Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς είδα για πρώτη φορά το Casus Belli, μάλλον σε κάποια κινηματογραφική προβολή πριν από ταινία μεγάλου μήκους, θυμάμαι όμως να εντυπωσιάζομαι τρομερά με την ιδέα και την εκτέλεση και κυρίως με το «πακετάρισμα» της δεκάλεπτης διάρκειας. Τον ίδιο τον Γιώργο Ζώη τον γνώρισα ακριβώς πριν από τρία χρόνια, στον πρώτο κύκλο της σειράς podcasts «Η ταινία της ζωής μου».
Είχε επιλέξει να μιλήσουμε για το Close-Up του Κιαροστάμι. Δύσκολη πίστα. Εξίσου δύσκολη πίστα ήταν και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το Interruption του 2015, που είχε συμμετάσχει στους «Ορίζοντες» εκείνης της Μπιενάλε, μια μάλλον δοκιμιακή, παράξενη ταινία, με την οποία επέλεξε να συστηθεί στο ευρύ κοινό ο Έλληνας δημιουργός.
Τότε, εκείνη τη μέρα που ηχογραφήσαμε το podcast, θυμάμαι να μου μιλάει off the record, ενθουσιασμένος, για το νέο του πρότζεκτ, για το οποίο είχε μόλις συμφωνήσει με την Αγγελική Παπούλια. Τέσσερις εβδομάδες μετά, η Αγγελική, στο δικό της podcast για το A woman under the influence του Κασαβέτη, θα μου επιβεβαίωνε τον δικό της ενθουσιασμό – ξανά off the record.
«Το gentrification που βλέπουμε στην Αθήνα και μας απομακρύνει από το κέντρο της πόλης ξαφνικά έχει καταλάβει και τα μεγάλα φεστιβάλ, απομακρύνοντας πολλούς δημιουργούς και κρατώντας κάποιους άλλους ενδεχομένως ως άλλοθι. Σιγά-σιγά, θέλω να δω πώς μπορούμε να βρούμε νέους τρόπους προβολής των ταινιών».
Fast forward, τρία χρόνια μετά. Συναντώ τον Γιώργο έξω από το Α’ Νεκροταφείο. Έχουμε βρεθεί κοντά στο σπίτι του στο Μετς και, πέρα από μερικά πολύ γρήγορα συγχαρητήρια έξω από την Akademie der Künste στο Βερολίνο, δεν έχω προλάβει να του πω πόσο πραγματικά μου άρεσε η δεύτερη ταινία του. Το Αρκάντια μπορεί να μη βραβεύτηκε τελικά στο διαγωνιστικό τμήμα Encounters της φετινής Μπερλινάλε, όπου συμμετείχε, οι κριτικές όμως σύσσωμου του ξένου και εγχώριου Τύπου είναι από θετικές έως ενθουσιώδεις.
Δίπλα μου καθόταν ένας Γερμανός δημοσιογράφος που κράταγε σημειώσεις ακατάπαυστα, καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής. Την αποκάλεσαν, μεταξύ άλλων, «εξαιρετικά πρωτότυπη», «μια μελαγχολική ωδή στην αγάπη», «στοιχειωτική και πολυεπίπεδη» – και είναι όντως όλα αυτά. Η μακρά φεστιβαλική πορεία αυτής της –εξίσου παράξενης με την πρώτη του, αλλά σίγουρα πιο προσβάσιμης– ταινίας του έχει μόλις ξεκινήσει.
«Χαρούμενος νιώθω, και ανακουφισμένος, και περήφανος. Είχε πολύ ζεστή ανταπόκριση, όλοι τόνισαν τον original κόσμο που προτείνει, και ως ύφος και ως περιεχόμενο, αλλά κυρίως τη ζεστασιά και το συναίσθημα που βγάζει. Ανακούφιση νιώθω γιατί όταν προβάλλεις μια ταινία, έχεις το αίσθημα του release, ότι φεύγει πια από πάνω σου, έχει μια κάθαρση αυτή η διαδικασία. Από τα πιο σημαντικά σχόλια ήταν αυτό που μου είπαν κάποιοι, πως η ταινία λειτούργησε θεραπευτικά, ότι τους βοήθησε να προχωρήσουν».
