή κανέναν δεν μπορεί να δεθεί πραγματικά. Όλο κάτι της φταίει, όλα συμβαίνουν μόνο σ’ εκείνη, αλλά τελικά οδηγείται σε κάτι που είναι πολύ ψυχαναλυτικό και καταφέρνει να κάνει μια υπέρβαση, φεύγοντας από το «εγώ» της, κοιτάει έξω από εκείνη. Όλα αυτά ακούγονται τώρα τρομερά βαρύγδουπα, αλλά δεν είναι.
— Στην ταινία δεν είναι καθόλου. Όπως τα περιγράφεις μοιάζουν κάπως περισσότερο.
Ε, μην τα γράψεις έτσι λοιπόν! Όλα αυτά υπάρχουν στην ταινία, αλλά δεν υπάρχει καμία ανάγκη να τα αποκωδικοποιήσει κάποιος. Η κωμωδία ακροβατεί πάντα και φλερτάρει με άλλα πράγματα που είναι πιο μελαγχολικά, κι έτσι εμφανίζονται όλα αυτά τα υπαρξιακά με τον πιο ασόβαρο και ελαφρύ τρόπο.
— Γι’ αυτό εντάσσεις και τις αναφορές στο μιούζικαλ;
Το μιούζικαλ είναι πρώτα μια αγάπη της ίδια της ηρωίδας αλλά και μια αγάπη δική μου. Το λατρεύω.
— Γιατί, Άγγελε;
Γιατί η ευτυχία χορεύεται.
Η ταινία του Άγγελου Φραντζή «Ο Νόμος του Μέρφυ» θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 21/11 από την Tanweer.