Όταν μου πρότειναν από τη Mastercard και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης να είμαι ο συντονιστής του φετινού Iconic Talks, που θα ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Πάνο Χ. Κούτρα, ένιωσα ενθουσιασμό και δέος. Και αυτή ακριβώς τη μίξη συναισθημάτων ήθελα να εκφράσω στον ίδιο, λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν την προηγούμενη Παρασκευή τον κάλεσα στη σκηνή της αίθουσας Παύλος Ζάννας του «Ολύμπιον» για να ξεκινήσει να αφηγείται τις ιστορίες του.
Και όπως το περίμενα, οι ιστορίες που αφηγήθηκε ο Κούτρας στις δύο ώρες που διήρκεσε περίπου το masterclass ήταν όντως πολύτιμες. Ως ένα από τα πρόσωπα του 65ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που τιμήθηκε με τον Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά, βρέθηκε πρωταγωνιστής σε μια σειρά προβολών, Q&As και άλλων εκδηλώσεων, στο συγκεκριμένο masterclass όμως στόχος μας ήταν η εστίαση στις queer όψεις του σινεμά του, στο προσωπικό του βίωμα και στον τρόπο που αυτό μεταφέρθηκε και εξελίχθηκε στην τέχνη του, ανάγοντάς τον σε μια από τις πιο διακριτές, πιο ηχηρές φωνές του παγκόσμιου queer cinema αυτήν τη στιγμή.
Δοτικός και γενναιόδωρος, αστείος και διόλου σοβαροφανής, γεννημένος storyteller, άρχισε να μου εξιστορεί τα εφηβικά και φοιτητικά του χρόνια, τον τρόπο που από μικρός δραστηριοποιούνταν στα κινήματα, και όσα αποκόμισε από την παραμονή του στο θατσερικό Λονδίνο των ‘80s και μετέπειτα στο Παρίσι. Οι ολοζώντανες καλλιτεχνικές σκηνές των δύο πόλεων, οι άνθρωποι που γνώρισε και οι σχέσεις που ανέπτυξε, και βέβαια η επιδημία του AIDS που αποδεκάτισε, μεταξύ άλλων, και τις καλλιτεχνικές και queer κοινότητες της εποχής έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη του σκηνοθετικού του βλέμματος, όπως διαπιστώσαμε εξάλλου παρακολουθώντας, την προηγούμενη βραδιά, τις άγνωστες, απρόβλητες στην Ελλάδα, μικρού μήκους ταινίες του από εκείνη την εποχή.
Γιατί το σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα, αλλά και ο ίδιος ως προσωπικότητα, ήταν ο ορισμός του queer πριν η λέξη γίνει καλά-καλά γνωστή. Και αυτό, όπως συζητήσαμε, δεν έχει να κάνει μόνο με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, αλλά πολύ περισσότερο με τη συνολική ιδεολογία και πολιτική στάση, τη στάση ζωής, τη διάθεση για ρήξη και αντίδραση, τη σοβαρότητα εναντίον της σοβαροφάνειας και με πολλά άλλα στοιχεία που τα συναντάμε όλα στον «Μουσακά», μια ταινία με εξωγήινα μοντέλα, γκέι αστροφυσικούς με ροζ ποδιές, έναν τεράστιο μουσακά που εξαπολύει τοξικά λάδια στους κατοίκους της Αθήνας και πρωταγωνίστρια μια γλυκύτατη παρενδυτική/drag/τρανς ηρωίδα, τη «νόθα κόρη της Ντιβάιν», σύμφωνα με τον ίδιο, που ψάχνει την αγάπη μέσα στον ζόφο.