Ανακαλώ ένα σχόλιο που μου έκανε πρόσφατα, στον νέο κύκλο του podcast μου, η Σοφία Εξάρχου, ότι το πιο δύσκολο για εκείνη στην οκταετία που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερη ταινίας της ήταν να παραμείνει committed στο ίδιο πρότζεκτ. Συνειδητοποιώντας ότι το ίδιο περίπου διάστημα μεσολάβησε και στην περίπτωση του Γιώργου, τον ρωτώ αν νιώθει το ίδιο.
«Εγώ στο ενδιάμεσο έκανα και δύο μικρού μήκους, που τις θεωρώ επίσης σινεμά, οπότε δεν νιώθω ακριβώς έτσι. Τις ταινίες τις βλέπω ως ένα συναισθηματικό ημερολόγιο. Όταν σκέφτομαι μια ταινία μου, αμέσως μου έρχεται στο μυαλό η συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τότε και ο τρόπος που αντιμετωπίζω τον κόσμο πολιτικά. Από δω και πέρα, πάντως, θέλω να αναπτύσσω δύο ιδέες παράλληλα και όποια με στοιχειώσει περισσότερο να φύγω μαζί της».
Ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του Αρκάντια είναι το σενάριο που συνυπέγραψε ο Γιώργος με την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη: σενάριο με πλοκή συναρπαστική, γεμάτη ανατροπές, που δίνει μερικές πραγματικά αξέχαστες σεκάνς και σε καλεί, από την πρώτη στιγμή μέχρι το λυτρωτικό φινάλε, να αποκρυπτογραφήσεις όλα του τα μυστικά.
Με δεδομένο πως οι περισσότερες ελληνικές ταινίες που διαθέτουν αφηγηματικά σενάρια πάσχουν ακριβώς σε αυτό το κομμάτι, στο να δημιουργούν ενδιαφέροντες κόσμους και ιστορίες, πώς ο Γιώργος αποφάσισε να μετακινηθεί σε κάτι τόσο σεναριοκεντρικό; «Αφού το λες, έτσι θα είναι. Μου αρέσει να ρισκάρω σε καινούργια πεδία, σε καινούργιες αφηγήσεις, είναι σαν μια ερωτική διαδικασία το σινεμά για μένα, οπότε συνέχεια θέλω να ανανεώνω τον έρωτά μου. Ήθελα κάτι πιο αφηγηματικό, που να είναι high concept, να μου δίνει αυτόν τον εγκεφαλικό οργασμό, αλλά με καρδιά, με συναίσθημα. Επειδή προέρχεται και από πιο προσωπικά βιώματα, έβαλα κάπως το δάχτυλο εκεί που πονάει».
Το Αρκάντια είναι μια ταινία για τη μνήμη, τη συγχώρεση και τη συμφιλίωση, μια ταινία όπου ο ρεαλισμός και η φαντασία, το φυσικό και το μεταφυσικό στοιχείο μπλέκονται με αναπάντεχους τρόπους – και για πολλά ακόμα, που σε αυτό το κείμενο δεν θα αποκαλύψουμε. Ακριβώς επειδή το σενάριο θεωρώ πως διαθέτει στιγμές με αυτό που εγώ αποκαλώ «wow effect», δεν θα ήθελα να το στερήσω από τους αναγνώστες, όταν θα δουν την ταινία. Στέκομαι, ωστόσο, σε μια δήλωση του Γιώργου κατά τη διάρκεια του Q&A, μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο Βερολίνο, όπου ανέφερε πως αφορμή γι’ αυτό το σενάριο ήταν ένας χωρισμός.
«Νομίζω πως τελικά δεν ήταν ένα συγκεκριμένο γεγονός που πυροδότησε την ταινία. Όλοι έχουμε βιώσει απώλειες, ενός έρωτα, μιας σχέσης, αγαπημένων ανθρώπων, φίλων, συγγενών, ακόμα και ανθρώπων με τους οποίους μπορεί να έχουμε εμμονή ή μίσος. Απώλειες είναι και οι ψυχές των 57 ανθρώπων που δολοφονήθηκαν στα Τέμπη, μια συλλογική απώλεια, ένα έγκλημα για το οποίο οι περισσότεροι ζητάμε δικαίωση. Πώς να μη μισείς την εξουσία που καλύπτει τον άνθρωπο που είναι πολιτικά υπεύθυνος για τη δολοφονία 57 ανθρώπων και τον ρουσφετολογικό στρατό ψηφοφόρων που τον βάζει ξανά στη Βουλή; Η ταινία μου, πάντως, είναι η ιστορία ενός χωρισμού, μιας εκκρεμότητας που στοιχειώνει. Πάνω απ’ όλα, είναι μια ιστορία αγάπης».
Συζητώντας για τις αναφορές του Γιώργου, τις οποίες επίσης δεν θα αποκαλύψουμε, για να αποφύγουμε τα spoilers, μου λέει: «Το πολύ σημαντικό για μένα είναι οι αναφορές να μεταμορφωθούν σε κάτι δικό σου, που θα καταφέρει να βγει. Χαίρομαι που οι διεθνείς κριτικές έκαναν λόγο για ένα νέο genre, που ξεφεύγει από τις συμβάσεις. Για να γίνει αυτό πρέπει να βάλεις το προσωπικό σου στοιχείο. Προσπαθώ να κάνω ταινίες στις οποίες ο καθένας μας να μπορεί να δει διαφορετικά πράγματα που θα τον ακολουθούν τις επόμενες μέρες».
Σχολιάζοντας μια συγκεκριμένη αναφορά, φτάνουμε σε μία από τις πιο τολμηρές, σε επίπεδο κινηματογράφησης, σκηνές που μας έχει δείξει το ελληνικό σινεμά τελευταία. «Το φοβερό με τις σκηνές που έχουν γυμνό είναι πως, ενώ στην πρόβα χρειάζονται πολύ χρόνο για να σχεδιαστούν, με το που πας στο γύρισμα όλα κυλούν σαν νεράκι. Κάπως όλοι συντονίζονται και λένε “πάμε να το κάνουμε”. Είναι μια σκηνή σεξ, όπου το σεξ όμως είναι σαν πράξη αλληλεγγύης και τρυφερότητας – ας πούμε αυτό».
Πυρηνικό κομμάτι της ταινίας είναι και η μουσική: διαθέτει ένα κλασικό κομμάτι της ελληνικής δισκογραφίας που νοηματοδοτείται εντελώς διαφορετικά, αλλά και ένα πολυφωνικό σύνολο ηπειρώτικης μουσικής από Έλληνες της Αλβανίας που το ηχογράφησαν εδώ, και ντύνει μία από τις πιο αξέχαστες σεκάνς της.
Επαναφέροντας τη συζήτηση στο Βερολίνο, το πιο «δημοκρατικό» από τα τρία μεγάλα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ, ο Γιώργος επιβεβαιώνει αυτό που ένιωσα κι εγώ ως επισκέπτης φέτος, πως πριν ακόμα από την έναρξη της Μπερλινάλε η διοργάνωση είχε δώσει έναν συγκεκριμένο πολιτικό τόνο (σ.σ. έγινε μεγάλος λόγος φέτος για τον εκ των υστέρων αποκλεισμό, έπειτα από μαζικές αντιδράσεις, δύο ακροδεξιών βουλευτών του AfD που αρχικά είχαν προσκληθεί) τόσο με την ίδια την επιλογή των ταινιών όσο και με αυτές που τελικά βραβεύθηκαν.
«Το Βερολίνο πάντα είναι πιο πολιτικό σε σχέση με τη Βενετία που είναι πιο glamorous, πιο red carpet και λειτουργεί πλέον ως ο προάγγελος των Όσκαρ. Αυτό που νιώθω με τα μεγάλα φεστιβάλ πια –κυρίως με τις Κάννες και τη Βενετία, το Βερολίνο ακόμα κρατάει, δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον–, που πάντα ήταν το σπίτι που καλωσόριζε όλες τις πιο ανεξάρτητες, πιο ριζοσπαστικές, πιο περίεργες ταινίες, είναι πως έχουν γίνει Airbnb για μεγάλες πλατφόρμες ή παραγωγές που νοικιάζουν slots σε αυτά. Το gentrification που βλέπουμε στην Αθήνα και μας απομακρύνει από το κέντρο της πόλης ξαφνικά έχει καταλάβει και τα μεγάλα φεστιβάλ, απομακρύνοντας πολλούς δημιουργούς και κρατώντας κάποιους άλλους ενδεχομένως ως άλλοθι.
Σιγά-σιγά, θέλω να δω πώς μπορούμε να βρούμε νέους τρόπους προβολής των ταινιών. Αν σε επιλέξουν όμως πάντα είναι μια πολύ δυνατή αρχή σε ένα διεθνές κοινό. Δηλαδή το Αρκάντια είχε έξι προβολές στο Βερολίνο, το είδαν γύρω στα 3.500 άτομα. Αν μια ταινία πάει σε εκατό φεστιβάλ, από χίλια άτομα να τη δουν στο καθένα, μιλάμε για 100.000 άτομα, συν όσοι τη δουν στις πλατφόρμες μετά, καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό. Εγώ χαίρομαι πολύ που συνδέομαι με αυτό το παγκόσμιο κοινό, δεν με ενδιαφέρει μόνο μια ταινία να κάνει 100.000 εισιτήρια στην Ελλάδα.
Και στα φεστιβάλ, όταν πηγαίνεις, ξεφεύγεις λίγο από τον μικρόκοσμο της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το σινεμά είναι παγκόσμια γλώσσα. Και θεωρώ ότι προσεχώς θα βγουν από νέους κινηματογραφιστές πολύ ωραία και ξεχωριστά πράγματα. Υπάρχουν διακριτές φωνές και, έτσι κι αλλιώς, το ελληνικό σινεμά πλέον το έχουν στο μυαλό τους».
Μέχρι τη στιγμή που μιλάμε ο Γιώργος δεν μπορεί να αποκαλύψει τα επόμενα φεστιβάλ που θα επισκεφθεί το Αρκάντια, γιατί δεν έχουν ανακοινώσει ακόμα το πρόγραμμά τους, αλλά μου λέει ότι είναι πολλές οι προσκλήσεις, και απ’ όλο τον κόσμο.
«Υπάρχει όμως μια πρόσκληση που την απέρριψα και είναι από το Jerusalem Film Festival. Σε αυτήν τη συνθήκη, όπου το Ισραήλ διαπράττει καθαρά μια γενοκτονία που δεν έχει καμία σχέση με αυτοάμυνα, αρνούμαι να είμαι καλεσμένος και να απαντώ σε ερωτήσεις του κοινού, ενώ ο στρατός του δολοφονεί μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. Θεωρώ ότι αν η άρνηση είναι συλλογική, θα λειτουργήσει ως άλλος ένας μοχλός πίεσης για να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός. Αλλά ακόμα και αν η άρνηση έχει μηδενικό αντίκτυπο, η ατομική μου ηθική και η πολιτική μου συνείδηση επιτάσσουν να αρνηθώ να γίνω μέλος μια τέτοιας φριχτής κανονικότητας.
Αν έχεις δει το Zone of Interest, καταλαβαίνεις ότι αν δεχτείς μια τέτοια πρόσκληση, μοιάζεις με έναν μικρό Ρούντολφ Ες ή έναν καλεσμένο του που συνεχίζει απτόητος την καθημερινότητά του, ενώ στην άλλη μεριά του φράχτη γίνεται μια ατελείωτη σφαγή. Θα ήθελα να καλέσω και τους άλλους Έλληνες σκηνοθέτες και παραγωγούς να αρνηθούν να συμμετάσχουν, όσο διαρκεί ο πόλεμος».
What’s next? Του λέω πως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να πει το «ναι» στο φορμά της μίνι σειράς, που μόλις ανακοινώθηκε από το «Variety» ότι θα έχει το επόμενο πρότζεκτ του με τίτλο «Play». «Έγινε τελείως τυχαία! Είχα μια ιδέα για μια μεγάλου μήκους: ένας μοναχικός σινεφίλ μπαίνει σε μια ομάδα ανθρώπων που παίζουν σκηνές από ταινίες στην πραγματική τους ζωή. Σκέφτηκα ότι, επειδή έχει πολλούς χαρακτήρες, θα ήταν πιο ενδιαφέρον να αναπτυχθεί σε σειρά και είπα να το τολμήσω στο εξωτερικό, ως αγγλόφωνο πρότζεκτ. Και πάλι όμως, το ίδιο το θέμα οργανικά κάπως γεφυρώνει το σινεμά και τις σειρές. Παράλληλα, υπάρχει στο μυαλό μου και η επόμενη ταινία, ένα ταξικό παραμύθι εκδίκησης μιας έφηβης κοπέλας».
ARCADIA - official trailer
Η ταινία «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη, σε σενάριο του ίδιου και της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη, με πρωταγωνιστές την Αγγελική Παπούλια, τον Βαγγέλη Μουρίκη, την Έλενα Τοπαλίδου, τον Νικόλα Παπαγιάννη και τον Βαγγέλη Ευαγγελινό, θα προβληθεί στους ελληνικούς κινηματογράφους τη σεζόν 2024-2025.
Ευχαριστούμε τον γλύπτη Νικόλαο Ι. Γεωργίου για τη φιλοξενία της φωτογράφισης στο ατελιέ του (Αναπαύσεως 30, 210 9224523).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.